Τρίτη 30 Μαΐου 2023

 


Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ


Η θειά του η Αντιγόνη έφυγε από το Αδραμμύτι μαζί με τους γονείς του. Έφυγε κουβαλώντας θανάτους, πολλούς θανάτους μέσα της, από τα όσα έζησε εκείνες τις μέρες. Δεν ήτανε της ώρας να μπλέξει και τη θειά του στα όσα έγιναν την προηγούμενη μέρα στο χωριό. Άλλωστε όποια τυχόν επικοινωνία τους με τον πατέρα του, θα γινότανε όταν αυτός θα ήτανε στον Πειραιά από μέρες. Έτσι νόμιζε. Αλλά ούτε και η θειά του θα τον ρωτήσει τίποτα, ίσως γιατί δεν ήθελε να πάρει μέρος σε μια αόριστη ενοχή, που ψυλλιαζότανε από την ώρα ακόμα που είδε στην πόρτα της τον ανιψιό. Κι έτσι αρκεστήκανε και οι δυο τους στη γνωριμία του με τη θάλασσα, μια και οι δουλειές στο χωριό ήτανε πολύ μικρότερες από το μπόι που έδινε ο ανιψιός της στις επιθυμίες του. Καθίσανε να φάνε στην αυλή έχοντας απέναντι το Αδραμμύτι, την πατρίδα της. Χώρο που από την πρώτη μέρα επέλεξε, φτάνοντας εδώ κυνηγημένη, πριν προλάβει να κλάψει τον άντρα της μέσα στην εκκλησιά μαζί με άλλους ογδόντα νοματαίους. Φαρμακώθηκε να την ακούει  να μιλάει ώρες για τα πάθη της κοιτώντας απέναντι τα μέρη που μεγάλωσε.

«Τρεις μέρες πριν μπούνε στο Αδραμύττι εγώ είχα τα χρέη μου. Πήγα στο νεκροταφείο και ζήτησα από τους νεκροθάφτες να σκάψουνε στο μνήμα των γονιών μας. Ένα μετζίτι μου πήρανε. Όλοι τότε ζητούσανε παράδες. Τους πήρα μέσα σε ένα τσουβάλι, στο σπίτι τους έπλυνα με νερό και ξύδι και τους έφερα εδώ μαζί μου. Δεν ήθελα να τους αφήσω πίσω μου. Κι έπειτα, Παρασκευή ήτανε θυμάμαι, μπήκε ο στρατός τους. Ζητούσανε ρούχα, ζητούσανε μπακίρια, ζητούσανε τρόφιμα. Κι αγριεύανε με τα όχι μας κι απειλούσανε να μας σφάξουν. Αλλά η τράπουλα ήτανε σημαδεμένη ανιψιέ. Σίγουρα την άλλη μέρα το πρωί μας περίμενε μαχαίρι. Όμως η ελπίδα, τι μεγάλη, τι θεόρατη λέξη είναι πανάθεμά τη. Κι ελπίζοντάς, τα μοιράζαμε κι εμείς από τα παράθυρα στους λίγους στρατιώτες που φτάσανε στη γειτονιά μας. Οι Μπασιμπουζουχτσήδες, αυτοί ήτανε πιο άγριοι από τους Τσέτες, ήρθανε αργότερα. Πότε λίρες, πότε ρούχα, πότε σοδιές. Ελπίζαμε. Τι λέω ελπίζαμε. Σχεδόν ήμασταν σίγουροι ότι την άλλη μέρα το πρωί οι συναλλαγές θα φέρνανε τη σωτήρια μας. Γι’αυτό σου λέω, μεγάλο πράμα η ελπίδα. Κι όταν την επομένη από τα χαράματα, με ξυλιές και καμτσικιές μας βγάλανε στην αυλή να μας μετρήσουν, λες και ξέρανε να μετράνε οι αχόρταγοι, μας βρίσκανε πότε λειψούς και πότε περίσσιους και να οι βουρδουλιές στις πλάτες μας και να οι χαλασμένες συμφωνίες, φτιαγμένες από την απόγνωση της προηγούμενης νύχτας. Για τον άντρα μου δεν θα σου πω τίποτα. Δεν αντέχω να ξαναζήσω εκείνη την ώρα. Όλα γραφτήκανε από καλαμαράδες λίγες μέρες αργότερα. Και ύστερα σχεδόν γυμνοί με ένα νερό που το βαφτίζανε σούπα, ξεκινούσαμε με την πλάτη στη θάλασσα, να βαδίζουμε ώρες κάτω από τον ήλιο και να μας απογυμνώνουνε με την πρώτη ευκαιρία από το λιγοστό βιός που κουβαλούσαμε, με υποσχέσεις για λίγο νερό ή ένα γράμμα σε συγγενείς και φίλους. Σου τα λέω γιατί με πνίγει το δίκιο. Τους νοιαζόμασταν και τους είχαμε σαν αδέρφια μας και ξαφνικά γυρίσανε και μας σφάζανε σαν τραγιά. Γιατί έτσι τους αφιόνισε ο Κεμάλ, που κακόχρονο νάχει. Το τρίτο βράδυ μας μάντρωσαν έξω από το Δημαρχείο σε ένα χωριό που ούτε το θυμάμαι.  Ο πατέρας σου τα ζύγιασε μέσα του σωστά. Τι μαχαίρι, τι σφαίρα. Δεν ξέρω πώς, μέσα στη νύχτα κατάφερε κι απομακρυνθήκαμε από το σωρό, αυτός η μάνα σου εσύ και η Μαρίκα και πήραμε πάλι το δρόμο για τη θάλασσα στα κρυφά και μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Τη Μαρίκα θειά τη φωνάζαμε χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι συγγένεια μας έδενε». Πήρε να σκουπίζει με τη μαντίλα της κάτι ψίχουλα στο τραπέζι. «Τα νέα τρέχουνε πιο γρήγορα από τα καράβια» του είπε μετά από μια μεγάλη παύση, μήπως και φύγουνε από την αυλή τα όσα τη στοίχειωναν. «Παλιότερα με ειδοποίησε με συγχωριανό του ο πατέρας σου ότι ήθελες να φεύγεις για την Αμερική. Δεν θα κρίνω εγώ αν είναι σωστό ή όχι. Και μη στεναχωριέσαι. Αλλά πόσοι θα μείνουμε για να πάμε απέναντι όταν θα το ορίσει ο Θεός. Και ξέρεις τι λέμε στον Θεό; Την φωτεινή πατρίδα παράσχουμι. Οι παπάδες μπορεί να το λένε για τον παράδεισο, αλλά εγώ τόχω για το Αδραμύττι. Εκεί είναι ο παράδεισος για μένα». Μπήκε στο σπίτι και ξαναγύρισε έχοντας στη μασχάλη της μια πάνινη σακούλα.

«Με τον πατέρα σου δεν λέγαμε και πολλά πολλά μεταξύ μας. Εσύ μας έφερες κοντά όταν ρωτούσε και ήθελε τη γνώμη μου για την επιθυμία σου να φύγεις από το χωριό. Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια. Να φύγεις. Μια και το θέλεις, εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Κι ούτε σε κουβαλάμε και στην πλάτη μας. Καθένας το ριζικό του το γράφει μόνος του. Λίγα πράματα ορίζει ο Θεός». Κάθισε έχοντας τη σακουλα στην αγκαλιά της. Κι αλλάζοντας θέμα ξαναγύρισε στο Αδραμύττι. «Δεν ξέρω τι σου είπε ο πατέρας σου, αλλά άκουσέ με κι εμένα. Φτάνοντας στο ΑκΤσάι, η παραλία ήταν σαν ένα καζάνι που έβραζε. Κόσμος να τρέχει από δω κι από κει. Μυρμήγκια, να γυρεύουνε βάρκες γυροφέρνοντας στα ντόκια με στριγκλίσματα και φωνές κι από δίπλα ψαθάκια, μπαστούνια με ασημένιες λαβές και κολλαριστά πουκάμισα. Ένας αχταρμάς. Ξέχασα να σου πω το χειρότερο». Σηκώθηκε παίρνοντας την κανάτα να τη γεμίσει νερό, μα περισσότερο για να σιάξει μέσα της λόγια που την καρφώνανε στο σταυρό του δικού της μαρτυρίου. «Όταν καταφέραμε και φύγαμε κρυφά από το χωριό που μας μάντρωσαν, έξω από το Μπαλίκεσιρ βρήκαμε και πληρώσαμε για ένα κάρο πέντε μεζίτια. Όλοι γδέρναν όλους τότε. Κι όταν του ζήτησα να ανεβάσουμε και τη θειά μας την Μαρίκα, κουτσή κι ανήμπορη τότε από τα σακάτικα της γέννας της, μου μίλησε σκληρός σαν πέτρα. Αντιγόνη μου είπε, εγώ έχω να σώσω τη φαμίλια μου. Τη Μαρίκα έπρεπε να την φροντίσουνε τα αδέρφια της. Για μένα θα είναι βάρος. Οι Τσέτες έχουν άλογα κι εμείς κάρο. Αν έχω και τη θειά μας βαρίδιο θα μας σφάξουν όλους».

      Κοίταζε μακριά με δάκρια στα μάτια. «Και ξέρεις ποιο είναι αυτό που με καίει περισσότερο από όλα τα άλλα; Η Μαρίκα έτσι πως άκουγε να μαλώνουμε γι’αυτήν, δεν είπε τίποτα. Μόνο το βράδυ όταν γείραμε για λίγο ύπνο, έφυγε μόνη της κουτσαίνοντας κι ανέβηκε τα βουνά του Μπαλίκεσιρ με μιαν ελπίδα να γλυτώσει χωρίς να κινδυνεύσουμε εμείς. Δεν την ξανάδα. Αλλά μέσα μου κουβαλάω τα χειρότερα που θα μπορούσανε να της κάνανε. Τη Μαρίκα την αγαπούσα περισσότερο από όλους. Αυτή με μεγάλωσε και με πήγαινε να παίζουμε στην αυλή του Παπάζογλου. Έτσι πως ήτανε με ένα πόδι στραβό ποιος να την πλησιάσει. Κι έταξε η έρμη τη ζωή της σε ανίψια κι αδερφούς. Θα την πάρω στην πλάτη μου, του είπα, Όπου χρειάζεται εγώ θα την κουβαλώ. Αυτός τίποτα. Ούτε που με άκουγε όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε το πρωί. Από τη γειτονιά μας στο χωριό μόνο οι δυο κόρες του Αβτζιλαριώτη γλυτώσανε. Αυτό έγινε παλιότερα. Ακούστηκε ότι είχανε την τύχη να τις σώσει ένας Ταμετσής. Ξέρεις, εκείνοι που κάνουν όλες τις δουλειές, μάστορας. Αυτός όμως είχε και μπακάλικο και ήτανε φίλος καρδιακός με τον Αβτζιλαριώτη. Τις έκρυψε στο υπόγειο και γλυτώσανε τα κορίτσια. Υπήρχαν και καλοί Τούρκοι γύρω μας. Τέλος πάντων. Άλλα σου έλεγα. Όταν φτάσαμε στη Μυτιλήνη έτρεξα που λες από δω κι από κει. Τι αιτήσεις, τι παρακάλια στα προξενεία, ως που έλαβα ένα γράμμα από τον πρόξενο μας. Όπου μου έλεγε ότι αυτοί που προσπαθούσανε να βρούνε καταφύγιο στα βουνά του Μπαλίκεσιρ, σφαχτήκανε όλοι τους από τους Τσέτες. Μαρίκα Μπέγιογλου, έγραφε. Μέσα στους νεκρούς. Η αγαπημένη μου θεία. Και μη νομίζεις ότι δεν την έχω συνέχεια στο νου μου. Στο νεκροταφείο της Συκαμνιάς έχω αγκαζέψει έναν τάφο, Μαρία Δημητρακούδη έγραφε ο ξύλινος σταυρός κι ούτε θα μου ζητήσει λογαριασμό που της φόρτωσα και τη θειά μας. Μια χούφτα κόλυβα έγινε και η Μαρίκα. Κάθε χρόνο πηγαίνω στον τάφο και την ταϊζω μ’αυτά. Πέτρο, δεν γίνεται να μην έχει τάφο ο άνθρωπος. Γυρνάει παντού βρικόλακας και σκορπά κατάρες. Κι έτσι την έχω μαζί μου. Να μου θυμίζει τη σκληράδα του πατέρα σου».

Στύλωσε το βλέμμα της στη θάλασσα. «Τι κάνουν άραγε οι νεκροί τις νύχτες. Ποιούς επιθυμούν. Ποιούς αποφεύγουν. Με ποιούς θυμώνουν και για ποιούς λόγους. Αν και σίγουρα δεν υπάρχουν λόγοι για να θυμώνει κανείς μετά τον θάνατό του. Κι αν θυμώνουνε, σίγουρα πρώτος θα ήτανε ο πατέρας σου, έτσι όπως φέρθηκε στη Μαρίκα». Έκανε μια μεγάλη παύση χαϊδεύοντας την πάνινη σακούλα και συνέχισε θυμωμένη πια για τα όσα την βασανίζανε. «Κι έπειτα έρχονται νόμοι και διατάγματα να σβήσουνε θανάτους και πνιγμούς, με εκείνα τα σβηστήρια που κουβαλούσανε οι διπλωμάτες στις βαλίτσες τους και  να χαράζουνε σύνορα όπως τα θέλουνε, κι ούτε να νοιάζονται για περιουσίες και για χωράφια που συγγένευαν τους Τούρκους με τους Έλληνες. Το Αδραμύττι μας γέννησε, το Αδραμύττι θα μας θάψει. Και δος του να φτερουγίζουν δίπλα μου οι ψυχές και να μου λένε, εσύ τρελή γεννήθηκες, τρελή θε να αποθάνεις, Κι αν θες να σκύψεις πιο βαθιά από αυτά που σου λέω, να ξέρεις πως η τρέλα είναι το μόνο φάρμακο γι’αυτά που ζήσαμε εκείνα τα χρόνια Γιατί εγώ δεν τόχω μέσα μου να με συμμαζεύουν. Γεννήθηκα τρελή και τα γεγονότα του Αδραμυττιού όχι καρφώσανε, αλλά ξεκαρφώσανε τα κιβούρια αυτών που φύγανε γεμάτοι παράπονο, ενώ άλλα περιμένανε από τον Θεό. Έναν Θεό άδικο, που άλλα υπόσχεται σε εκκλησιές κι άλλα αποφασίζει στα καθημερινά μας». Κι έπειτα, σα να συνήλθε κάπως «Γι’αυτό κι εγώ κράτησα τέτοια μαυρίλα μέσα μου για τον πατέρα σου. Αλλά ο χρόνος όλα τα γιατρεύει ανιψιέ. Ο πατέρας σου λίγο αργότερα μάζεψε τα όσα κατάφερε να σώσει και έφυγε για την Ικαρία. Εκεί λέει τα πράματα ήτανε ήρεμα».

Πριν την αποχαιρετήσει του έδωσε την πάνινη σακούλα. «Είναι γράμματα που δεν φτάσανε ποτέ στον προορισμό τους. Οι Νεότουρκοι ξέρανε καλά να φυλάνε τα μυστικά τους. Κάνανε λογοκρισία ακόμα και στην ανάσα μας. Ένας Θεός ξέρει πώς βρεθήκανε όλα αυτά στα χέρια του πατέρα μιας φίλης μου, που πριν να τον αρπάξουνε από το κρεβάτι του οι Τσέτες, τα άφησε στη θυγατέρα του κι αυτή στον ξάδερφό του τον Σαράντη που μου τα έδωσε όταν φτάσαμε εδώ στο νησί. Χάρι με χέρι. Μακριά από τα ταχυδρομεία του Κεμάλ. Μιλάνε και για γεγονότα που ξεκινήσανε πολύ πριν το είκοσι δυο. Κι ούτε που τα διάβασα. Τι να μου πούνε. Όσα ζήσαμε τα μαρτυράνε καλύτερα. Θέλω να μου ορκιστείς ότι θα τα πάρεις μαζί σου στην Αμερική κι από κει, όπου μπορείς καλύτερα. Προξενεία θάναι, εφημερίδες θάναι, εσύ θα το κρίνεις. Κάπου πρέπει να μιλήσουν όλοι αυτοί οι νεκροί. Κι εδώ σου έχω μια διεύθυνση ενός συντοπίτη μου από το Ζεϊτινλί. Ονόματι Βαγιάκης Μανώλης. Δουλεύει σε μια ελληνική εφημερίδα. Κήρυκα νομίζω την λένε. Είμαι σίγουρη πως θα σε βοηθήσει».

Αποχαιρετώντας τον, του έδωσε κι αυτή κάτι λίγα χρήματα που είχε. Τον φίλησε σταυρωτά. «Στο καλό» του είπε «Όπου κι αν πας να είσαι καλά». Κατέβηκε στο λιμάνι πολύ πριν ο ήλιος δύσει. Ο καπετάνιος τον περίμενε. «Έλα» του είπε «Φεύγουμε. Τελειώσαμε πιο νωρίς από ότι περίμενα».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: