Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Κριτικές στο ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ






Βιβλιοκριτική Γιάννη Κεσσόπουλου


Το δεύτερο βιβλίο του Λευτέρη Μαραγκάκη κινείται σε έναν εντελώς διαφορετικό χώρο από αυτό των μυθιστορηματικών αναμνήσεων, που μας έδωσε στις ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ. (Εκδόσεις Γαβριηλίδη). Με αφορμή τις πολιτικές αλλαγές της Σοβιετίας, ξετυλίγει ένα παλιό φονικό με ήρωα έναν ελασίτη, που κυνηγημένος από τις τύψεις του καταφεύγει στη Ρουμανία, παντρεύεται και ριζώνει εκεί. Μετά την πτώση του Τσαουσέσκου, αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα για να βρει τους συγγενείς του θύματός του, ελπίζοντας σε μια λύτρωση. Σ’αυτό το γυρισμό παίρνει μαζί και τη γιατρό θυγατέρα του, για κάτι καλύτερο που θα μπορούσε να βρει στην Ελλάδα, από το πολιτικό χάος της Ρουμανίας, που ζούσε τότε την πολιτική κοσμογονία της. Όμως επειδή η ζωή συνήθως τα θέλει αλλιώς, στα σύνορα ο παλιός ελασίτης παθαίνει ανακοπή, κι έτσι η κόρη του, η Ραλούκα, ποιος ξέρει από ποιά ηθική ή πατρική αγάπη ορμώμενη, αποφασίζει να βρει η ίδια τους συγγενείς για να υλοποιήσει την επιθυμία του πατέρα της. Μια παράλληλη ιστορία προϊστορικής ανασκαφής, οδηγεί τον αναγνώστη στη μεταφυσική, όπου ως νήματα αράχνης δένονται προϊστορικά πολιτικά πάθη με τον εμφύλιο. Ο αρχαιολόγος δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να χαράξει με τα εργαλεία του την αιώνια διαδρομή που οδηγεί στο τυφλό πάθος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο επικεντρώνεται σε γυναικείους ιδανικούς χαρακτήρες, οι οποίοι και αποτελούν τον κύριο άξονά του, σε αντίθεση με τους αντρικούς που παραπαίουν στις τύψεις και στην αδυναμία. Η Ραλούκα θα φροντίσει για την ταφή του φίλου της, η Ροξάνα θα κυβερνά τις σχέσεις της με τον Δημοσθένη και η Άνκα θα καίγεται για τα ανεκπλήρωτα που της τύχανε στη ζωή της. Η Ελένη για πρώτη φορά στη ζωή της θα αναμετρηθεί με τη μικρόψυχη κοινωνία της και με έναν σύζυγο άρπαγα της κοινής πατρικής περιουσίας. Η αδελφική οφειλή στο μερίδιο της αγάπης που της αναλογούσε κατακρεουργημένη από την απόσταση και την ενοχή του φονέως αδελφού θα κάνουνε την Ελένη να αγνοήσει το κοινωνικό στάτους του χωριού που προαιώνια απαιτούν οι συγγενικές σχέσεις.
Το βιβλίο κυριαρχείται από το μαγικό και τη μεταφυσική και υλοποιείται από την καθημερινότητα της ηρωίδας σε σχέση ή μάλλον στην έλλειψη σχέσης της ζωής της με τα όσα έχουν διαδραματισθεί αιώνες πριν στο Αχλαδοχώρι Σερρών όπου η αδερφή του πατέρα της θα θελήσει κι αυτή να αποδώσει την ύστατη δικαιοσύνη στο πρόσωπο της ανιψιάς της. Ο νεκρός που αρνείται να ησυχάσει για πάντα, πότε βοσκός και πότε ταξιδιώτης, ψάχνει συνδέοντας παράταιρες εποχές κι ανθρώπους.
Ο παρών χρόνος του βιβλίου δένεται με τον παρελθόντα μέσω προσώπων που εν αγνοία τους συνεχίζουν την ιστορική μνήμη. Το φονικό του 46 ίσως να μην απέχει πολύ ως προς τις συνθήκες που το γέννησαν, από το αρχαίο φονικό ή και το αρχαίο φονικό καθόρισε τους όρους του φόνου που έγινε από τον νεαρό και άμυαλο αντάρτη. Κι ο προπομπός Ερμής άλλοτε με τα ρούχα του σταθμάρχη κι άλλοτε με τα ρούχα του βοσκού, υφαίνει πανάρχαιες σχέσεις με ενδιάμεσες σαϊτιές τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, που μέσα από την διάθεση του συγγραφέα για τον ονειρικό υπερρεαλισμό κάνει όλο το κείμενο να σκιάζεται από φοβέρες κι επιθυμητές αναμνήσεις. Η αρχαίες άρπυιες αντάμα με Βαλκάνιες θεότητες αλληλοχρεώνονται τις αποφάσεις της ειμαρμένης, που από τις πρώτες σελίδες θα καθορίσει τις τύχες των ηρώων του. Ο ατυχής φίλος Δημοσθένης θα ζορισθεί πολύ ανάμεσα στο νόστο και την αυτόχειρη τελευτή του βίου του, κάνοντας τη Ραλούκα να σκεφτεί πικρόχολα στο τέλος του βιβλίου, ότι ίσως αυτή η πατρίδα να μην είναι πάντοτε στα κέφια της.
Το δεύτερο αυτό μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαραγκάκη αποτελεί για σύγχρονη τοιχογραφία του Βαλκανικού χώρου κι αξίζει να διαβαστεί

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ




ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
(Εξαντλήθηκε)


*
Με μια πράξη τακτοποίησης που μου είχανε κοινοποιήσει από το Πολεοδομικό Γραφείο των Σερρών, το πατρικό μας σπίτι, μαζί με όλο σχεδόν το οικόπεδό του, το έπαιρνε ο δρόμος που χαράχθηκε πρόσφατα και θα ένωνε κατ' ευθείαν την περιοχή της πάνω πόλης με την κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων ή Μπέη Μπαξέ, όπως παλιότερα ονομάζονταν. Ετσι δεν θα αναγκαζότανε να κάνει κανείς το γύρο από την οδό Εθνικής Αντίστασης για να πάει στην κοιλάδα.
Δεν άσκησα κανένα ένδικο μέσο κατά της πράξης αυτής αφενός γιατί λείπω χρόνια από τις Σέρρες και το σπίτι έμενε ρημαδιό κι αφετέρου γιατί πιστεύω ότι αν μπεί στο μυαλό αυτών που αποφασίζουν τέτοια πράγματα, να κάνουν κάτι, δεν τους το βγάζεις με τίποτα κι άδικα θα ξοδεύεσαι.
Με τη δυσάρεστη αυτή ευκαιρία γύρισα στις Σέρρες ύστερα από πολλά χρόνια, για να αποτελειώσω τα διάφορα διαδικαστικά της απαλλοτρίωσης και για να συμμαζέψω και να πάρω τα λίγα πράγματα που είχανε απομείνει στο πατρικό μας. Ήξερα όμως ότι κατά βάθος πήγαινα εκεί από μια παλιά οφειλή που με παίδευε χρόνια κι όλο ήθελα να την εκπληρώσω. Έλειπα από τις Σέρρες πάνω από τριάντα χρόνια, εκτός από δυό τρία σύντομα ταξίδια που μ' έφεραν εδώ για λίγες ώρες και για κακές στιγμές, κι όλο έλεγα να κάνω μιά μέρα ένα ταξίδι για να πάρω μιά γεύση από τα παιδικά μου χρόνια.
Ο πατέρας μου μας άφησε χρόνους στα ογδοντατρία του, περίπου πλήρης ημερών που λένε, και η μάνα μου τον ακολούθησε ύστερα από μιά δεκαετία, προσπαθώντας να κρατήσει μιά δικαιοσύνη που εξισορροπούσε τη διαφορά στις ηλικίες τους. Μέχρι το θάνατό της συνέχιζε να μένει στο σπίτι μας, αρνούμενη να το εγκαταλείψει και να έρθει μαζί μου ή να μείνει με τον αδελφό μου, γιατί έλεγε ότι δεν ήθελε κανέναν στο κεφάλι της και εν πάσει περιπτώσει οι νέοι με τους νέους και οι γέροι επιτέλους στην ησυχία τους.
Εμεινα σ' αυτό που μου σύστησαν για καλύτερο ξενοδοχείο στη πόλη και την επομένη το μεσημέρι ξεκίνησα για το σπίτι, που βρισκότανε στο τέρμα της οδού Παπάζογλου. Ο δρόμος αυτός ξεκινούσε από το παλιό γυμνάσιο θηλέων κι έφτανε μέχρι το πατρικό μας. Αγκάλιαζε δηλαδή όλη σχεδόν την νότια πλευρά του λόφου Κουλά, που βρισκότανε στην βορειοανατολική μεριά της πόλης.
Ηταν αρχές Σεπτέμβρη με ιδιαίτερα ζεστό καιρό και θέλησα να περπατήσω για να ξαναθυμηθώ τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και πρόσωπα που από καιρό είχανε ξεχασθεί.
Ανέβηκα από την Εθνικής Αντίστασης όπου γινότανε παλιά το σώσε από μπαράκια, καφετέριες και σουβλατζίδικα. Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν αλλάξει χρήση, λες και είχανε συμφωνήσει την ανταλλαγή των εμπορικών τους εμπειριών. Μπάρ είχαν απομείνει πια ελάχιστα και κυριαρχούσαν εμπορικά με ρούχα κι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων με τεράστιες ταμπέλες φωτεινές και μη, που βγαίνανε πολύ πιο έξω από τις επίπεδες επιφάνειες των κτιρίων κι έκαναν έτσι ακόμα πιο ασφυκτική τη πόλη και τους δρόμους της. Που και που κανένα καφενείο απ' αυτά που προσπαθούσαν να κρατήσουν το νέο κόσμο και δύο παραρτήματα αστυνομικών τμημάτων από το φόβο μιάς άσκοπης βίας που περισσεύει στα χρόνια μας. Εστριψα αριστερά από την οδό Ορφέως όπου ακόμα υπήρχε η αίθουσα του Ορφέα, που γινότανε οι πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης, μικρή και ασήμαντη πια αφού τη ζώνανε τα μεγαθήρια των πολυκατοικιών γύρω της. Παρέμενε ακόμα ένα όμορφο κτίριο με μιά απλή και ελάχιστα διακοσμημένη πρόσοψη, με τρείς σκαλισμένες ξύλινες πόρτες στη μπροστινή του πλευρά και με φωτιστικά σώματα που αντέγραφαν την παλιά εποχή της λάμψης της. Πρέπει να το είχαν χαρακτηρίσει διατηρητέο από καιρό, αν κρίνει κανείς από τις τμηματικές αναπαλαιώσεις που του έγιναν.
Από τη στροφή αντίκρισα το πατρικό μας στην άκρη του λόφου, πνιγμένο στον κισσό που από παλιά είχε την τάση να καταλάβει όλο το σπίτι. Οσα παντζούρια είχαν απομείνει ήτανε κλειστά. Ανέβηκα την ελαφρά ανηφόρα της οδού Ορφέως και σε λίγο ήμουν έξω από το σπίτι. Στην αυλή είχαν θεριέψει θάμνοι και δέντρα και η σιδερένια πόρτα άνοιξε με δυσκολία αν και είχε παραβιασθεί και οι πάνω μεντρεσέδες της ήταν σπασμένοι. Εφτασα στην πλαϊνή εξώπορτα και γύρισα με δυσκολία το κλειδί. Με το που μπήκα, ένοιωσα εκείνο το μαλακό ξέσπασμα της μνήμης που αναζητούσε να ακουμπήσει σε χρόνια παλιά και παρωχημένα. Μπήκα στο χώλ που στη συνέχεια με την τραπεζαρία σχημάτιζαν ένα κεφαλαίο γάμα κι ανέβηκα τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν στο σαλόνι και στο γραφείο. Σε πολλά σημεία το πάτωμα ήταν λειψό και φαινότανε από κάτω του το σκληρό υλικό της τσιμεντένιας πλάκας. Στους τοίχους του γραφείου, η βιβλιοθήκη και ο καναπές είχανε αφήσει τα σημάδια τους από την αλλαγή των χρωμάτων.
Κι έτσι όπως η μνήμη προκαλεί το χρόνο, θυμήθηκα ένα αποκριάτικο πάρτυ των γονιών μου, όταν ήμουν γύρω στα οχτώ, με πολλούς καλεσμένους να χορεύουν μέχρι τα χαράματα. Με είχανε βάλει να κοιμηθώ στης γιαγιάς μου, που καθόταν στον κάτω από μας όροφο. Εχοντας όμως μέσα μου τη λαχτάρα να δω τους φίλους των γονιών μου και να θαυμάσω τα αποκριάτικα κοστούμια τους, πολλές φορές τη νύχτα ανέβηκα από την εσωτερική σκάλα που συνέδεε τον όροφο της γιαγιάς με τον δικό μας και από τη χαραμάδα της πόρτας τους κρυφόβλεπα ντυμένους με τις επιθυμίες τους και τα κρυφά τους μυστικά να χορεύουν μέχρι το πρωί. Την άλλη μέρα οι γονείς μου απορούσαν πώς έγινε και γύρω γύρω από το ταβάνι στους χώρους που γινότανε το πατιρντί, υπήρχανε λεκέδες από μαύρα ζουμιά, ως που καταλάβανε ότι ο ιδρώτας τόσων σωμάτων με τους υδρατμούς και τη σκόνη, έκαναν ένα μείγμα που ήρθε και κάθισε στα ψιλά των τοίχων.
Ο παλιός και ως εκ τούτου αδυσώπητος χρόνος άρχισε δια των συνειρμών να κυριεύει σιγά σιγά το νου και να τον φέρνει στην επιθυμία των παρελθόντων. Οι τοίχοι του σαλονιού είχαν τα σημάδια από τους πίνακες που με μανία μάζευε ο πατέρας μου και κάνανε το σπίτι μας σα πινακοθήκη. Ξαναγύρισα στο χώλ και κατέβηκα τις σκάλες που οδηγούσανε στα υπνοδωμάτια του κάτω ορόφου. Πόρτες δεν υπήρχαν πουθενά. Ισως νάταν κι αυτό αποτέλεσμα των κατά καιρούς αποψιλώσεων που υφίστανται τα σπίτια όταν τα εγκαταλείπουν οι νοικοκυραίοι τους. Πεταμένα χαρτιά και σελίδες από παλιά περιοδικά ήταν σκόρπια και στα τρία υπνοδωμάτια.
Στο μπάνιο των γονιών μου, που ήτανε στη συνέχεια του υπνοδωματίου τους, είχανε μαζέψει και γω δεν ξέρω ποιοί, ό,τι άχρηστο από τη πρώτη ματιά, αλλά πιθανώς χρειαζούμενο σε μετέπειτα ζήτηση. Ηταν εκεί ένα παλιό κασετόφωνο, εμφανώς ταλαιπωρημένο από χτυπήματα, μιά μικρή βιβλιοθήκη σπασμένη στη μιά της άκρη και μιά παλιά γραφομηχανή ADLER, πολύ παλιό μοντέλο από τότε ακόμη, που θυμάμαι την είχε βρει ο πατέρας μου σ'ενα γραφείο της Νομαρχίας και τους αγόρασε μιά καινούρια για να την αντικαταστήσει. Χαρτιά και σελίδες από βιβλία, πολλές σελίδες σχισμένες και πεταμένες εδώ κι εκεί. Ενα καφέ λουρί από σκύλο που μου έφερε στο νού την αδυναμία του πατέρα μου στα σκυλιά, από τότε που ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε μεγαλώσει και δεν είχε με τι να ασχολείται. Μιά μαύρη μπερζέρα άχρηστη πια και σχισμένη από παντού, ένας πίνακας ενός Σερραίου λογοτέχνη και μιά παλιά τσάντα δερμάτινη κατσιασμένη και γεμάτη λεκέδες από υγρασία, που μέσα της βρισκότανε ένας κίτρινος φάκελος αλληλογραφίας φουσκωμένος, κάτι δικόγραφα του πατέρα μου κι ένα παλιό κίτρινο μπίκ. Ανοιξα το φάκελο κι έβγαλα από μέσα τα περίπου διακόσια φύλλα που είχε. Αναγνώρισα τον γραφικό του χαρακτήρα κι άρχισα να διαβάζω.
Ηταν ένα κείμενο που προσπαθούσε να περισώσσει όσο γινότανε παλιές αναμνήσεις του από την ώρα που άρχισε να θυμάται τον εαυτό του. Δεν μου είχε πει ποτέ τίποτα γι' αυτό το γραφτό, αν και ήξερε πως πάντα τον υποπτευόμουνα για κρυπτολογοτέχνη.
Ξεκινούσε με αφιέρωση στα αδέλφια του Μιχάλη και Ιορδάνη. Τον Μιχάλη δεν τον πρόλαβα. Ηταν ο μεγαλύτερος αδελφός του που χάθηκε σε ναυάγιο το 1974 στα ανοιχτά της Τσιταγκόγκ στην Αφρική. Τον θείο Ιορδάνη όμως τον είχα ζήσει αρκετά. Ηταν χειρούργος, ψηλός και πάντα χαρούμενος. Μόνιμα σιγομουρμούριζε θυμάμαι ένα χαζοτράγουδο, το «πορόμ πομπέρο» κι όλοι οι ασθενείς του τον λάτρευαν. Πέθανε από καρκίνο στα 56 του, έχοντας ως γιατρός σαφή και απόλυτη γνώση του καθημερινού του μαρτυρίου. Η αμέσως επόμενη σελίδα είχε τον τίτλο του βιβλίου και στη συνέχεια, ένα μικρό κείμενο σαν εισαγωγή. Ακολουθούσε ο κύριος όγκος χωρισμένος σε ενότητες που είχαν σαν χαρακτηριστικό τους ένα συγκεκριμένο γεγονός που είχε ζήσει.
Πήρα τα χειρόγραφα και βγήκα στην αυλή. Η γειτονιά ήταν παραδομένη στον μεσημεριάτικο ύπνο της κι από μακριά ακουγότανε το βουητό της πόλης που χώνευε τραγούδια, μαρσαρίσματα μηχανών κι αυτοκινήτων παρά την προχωρημένη ώρα του μεσημεριού. Στο πίσω μέρος της αυλής ο τοίχος ήταν ψηλός και με προστάτευε από την περιέργεια της γειτονιάς. Κάθισα στο βορεινό πεζούλι κι άρχισα να τα διαβάζω.

Στη μνήμη των αδελφών μου Μιχάλη και Ιορδάνη




*
Γεννήθηκα το καλοκαίρι του 44 στην Ευκαρπία του νομού Σερρών. Η μάνα μου δεν θυμότανε ακριβώς την ημερομηνία. Τι να πρωτοθυμάται άλλωστε εκείνα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου στη συνέχεια, όπου έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα κι αυτό σχεδόν κυριολεκτικά. Πολλές φορές όσο ζούσε, την ζόριζα να θυμηθεί κι άρχιζε η κακομοίρα,
- Είκοσι Ιουλίου ήταν; Οχι, όχι, είχε περάσει της Παναγίας. Εικοσιμία Aυγούστου; Μπα, ο πατέρας σου δεν είχε γυρίσει ακόμα από τα Κερδύλλια τότε.
Κι αφού παιδευότανε αρκετά ανάμεσα σε ημερομηνίες και γεγονότα, εγκατέλειπε θυμωμένη κάθε προσπάθεια. Και με το δίκιο της η γυναίκα, αφού έκανε εφτά παιδιά εκ των οποίων τα δύο πεθάνανε μικρά. Ο Σωτήρης που βγήκαμε μαζί ως δίδυμοι και πέθανε πάνω στους δέκα μήνες από διφθερίτιδα κι ο Λευτέρης που γεννήθηκε ένα χρόνο πρίν από μένα και βαφτίσθηκε άρον άρον, εν όψει του επικείμενου θανάτου του από άγνωστη για εκείνη την εποχή αιτία. Βέβαια η ταυτότητά μου γράφει 20 Φεβρουαρίου 1944. Ομως εκεί η μάνα μου είναι κατηγορηματική.
- Οχι, δεν γεννήθηκες χειμώνα, έλεγε. Χειμώνα γεννήθηκε ο Ιορδάνης και η Ελένη. Ολοι οι υπόλοιποι γεννηθήκατε καλοκαίρι.
Και κάποτε στην προσφυή μου παρατήρηση ότι, πώς με δήλωσαν πριν γεννηθώ, προς στιγμήν ταράχθηκε, με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, όπως όταν παλιότερα ήθελε να με βάλει στη θέση μου μετά από καμιά μου ζαβολιά και ήρεμα και ξεκάθαρα, μου πρόσθεσε ακόμα ένα χρόνο στη πλάτη μου.
- Είπαμε καλοκαίρι, καλοκαίρι του 43.
Ετσι λοιπόν κι εγώ έχω χάσει τη γέννησή μου ανάμεσα στα δύσκολα εκείνα χρόνια που πλησίαζε η απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Γι'αυτό άλλωστε και με βαφτίσανε Λευτέρη. Γιά τη λευτεριά που πλησίαζε. Αυτή την εκδοχή βέβαια σερβίριζε ο πατέρας μου. Αλλά επειδή ξέρω πόσο Βενιζελικός είναι, είμαι σίγουρος ότι το όνομά μου οφείλεται στην αδυναμία που έτρεφε γιά τον συμπατριώτη του και εθνάρχη, προτομή του οποίου μέχρι και σήμερα έχει στο χωλ του σπιτιού του.


ΟΔΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
*
Απροσδιόριστο εποχιακά βράδυ στα 1949. Γύρω από την πόλη ακούγονται κανονιές και προσπαθώ να κοιμηθώ σ'ενα κρεβάτι τεράστιο γιά τις παιδικές μου διαστάσεις. Η μάνα μου με σιγανή φωνή, που δεν ήξερα αν ήταν από φόβο ή από παιχνίδι, να μου λέει
- Tα κανόνια βαράνε, γιατί δεν έκανες καλά την προσευχή σου κι ο Θεός θύμωσε. Μα μη μου στενοχωριέσαι, είναι μακριά, πολύ μακριά, στη Νιγρίτα και οι μπόμπες πέφτουν στα νερά του Στρυμόνα. Ελα κοιμήσου, ησύχασε..
Ομως εγώ δώστου ξανά προσευχή, και να τη λέω αργά και καθαρά, γονατισμένος κάτω από το εικονοστάσι που είχαμε τότε στη κρεβατοκάμαρα και που περιείχε μόνο μιά εικόνα, την εικόνα του αγίου Νικολάου. Μου έκανε εντύπωση η αυστηρή ματιά του άγιου, έτσι ακίνητος και σοβαρός που με κοίταζε και νόμιζα τότε πως αποκλείεται να μου κάνει τη χάρη και να διώξει τα κανόνια και το φόβο μου από τις κανονιές. Και οι βροντές να συνεχίζονται κι από πάνω εγώ με τις προσευχές μου. Θυμάμαι είχα μιάν αίσθηση παράκλησης που έβγαινε βαθειά από τη καρδιά μου.
Ο πατέρας μου σε κάθε κανονιά να τινάζεται στον ύπνο του. Δεν νομίζω να κοιμόταν.

*
Το πρώτο σπίτι που θυμάμαι στην οδό Θεσσαλονίκης, ήταν ένα σπίτι διώροφο και μεγάλο που είχε ξεμείνει ως αρχοντικό με άνετους και δροσερούς χώρους. Ηταν ομορφο και με τη φτώχεια που μας έδερνε τότε, δεν ξέρω κι εγώ πώς βρήκαμε τέτοιο σπίτι. Με ξύλινα κουφώματα σκαλιστά στις οριζόντιες επάνω μεριές τους και με τη μπογιά τους από χρόνια ξεφτισμένη, έτσι που τα νερά του ξύλου έβγαιναν ανάγλυφα από το πέρασμα του χρόνου και την έλλειψη συντήρησης.
Μπροστά από το σπίτι ο δρόμος έκανε μιά μεγάλη εσοχή και φαινόταν να ανήκει σαν αυλή στο σπίτι που καθόμασταν, πλην όμως δεν έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί απ' ό,τι θυμάμαι, ήταν χώρος που τον χρησιμοποιούσανε όλοι και γιά ο,τιδήποτε. Αλλωστε εκείνο τον καιρό η γή δεν ήταν χρυσάφι όπως σήμερα, να τη μαντρώνουμε επακριβώς στις άκρες των εκατοστών της ιδιοκτησίας μας, αλλά χώρος που πολλές φορές προσφέρονταν από τους νοικοκυραίους της και γιά τις ανάγκες των γειτόνων τους ή των περαστικών.
Μέναμε τότε μαζί με μιάν άλλη οικογένεια να μοιραζόμαστε τους δύο ορόφους αυτού του όμορφου σπιτιού. Από αυτούς δεν θυμάμαι τίποτα. Θάτανε φαίνεται για λίγους μήνες συγκάτοικοι μαζί μας ή θα κάνανε μιά ζωή ανύπαρκτη για τα μάτια μου τότε. Αντίθετα θυμάμαι στο παραδιπλανό μας σπίτι να κάθεται μιά οικογένεια που είχε μιά κόρη αρκετά μεγαλύτερη από μένα. Τη Στέλλα που τη φωνάζανε για ένα διάστημα Αγορίτσα, συγκοπτόμενο εκ του Μαυραγορίτσα, εξυπονοώντας άνομες δραστηριότητες του πατέρα της. Ο,τι χειρότερο γιά κείνα τα χρόνια. Αλλά περιέργως, την ίδια ούτε που την ένοιαζε, είτε από πλήρη παραδοχή των ανομιών του πατέρα της είτε από άγνοια της λέξης κι έτσι σιγά σιγά έσβησε και χάθηκε το παρατσούκλι της. Ηταν μελαχροινή κι όμορφη.
Ενα μεσημέρι όπου όλα ήταν ήσυχα και παραδομένα στη κάψα του καλοκαιριού, με πήρε απ’το χέρι και με οδήγησε στο πίσω μέρος της αυλής, εκεί που βρισκότανε το κοινό για τις δύο οικογένειες πλυσταριό.
- Κοίτα, μου είπε, δες τι έχω κρυμμένο εδώ γιά τον Μιχάλη τον αδερφό σου και να του πείς, η Στέλλα σ’αγαπάει.
Υστερα άνοιξε αργά τα πόδια της και μου έδειξε κάτι σκοτεινό που βρισκόταν βαθειά στο διχαλωτό κορμί της κι έτσι όπως το είδα μαύρο και τριχωτό, έβαλα τα κλάματα κι έφυγα τρέχοντας.
Κι από τότε, με έναν πέπλο ενοχής που έπεσε ανεξήγητα στις καρδιές μας, αποφεύγαμε να βρισκόμαστε μαζί στα παιχνίδια κι ούτε βέβαια που είπα ποτέ του αδερφού μου τίποτα, αφού ακόμα τότε δεν ήξερα από αγάπες και τη φλόγα που κρυβότανε πίσω από τέτοιες φοβερές λέξεις.


*
Απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε μιά μεγάλη αλάνα όπου τοποθετούσανε τεράστιους κορμούς δέντρων γιά τη διπλανή κορδέλα του Γεωργιάδη. Σ'αυτή την αλάνα αργότερα στα 1960 αν θυμάμαι καλά, έκτισαν εκκλησία που επωνομάσθηκε της Παναγούδας. Ηταν ένα τεράστιο οικόπεδο που έπιανε σχεδόν όλο το χώρο και τον έκλειναν τρείς δρόμοι. Η οδός Θεσσαλονίκης, η οδός Κοσμά Αλεξανδρίδη κι ένας αβάφτιστος δρόμος που ακόμη τότε ήταν σε διάνοιξη και κατά το μεγαλύτερο μέρος του περνούσε ανάμεσα από αυλές και χαλάσματα. Από τη νότια πλευρά αυτής της αλάνας ήτανε ο διαχωριστικός και ψηλός τοίχος του καλοκαιρινού σινεμά Rex.
Εκεί φέρνανε κάθε καλοκαίρι καμήλες, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω ακόμα και σήμερα πώς αυτά τα πλάσματα του ισημερινού βρεθήκανε στα μέρη μας. Το μουγκανητό τους μου φαινότανε φοβερό κι ατέλειωτο, όσο κι όγκος τους κι όποτε μουγκάνιζαν, έβαζα τα κλαματα κλείνοντας τ'αφτιά μου κι έτρεχα γραμμή γιά να χωθώ κάτω από τους τεράστιους κορμούς των δέντρων που τότε μόνιμα υπήρχαν εκεί.
Τις είχε ένας καμηλιέρης μαύρος και τριχωτός, ο Σεραφείμ, και τις οδηγούσε με κάτι περίεργες κραυγές, που έκαναν εκείνα τα θηρία να τον υπακούν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τα οδηγούσε έξω από το καρβουνιάρικό του, που βρισκότανε σ'ενα πλαϊνό δρομάκι της οδού Θεσσαλονίκης και τα έβαζε να κάθονται στη σκιά όπου μόνιμα μασουλούσανε.
Πολλά χρόνια αργότερα ξαναβρήκα τον Σεραφείμ, που πιά περιορίσθηκε μόνο στο μαγαζί του με τα κάρβουνα, να κάθεται τα μεσημέρια και να πίνει αργά σ'ενα παλιό καφενείο, κοντά στο πρακτορείο των λεωφορείων γιά το Σιδηρόκαστρο.
- Τις καμήλες; Που τις θυμήθηκες τώρα τις καμήλες.. Το βλέμμα του έφυγε μακριά. Πεθάνανε. Εχει πάνω από σαράντα χρόνια που πεθάνανε. Εφευγαν μιά μιά με τη σειρά τους, γιά να προλαβαίνω να τις κλαίω. Να κλαίω και να βρίζω μαζί, γιατί έσκαβα μερόνυχτα γιά να τις θάψω.
Εμεινε ξανά με το νού του χαμένο σε κείνα τα χρόνια.
- Εχεις θάψει ποτέ καμήλα; Τα χέρια μου είχανε ανάψει απ’ το σκάψιμο.

*
Σ'αυτή την αλάνα βρισκότανε σχεδόν κάθε απόγευμα όλοι οι φίλοι των μεγάλων μου αδελφών, δηλαδή παιδιά στην ηλικία των δώδεκα και δεκατριών χρόνων ή και μεγαλύτερα, που τότε ακόμα φορούσανε κοντά πανταλόνια, αφού ήταν αδιανόητο γιά τα χρόνια εκείνα να υπάρχουν παιδιά σ’αυτές τις ηλικίες με μακριά μπατζάκια στα πανταλόνια τους. Αψευδείς μάρτυρες των όσων ισχυρίζομαι είναι βεβαίως και οι φωτογραφίες της εποχής από παρελάσεις, όπου θεόρατοι νταγλαράδες των δεκαπέντε χρόνων, φοράνε κοντά πανταλόνια και παρελαύνουν περήφανοι και καμαρωτοί.
Βαθιά μέσα μου οι φωτιές του Αϊ Γιαννιού κι όλοι μαζί σε κείνη την αλάνα να πηδάνε με αλλαλαγμούς και το σημάδι του θάρρους στα μάτια τους από τα πύρινα βαφτίσια. Μόνο που ανάβανε τις φωτιές απρόσεχτα κι ανάμεσα στους χοντρούς κορμούς των δέντρων, κι ερχότανε αλαφιασμένος ο Μπακράτσας ο μόνος και κακομούτσουνος εργάτης του Γεωργιάδη, που τον βαφτίσαμε έτσι γιατί πάντοτε τον βλέπαμε να τρώει τα μεσημέρια μέσα από μιά τσίγκινη μπακράτσα, καμπακτσής από τα βάθη της Μισσίας με τα σπασμένα του ελληνικά, να τους διώχνει με φωνές και τρόμο.
- Αϊντε μπρέ γαϊδούρια. Θα μας βρεί κακό με τα σπίρτα και τα τσιακμάκια. Ολο το ντοβλέτι θα κάψετε κι εμένα τ’αφεντικό μ’ παράδες θα κόψει.
Ξεθωριασμένος χρόνος και μικρές θολές εικόνες μέσα μου η Κωστούλα που έμενε μαζί με την οικογένεια Ιορδανίδη, ένα κορίτσι στην ηλικία μου, και η Φανή, επίσης κι αυτή στην ηλικία μου, με ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι μόνιμο, που ανέβαινε από το λαιμό της κι έφτανε στο πρόσωπο.
Κι επειδή τότε η πρώτη ύλη των παιδικών παιχνιδιών ήταν άφθονη, μιά κι όλα σχεδόν είχαν να κάνουν αφ'ενός με την παιδική ευρηματικότητά κι αφ'ετέρου με τη φτώχεια μας, τις τάιζα ως γιατρός χώμα με ένα κουτάλι, το οποίο έπρεπε να εκλαμβάνουν γιά φάρμακο. Κι αυτές οι έρμες το έτρωγαν κι έτρωγαν της χρονιάς τους στο σπίτι όταν γύριζαν βρώμικες και ελεεινές. Τις βλέπω πότε πότε και σήμερα υπερβαρείς να περπατούν στο δρόμο και φευγαλέα μου περνά απ’το μυαλό μήπως κι εγώ ήμουν ο φταίχτης γιά τα παραπανίσια τους κιλά, από το χώμα που έφαγαν και που ποτέ δεν είχαν αποβάλει.


*
Λίγα μέτρα ανατολικώτερα από το σπίτι που μέναμε ήταν το Τσιφλίκι. Εκεί πρωτοκαθίσαμε όταν φύγαμε από το χωριό. Επειδή όμως από κείνο το χρονικό διάστημα δεν έχω μέσα μου καμμιά εικόνα ώστε να την καταθέσω εδώ, η πρώτη αυτή μετακόμιση δεν λαμβάνεται υπ'οψη.
Το Τσιφλίκι ήτανε μιά συστάδα σπιτιών κολητών το ένα με το άλλο σε σχήμα πέταλου, με μιάν εσωτερική αυλή κοινόχρηστη, που στο κέντρο της είχε ένα μεγάλο πηγάδι με μαγγάνι. Ηταν βαθύ με ολοστρόγγυλες πέτρες γύρω του χτισμένες που κατέβαιναν μέχρι και πέντε μέτρα, όπου πιά άρχιζε το μάτι να χάνει τα σχήματα από το φώς που λιγόστευε. Εκεί εναπόθετα τις πρώτες μυστηριακές μου αναζητήσεις και τις ρίζες των παραμυθιών που άκουγα από τα στόματα των μεγαλύτερων. Πήγαινα με φόβο στην άκρη της στεφάνης του και σκύβοντας μέσα, φώναζα αργά και καθαρά διάφορα φωνήεντα, που το φυσικό ηχείο του πηγαδιού τα δυνάμωνε και τα έκανε φοβερούς ήχους, που στη συνέχεια με τρόμαζαν και τόβαζα στα πόδια.
Στο Τσιφλίκι έμενε κι ο θείος μου ο Ηλίας, αρχικά τσαγκάρης κι έπειτα κηπουρός στη Νομαρχία. Κάθε χρόνο στη γιορτή του έβγαζε μ'ευλάβεια ένα παλιό βιολί που τόχε φέρει από την Καπαδοκία κι έπαιζε τούρκικους σκοπούς προς τέρψη της γειτονιάς και των μουσαφιραίων του, που έφταναν από κάθε σημείο της πόλης, όπου τους είχε σκορπίσει η κοινωνική πολιτική μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Το σπίτι τους ήταν ένα όμορφο παλιό τούρκικο σπίτι με χαγιάτι και με δροσερό υπόγειο, που τα καλοκαίρια παίζαμε Καραγκιόζη. Νοιώθω ακόμα και σήμερα την παλιά εκείνη δροσιά να γλύφει το κορμί μου, όταν καθόμασταν στον πάγκο περιμένοντας την παράσταση. Τότε ήμασταν πολύ μικροί γιά να παίζουμε κι εμείς. Μόνο μας έστηναν οι μεγαλύτεροι από νωρίς ως θεατές σε ο,τιδήποτε μπορούσε να παριστάνει το κάθισμα, γιά να αυξήσουν έτσι περισσότερο τη βαρύτητα των όσων θα ακολουθούσαν. Κι όταν έπαιρνε να βραδυάζει αρχίζανε την παράσταση, αντιγράφοντας τα σουσούμια της φωνής των καραγκιοζοπαιχτών, που τότε συχνά πυκνά ερχότανε τα καλοκαίρια στη πόλη μας γιά παραστάσεις στο καφενείο του Καρεκλά. Και να τα χάχανα και οι χαρές.
Ερχότανε και μεγάλοι, συνήθως γείτονες, σε κείνες τις παραστάσεις, που όμως ή καθότανε λίγο και φεύγανε, ή θέλοντας να κάνουν τους πολύξερους, ύστερα από λίγη ώρα πηγαίναν πίσω από το πανί, πανί το λέγαμε όχι μπερντέ, κι αρχίζανε να πουλάνε γνώση και να κάνουν παρατηρήσεις. Τότε έσπαζε η παράσταση, η φωνή του Καραγκιόζη και των άλλων πρωταγωνιστών έχανε το κέφι και το χρώμα της και συχνά σταματούσε άδοξα το πανηγύρι με τα παιδιά που παίζανε, τσατισμένα κι εμάς να τους αμολούμε βρισιές που τις μουρμουρίζαμε βεβαίως, μη τολμώντας να τους στολίσουμε κατά πρόσωπο από σέβας οι λιγώτεροι κι από το φόβο της επαπειλούμενης σφαλιάρας οι υπόλοιποι.



*
Ενοιωθα μετέωρος μέσα στο χρόνο των γραφτών του πατέρα μου, έχοντας ανοχείρωτα αισθήματα, έτοιμα να προσαρτηθούν στο χώρο και να συνδράμουν ως πρώτη ύλη σ'αυτά που υποπτευόμουνα ότι θα ακολουθούσανε σε λίγο.
Αποκομμένος αναπάντεχα από το αίσθημα του προσανατολισμού που μας παραστέκει όσο βαθειά και μακρυά κι αν πάμε, το μυαλό μου κατρακυλούσε σ'ενα κόσμο βυθισμένο στους αργούς του ρυθμούς και στην αυταπόδεικτη ευτυχία του. Ολα γύρω μου απόκτησαν τη διαφάνεια που μας προκύπτει από τη σφοδρή επιθυμία γιά πράγματα αόριστα αλλά και παράλληλα βαθειά επιθυμητά.
Ο χρόνος και ο τόπος όπου ασυζητητί εναποθέτουμε την ευτυχία μας, τα παιδικά μας χρόνια δηλαδή, απλώθηκαν σα λάβδανο στη ψυχή μου. Εφτασα να γίνω ένα με την φαρδιά πεζούλα που καθόμουνα. Ακίνητος, κρατώντας κι αυτήν ακόμα την αναπνοή μου, έπνιγαν τ'αφτιά μου απόμακρες μουσικές κι ο νόστος στρώθηκε πάνω μου σα χιόνι, επικαλύπτοντας τα καθημερινά κι αφανίζοντας σχήματα και πράγματα που μας κρατάνε ατσαλάκωτους στο κυνήγι της μέρας. Κοίταζα αχόρταγος πίσω από τις λέξεις να βρώ τα χλοερά τοπία όπου είχανε ριζώσει οι βαθύτεροι λόγοι της συγγραφής αυτού του κειμένου.
Εχοντας από χρόνια χάσει τον συνεκτικό ιστό που υφαίνει ο πατρογονικός μας χώρος, προσφέροντάς μας φίλους, αγαπημένες και γεγονότα, τα γραφτά που κρατούσα στα χέρια μου ήταν γιά μένα η απαλή βροχή πάνω στο ξερό και διψασμένο χώμα των προσωπικών μου πλέον επιθυμιών να ξαναφέρω στη μνήμη μου το δικό μου ξεχασμένο τοπίο των παιδικών μου χρόνων.
Στα μακρυνά και παγωμένα ταξείδια των άστρων, όπου ίσως κατοικούν οι ψυχές, συναντώ την επιθυμία του πατέρα μου να μού μιλήσει μ'ενα κείμενο που, ποιός ξέρει τι νομοτελειακοί κανόνες και σημαδιακές στιγμές, το εναπόθεσαν μέσα σε μιά παλιά δερμάτινη τσάντα να με περιμένει τόσα χρόνια. Τέλος, έμπαινα στα παιδικά του χρόνια μ’ενα αίσθημα ανατροπής των βιολογικών νόμων και της ισορροπίας της λογικής, αφού ο πατέρας μου σεργιάνιζε μέσα στις σελίδες του βιβλίου του μικρός, κι εγώ βρισκόμουν απέναντί του μεσήλικας.
Οι νεκροί άρχισαν να πληθαίνουν μέσα μου και να με τραβάνε στο δικό τους χρόνο και το ταξείδι στον παιδικό κόσμο του πατέρα μου αρμένιζε με φουσκωμένα πανιά σε χώρους που προσπαθούσα να αναπλάσω από τα γραφόμενά του και τα σχεδόν ελάχιστα απομεινάρια της πόλης σήμερα, όπως τα γνώρισα στα λίγα βιαστικά ταξείδια μου. Η μεγάλη αυλή στην εκκλησία της Παναγούδας, καθαρή και περιποιημένη, διεκπεραιώνει τα αναγκαία κοινωνικά γεγονότα και το βιολί του παπούλη μου ξαναγύρισε στην Καπαδοκία.


*
Εδώ θα κάνω μιά παρεμβολή. Θέλω να σου εξηγήσω γιά ποιό λόγο αφήσαμε το χωριό και ήρθαμε στις Σέρρες.
Το 1947 ο πατέρας μου είχε στο χωριό μιά φοράδα όμορφη και λιγερή που τη ζήλευαν όλοι. Τη φώναζε Κούλα. Είχε κι ένα πιστόλι, που του τόχε δώσει ένας αξιωματικός που τραυματίσθηκε στην υποχώρηση και δεν του έμεναν πολλές ώρες να ζήσει.
Ο εμφύλιος είχε ήδη ξεκινήσει να ρημάζει τον τόπο. Μιά κάποια στιγμή λοιπόν εκείνο τον καιρό στο χωριό μας, ήρθαν στα πράγματα οι κομμουνιστές. Κι όταν λέω στα πράγματα εννοώ την, γιά λίγες μέρες, κατάληψη χωριών και τοποθεσιών στη διαμάχη τους με τα εθνικά στρατεύματα, όπως τα έλεγαν, γιά να τα ξεχωρίσουν από τους συμμορίτες και τους κατσαπλιάδες, όπως τότε με πολύ βδελυγμία αποκαλούσαν οι εθνικόφρονες και οι πολιτικά αδιάφοροι τους κομμουνιστές. Ταχτικά τότε με τις ανάλογες επιθέσεις των μεν ή των δε, τα γύρω χωριά της Νιγρίτας άλλαζαν εξουσία, έρμη εξουσία δηλαδή, αφού είχε το μέγεθος των επιθυμιών των κάθε τοπικών μικροπαραγόντων, που με το πρόσχημα βαρύγδουπων κοινωνικών και πολιτικών εννοιών, καθόριζαν τις τύχες των συγχωριανών τους και ρήμαζαν τις περιουσίες τους. Αλλωστε εκείνο τον καιρό οι λέξεις είχαν χάσει τη σημασία τους. Η πολιτική καθαρότητα, όποτε υπήρχε, ύπτατο μόνο στα τραπέζια που διαπραγματευότανε η εξουσία και οι εκτελεστικάριοι αυτών των ανθρώπων που αποφάσιζαν κατά το ποσοστό που τους ανήκε, ψίχουλα δηλαδή, ήτανε κι όχι βέβαια πάντα, κάτι μίζερα ανθρωπάκια που κάρφωναν ο ένας τον άλλο γιά καθαρά προσωπικά τους συμφέροντα κι απολαβές. Ετσι πιάσανε και τον πατέρα μου. Μαζί με άλλους τέσσερις που είμαι σίγουρος ότι ανάλογες τύχες καθόριζαν τη ζωή και το θάνατό τους.
Οταν λοιπόν ήρθαν στα πράγματα οι κομμουνιστές μπήκανε στο χωριό κι άρχισαν από παντού το πλιάτσικο. Ο,τι είχε δηλαδή απομείνει από το προηγούμενο πλιατσικολόγημα των πρώην παοτζήδων. Αυτοί κι αν ήταν ακρίδες. Ητανε απομεινάρια ένοπλων σωμάτων που είχανε συνεργασθεί με τους γερμανούς στην περίοδο της κατοχής και στον εμφύλιο ακολουθούσανε τα εθνικά στρατεύματα σαν τα κοράκια που μυρίζονται ψοφίμι. Κατέβαιναν μπουλούκια μπουλούκια στα χωριά κι άρπαζαν γιά τις ανάγκες μαθές της επιμελητείας τους. Γιά να καταλάβεις το μέγεθος της πατριωτικής τους ευθύνης και του τίμιου αγώνα τους, θα σου πω μιά ιστορία που μου είπε κάποτε ο πατέρας μου. Τον Μάη του 44 ήρθαν στο χωριό καμιά σαρανταριά από αυτούς κι άρχισαν μετά από έναν πατριωτικό δεκάρικο που εκφώνησε ο επικεφαλής τους, να μαζεύουν μέσα από τα σπίτια φλοκάτες, ρούχα, τρόφιμα κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους σου. Μέχρι και τη μοναδική πολυθρόνα του Νεόφυτου του κουρέα κουβαλήσανε στη πλατεία όπου τα συνάζανε. Αφού τα συγκέντρωσαν όλα σε μιά μεγάλη στοίβα στο κέντρο της πλατείας, το ρίξανε στα ούζα και στο χορό. Επειτα ξεκίνησαν να τα μοιράσουνε. Αρχίσανε με φωνές, συνέχισαν με καυγάδες και στο τέλος πιάστηκαν στις πιστολιές μεταξύ τους. Μόνο νεκρούς δεν είχαν. Στο τέλος είδαν το θέμα με τη δικαιοσύνη που τους χαρακτήριζε. Τα βάλανε φωτιά εκεί στην πλατεία γιά να μην τα πάρει κανείς.
Οταν λοιπόν κατέβηκαν οι κομμουνιστές, ένας από αυτούς είχε βάλει στο μάτι τη φοράδα του πατέρα μου και με το πρόσχημα της οπλοφορίας του, αποφάσισε να τον ξεκάνει, γιά να πάρει το λάφυρο.
- Βέβαια δεν καθόμουν και ήσυχος. Εγώ δεν τους χώνευα τους κομμουνιστές κι όποτε έβρισκα την ευκαιρία τους έφτιανα πολλά χουνέρια, αλλά δεν είχα και εναντίον τους εκείνο το πάθος που είχαν οι εθνικόφρονες. Εμείς οι Βενιζελικοί είχαμε πιό ξεκάθαρη ματιά στα πράγματα.
Αυτά τα έλεγε πάντα γιά να ξεκαθαρίσει τη θέση του από τα έκτροπα που έκαναν και οι εθνικόφρονες. Και ξεκινούσε μετά τη βαθιά του βουτιά στη διήγηση εκείνης της ιστορίας που κάθε φορά που την έλεγε, τον αναστάτωνε το ίδιο και που ποτέ δεν μπόρεσε να τη καταλάβει.


Ηταν στα 1947 ανήμερα της Υπαπαντής, δύο του Φλεβάρη, βραδάκι. Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήταν βαρύς. Είχε ένα παγωμένο ψιλόβροχο κι όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Καθόμουν που λές, και σ’ έπαιζα στα γόνατά μου. Ερχεται μιά στιγμή η πεθερά μου, η σχωρεμένη η Λένκω η μητριά της μάνας σου, ανήσυχη.
- Παύλο, μου λέει, πέρασαν τρεις και κοιτούσαν το σπίτι. Δεν είναι απ’ τα μέρη μας.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να το σκεφτώ και νάσου κάτι δυνατοί χτύποι στη πόρτα. Πετάχτηκα πάνω κι έκανα να κινηθώ προς το σεντούκι που έκρυβα το πιστόλι. Ηταν ένα πιστόλι που μου το χάρισε στην υποχώρηση ένας βαρειά τραυματισμένος αξιωματικός στη γέφυρα του Στρυμόνα. Δεν πρόλαβα. Μπήκαν τρείς σπάζοντας με μιά κλωτσιά την πόρτα και με τα όπλα στα χέρια και οι δυό βρέθηκαν πάνω στο χαγιάτι με μιά σκάλα που έβαλαν απ’ έξω κι ανέβηκαν επάνω. Ούτε μπρος δηλαδή, ούτε πίσω.
- Συναγωνιστή Μαραγκάκη ακίνητος.
Ετσι μας προσφωνούσαν τότε, συναγωνιστές. Ενώ μεταξύ τους είχαν το σύντροφε. Με βγάλαν έξω και με πήγανε στο καφενείο του Γραμμένου. Εκεί συγκέντρωσαν και τους άλλους. Φέρανε τον Σκουντιά, τον Βαγγέλη της Πανάγιως, τον Μπαλάνο και τον Ανέστη τον Μπαρένιο. Μάλιστα τον Ανέστη, που τον είχε κρυμμένο η μάνα του, πήγε να τον φέρει με δόλο η Φανιώ, η αδερφή της μάνας του, βαρεμένη κομουνίστρια τότε, που την πέρασαν στρατοδικείο το 50, την καταδίκασαν σε θάνατο και την εκτέλεσαν ύστερα από λίγους μήνες. Εκεί λοιπόν μας έδεσαν πισθάγκωνα και μας άφησαν να παγώνουμε έξω από το καφενείο. Κατά τις δέκα το βράδυ ξεκινήσαμε και βγήκαμε από το χωριό με κατεύθυνση προς το βουνό. Εκανε ψόφο και στα μισά του δρόμου άρχιζε να χιονίζει. Μας συνόδευαν δέκα άτομα μέχρι την Μπάρα, μιά τοποθεσία τρία χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό και προς την κατεύθυνση των Κερδυλλίων. Εκεί φύγανε οι πέντε και περιμέναμε μέχρι τα χαράματα. Δεν ξέρω τι περιμέναμε. Ισως την απόφαση γιά την εκτέλεσή μας. Ούτε προς νερού μας δε μας λύνανε τα χέρια. Ξέρεις πως κατουρούσαμε; Πήγαινα με τη πλάτη, ξεκούμπωνα με τα δεμένα χέρια τα κουμπιά του παντελονιού αυτού που ήθελε να κατουρήσει και του την έβγαζα έξω. Πριν χαράξει, συνεχίσαμε την ανηφόρα μέσα στη λάσπη και στο κρύο, ανάμεσα από μονοπάτια που πρώτη φορά τα σκαρφάλωνα. Σ΄ενα σημείο γλίστρησα κι έπεσα. Δυσκολεύτηκα να σηκωθώ. Προσπάθησες ποτέ να σηκωθείς με δεμένα χέρια πίσω και σε γλιστερή ανηφόρα; Κάθε λίγο κι από ένας μας έπεφτε. Τους παρακαλέσαμε τότε να μας δέσουν τα χέρια μπροστά γιά να βαδίζουμε καλύτερα. Συμφώνησαν όχι τόσο από καλοσύνη, αλλά γιά να φτάσουμε πιό γρήγορα. Οταν λοιπόν πήγανε να μου δέσουνε τα χέρια μπρός, τα κράτησα όσο μπορούσα πιό χαλαρά κι έτσι μπορούσα εύκολα να ελευθερωθώ αν χρειαζότανε. Γιά μιά στιγμή ψιθυρίζω στον Βαγγέλη. Φύγουμε ρε του λέω. Μιά τρεχάλα είναι.
- Οχι, όχι μου έλεγε. Φύγε σύ.
Βλέπεις ο φουκαράς νόμιζε ότι επειδή ο αδερφός της Πανάγιως ήταν στο βουνό αντάρτης, θα τον γλύτωνε. Τι να τον γλυτώσει. Μετά από μιά βδομάδα τον βρήκαν κι αυτόν σφαγμένο. Φτάσαμε στους Τραζλάδες, μιά περιοχή πολύ έξω από το χωριό και ψηλά. Πήρανε πρώτο τον Σκουντιά και τον οδήγησαν μακριά μας περίπου τριάντα μέτρα σ’ ένα βαθούλωμα όπου τον περίμεναν άλλοι δύο. Τον έβλεπα από τη πλάτη και πάνω. Ούτε που νοιαζόντουσαν αν κοιτούσαμε ή όχι. Σε λίγο τον είδαμε να ξεντύνεται με κλάματα και παρακάλια.
- Γιατί ρε παιδιά, τους έλεγε, τι σας έκανα. Να πάρτε όσα χρήματα έχω.
Κι έκλεγε. Εκλεγε μ’ ένα κλάμα που σου πάγωνε τη ψυχή. Είχαμε μαρμαρώσει από το παράλογο και την απόγνωση. Ξαφνικά τον αρπάζει ο ένας από τα μαλλιά κι ο άλλος από πίσω του μπήγει μιά τεράστια κάμα στο πλάι του λαιμού, κάθετα με κατεύθυνση τη καρδιά. Γιά λίγο ακούσαμε ένα βαθύ μουγκρητό μέχρι που ξεψύχησε. Αργότερα έμαθα και το όνομα του δήμιου. Θανάσης Φαρλαλάς, από τη Λήμνο. Επειτα με οδήγησαν στο ίδιο σημείο και με πρόσταξαν να ξεντυθώ. Βλέπεις θέλαν και το πλιάτσικο καθαρό, χωρίς αίματα. Δίπλα μου τα πόδια του Σκουντιά ακόμη κουνιότανε. Μου λύσανε τα χέρια κι άρχισα να ξεντύνομαι ενώ το μυαλό μου έτρεχε με χίλια. Τι να κάνω. Ξεντυνόμουν κι όλο μου το κορμί ήταν έτοιμο να σπάσει. Μόλις έβγαλα και το σώβρακο, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε ξαφνικά, αλλά θυμάμαι αχνά μέσα μου να είπα, τι μαχαίρι, τι σφαίρα και δίνω μιά δυνατή μπουνιά στον έναν από τους δυό, αυτόν που κρατούσε το αυτόματο κι αρχίζω να τρέχω σα παλαβός. Αυτοί από πίσω να φωνάζουν, να τρέχουν, να πυροβολούν. Ούτε που καταλάβαινα τι έκανα. Ολο μου το μυαλό τόβαλα στα πόδια μου. Τρεχάλα να δουν τα μάτια σου. Δεν ξέρω πόση ώρα έτρεχα. Το σώμα μου είχε σχισθεί από παντού ανάμεσα στους βάτους και στα πουρνάρια. Μόλις έφτασα στο Αηδονοχώρι, βλέποντας όλοι μιά αιμάτινη μάζα να τρέχει, κρυφτήκανε στα σπίτια τους. Τους φώναζα να με βοηθήσουν. Μιά γυναίκα που γέμιζε τη στάμνα της στη βρύση, τη παράτησε με ουρλιαχτά κι έφυγε τρέχοντας. Πήγαινα να παλαβώσω. Ως που ένας ψαρομάλης γέρος μούδωσε ένα μαύρο θυμάμαι παντελόνι κι ένα παλιό σακάκι και με το μουλάρι του με οδήγησε στο σταθμό χωροφυλακής της Μαυροθάλασσας. Από κεί και πέρα δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Με πήγανε στο νοσοκομείο της Νιγρίτας. Με πλακώσαν οι γιατροί στις αλοιφές κι από λάθος διάγνωση με στείλανε στο νοσοκομείο των Σερρών. Ακου να δείς. Με εξετάζει ένας γιατρός και στο αριστερό μου χέρι, ψάχνοντας ένα τραύμα από σφαίρα που με πέτυχε εδώ στο μπράτσο, αλλά βγήκε από την άλλη μεριά, βρίσκει η λαβίδα του κάτι σκληρό. Νομίζοντας ότι είναι η σφαίρα, ενώ ήταν το κόκαλο, αποφασίζει να με στείλουν στις Σέρρες γιά να μου τη βγάλουν, γιατί το νοσοκομείο της Νιγρίτας δεν είχε χειρουργείο.
Την ίδια μέρα λοιπόν, με πηγαίνουν στης Σέρρες όπου βέβαια δεν χρειάσθηκε να μου κάνουν εγχείρηση, μόνο με παπαρώσανε κι εκεί με αλοιφές, κάτι μαύρες αλοιφές θυμάμαι, σ’όλο μου το σώμα. Ολα αυτά βέβαια μαθεύτηκαν γρήγορα, τα γράψαν και οι εφημερίδες, κι έγινα που λες ήρωας. Τι Ταγματαρχαίοι, τι δήμαρχοι, τι στρατηγοί, πέρασαν να με δούν. Μέχρι κι ο δεσπότης ήρθε. Μπήκε στο θάλαμο σοβαρός κι ευθυτενής και με πλησίασε. Εγώ ο έρμος έκανα μιά προσπάθεια να του φιλήσω το χέρι.
- Οχι, όχι παιδί μου, μου λέει κοιτώντας γύρω γύρω σα να ζύγιαζε τα μυαλά των ακροατών του. Εγώ θα φιλήσω το χέρι σου. Το τιμημένο σου χέρι που χτύπησε τους συμμορίτες.
Παραμύθια. Δε μου το φίλησε, αλλά αντίθετα συνέχισε τα πατερικά του γιά να ακούν οι διπλανοί μου και να χαίρονται.
Υστερα από μερικές μέρες κι αφού είχα ορθοποδήσει από τις μεγάλες πληγές, βλέπω να μπαίνουν στο θάλαμο δυό και να κοιτάν τα ντενεκάκια που έχει κάθε κρεβάτι γιά την πορεία της αρρώστιας στον κάθ’ έναν. Θα ήμασταν στο θάλαμο περίπου δέκα με δώδεκα. Ο διπλανός μου όμως, ένας φουρνάρης από την Παλαιοκώμη, ονόματι Μπασιαλής αν θυμάμαι καλά, αναγνωρίζει τον έναν, ως γνωστό του βεβαίως.
- Βρέ Γιάννη, του λέει. Που’σε ρε πατρίδα. Πού χάθηκες τόσα χρόνια. Τι γυρεύεις εδώ.
Αυτοί που λές ταράζονται, αρχίζουν τα ψου ψού για λίγο, κάνουν στροφή και με κατεβασμένα κεφάλια, όχι από ντροπή βέβαια αλλά γιά να μη τους αναγνωρίσουν, το βάζουν στα πόδια. Μιά και δυό σηκώνομαι και πάω στη διεύθυνση του νοσοκομείου.
- Εγώ δεν κάθομαι εδώ, τους λέω. Αυτοί θα ξαναστείλουν ανθρώπους και θα μου την ανάψουν. Εχω οχτώ στόματα να θρέψω με το δικό μου και με χρειάζονται.
Είδαν κι απόειδαν οι γιατροί, μου δώσανε κάτι ρούχα από πεθαμένους κι έφυγα γιά το χωριό, που εν τω μεταξύ το είχανε πάλι τα εθνικά στρατεύματα. Παίρνω τη Φωτίκα, τη γριά και σας και ήρθαμε οριστικά στις Σέρρες. Ετσι που λες ήρθαμε εδώ. Από μιά φοράδα.

*
Η ανάγκη να προκύψει ένα πρόσωπο που να απευθύνεται σ'αυτό ο πατέρας μου, με έφερε ακόμα πιό κοντά στη θέση του παραλήπτη μιάς εποχής που έζησα στις παρυφές της κι έκανε τον συγγραφέα του πιό ευάλωτο απ'ο,τι τον θυμόμουνα.

Από μιά φοράδα..
Θυμάμαι τον παππού μου, ψηλό και γεμάτο υγεία μέχρι τα βαθειά του γηρατιά. Η γιαγιά μου τον κυνηγούσε το χειμώνα γιά να του φορέσει παλτό. Είχε μόνιμα εκείνο το βαθύ κι αφηρημένο βλέμα των ανθρώπων που πέρασαν και είδανε πολλά και νοιαζότανε γιά τους γιούς του με την ίδια δύναμη και ζωντάνια από τότε που τον θυμάμαι. Και τους έβαζε τις φωνές. Αν κατά τη παλιά κρητικιά του γνώμη κάτι δεν του άρεσε σ'αυτούς, θύμωνε και άρχιζε τις συμβουλες.
Την ιστορία του δεν την είχα ακούσει ποτέ. Ισως και να την είχε πεί καμιά φορά, σ'εκείνες τις γιορτινές συγκεντρώσεις που κάναμε κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα. Οπως όμως ήταν απόλυτα λογικό, οι μικροί σ'αυτές τις χαρές δεν ακούν τι λένε οι μεγάλοι και περιμένουν με έναν εκνευρισμό που ταράζει ακόμα περισσότερο τους μεγάλους, πότε θα τους επιτρέψουνε να φύγουν από το τραπέζι γιά ν'αρχίσουνε τα κυνηγητά και τα παιγνίδια.
Μόνο μιά φορά θυμάμαι σ'ενα ταξείδι μας στην Ευκαρπία, με πήρε και με οδήγησε ανάμεσα από κάτι στενά δρομάκια σε ένα ύψωμα, όπου βρισκότανε ενα σπίτι ερείπιο με τα κουφώματά του να χάσκουν άδεια στην άγρια βλάστηση που το είχε πνίξει από καιρό.
- Εδώ, μου είπε, γεννήθηκε ο πατέρας σου.
Υστερα κοίταξε μακρυά προς το νότο κι άφησε το βλέμα του να καθίσει σε κάτι ξερά υψώματα που απήχανε από το χωριό αρκετά μακρυά.
- Κι εκεί είναι οι Τραζλάδες..
Ξαναθυμήθηκα τη λέξη, γιατί τότε την εξέλαβα ως άγρια φυλή, αφού μόνιμα στα μυαλά εκείνης της ηλικίας κατοικοεδρεύουν σπαθιά, ακόντια και βάρβαρες φυλές.
Οταν έφυγα από τις Σέρρες δεν ήρθε να μ'αποχαιρετίσει. Μόνο από βραδύς ήρθε στο σπίτι μας, κουβέντιασε λίγο με τον πατέρα μου, τον μάλωσε που άφηνε τα σκυλιά να κοπρίζουν την αυλή και μετά γύρισε σε μένα δήθεν αδιάφορα.
- Ωστε φεύγεις έ; Αντε καλά και να μας γράφεις.
Τον έβλεπα πως δεν ήθελε να προκαλέσει το θάνατο. Πως μεθαύριο θα ξαναβρισκόμασταν. Κι ας ήξερε πως θα αργούσα περισσότερο από το αναπόφευκτο.



*
Σε μικρή απόσταση από το Τσιφλίκι ήταν το κτίριο της Νομαρχίας, όπου στεγαζότανε τότε όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Ηταν, και είναι ακόμη και σήμερα, το επιβλητικώτερο κτίριο στη πόλη κι εκεί τότε συντελούνταν ό,τι θα αποτελούσε αργότερα ιστορία γιά τον τόπο. Και δυστυχώς γιά κείνα τα χρόνια, η ιστορία άφησε τα χειρότερά της σημάδια, που ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους, κάνουν το μισό πληθυσμό να υποβλέπει τον υπόλοιπο και αντιστρόφως .
Κατά καιρούς, και σ'ολη τη διάρκεια του 1948, ίσως και στα 1949, οι χωροφύλακες, μετά από κάθε πετυχημένη τους επιχείρηση, τοποθετούσανε τα νεκρά σώματα ή τα κομμένα κεφάλια αμετανόητων συμμοριτών, όπως όλοι τότε τους έλεγαν, πλάι στις σκάλες ης Νομαρχίας, αφ'ενός γιά να συνετίσουν τους κρυπτοκομμουνιστάς, όπως επίσης τους αποκαλούσαν τότε, κι αφ'ετέρου γιά να επιδείξουν τη γενναιότητα και την ανδραγαθία τους. Χρόνια σκληρά, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν μετρούσε περισσότερο από πέντε δεκάρες ή μιάν ανόητη διαταγή κάποιου που του έδωσαν τέτοιες αξουσίες, ανεξάρτητα και πάλι τονίζω, σε ποιό στρατόπεδο βρισκότανε.
Ετυχε να περάσω με τη μάνα μου μιά τέτοια κακιά στιγμή από τη Νομαρχία. Εσφιξε το κεφάλι μου πάνω στο φουστάνι της και περάσαμε βιαστικά από το χώρο εκείνο του τυφλού μίσους από τη μιά μεριά και των χαμένων ελπίδων από την άλλη. Πρόλαβα να δώ έναν χοντρό μελαχροινό χωροφύλακα να βάζει, με τα χάχανα και τις βρισιές των παρευρισκομένων συναδέλφων του, ένα τσιγάρο αναμμένο στα σφιγμένα από το πείσμα της νίκης και ματωμένα χείλια ενός κεφαλιού με σβυσμένα μάτια, που μόνιμα από τότε το κουβαλώ στο μυαλό μου. Αλλες φορές αραδιάζανε τα πτώματα μπροστά στις σκάλες της Εθνικής Τράπεζας που βρισκότανε στην πλατεία Ελευθερίας γιά λίγες ώρες, όσο να τα δούν οι φιλήσυχοι πολίτες και να χωνέψουν βαθειά μέσα τους ποιά παράταξη νίκησε και ποιοί από δώ και πέρα θα κάναν κουμάντο στον τόπο, και ύστερα τα φορτώνανε και τα πηγαίνανε στο νοσοκομείο, να τα παραλάβουν φίλοι και συγγενείς, που από απόσταση ακολουθούσαν με το βουβό σπαραγμό γιά το θάνατο που μήνες και μήνες απεύχονταν.


*
Από την εσωτερική μεριά του Τσιφλικιού ήταν ο φούρνος του Μασούρα και κολητά σ'αυτόν το σπίτι του.
Από την άλλη μεριά, το σπίτι του Τρόντζιου με το μεγάλο του γιό, που αργότερα έγινε γιατρός κι έμεινε στη Γερμανία και το μικρό, το μογγολάκι, που ζεί ακόμα και σήμερα, μεγάλος πιά ίσαμε πενήνταπέντε χρονώ, που γυροφέρνει τη πόλη παραμιλώντας κι έχοντας μόνιμα ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Δίπλα στου Τρόντζιου, το σπίτι του παπα Νικόλα, πατέρα των Σταυροπουλαίων, φίλων των μεγάλων μου αδελφών. Ητανε ψιλός με άσπρα μαλλιά και μόνιμα σιγοτραγουδούσε τροπάρια και μοίραζε ευχές με το παραμικρό και σε πρώτη ζήτηση. Πρόσχαρος άνθρωπος κι ευτυχισμένος ανάμεσα στις τρείς θυγατέρες του και τους δυό του γιούς. Μη σου φαίνεται περίεργο. Εκείνα τα χρόνια εύκολα ζωντάνευαν οι σελίδες των παραμυθιών, όπου διαβάζαμε γιά φτωχούς κι ευτυχισμένους με πολλά παιδιά. Ισως εκτιμούσαν οι άνθρωποι διαφορετικά την καθημερινή τους ζωή, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει από τα ερείπια ενός σκληρού πολέμου.
Τον θυμάμαι στην αυλή του σπιτιού του τα καλοκαίρια να πλένεται μ’εναν κουβά νερό, φορώντας ένα τριμμένο άσπρο φανελάκι κι ένα σκούρο πάντα παντελόνι, καθότι παπάς και μου φαινότανε παράξενο πως είναι δυνατόν και οι παπάδες να φοράνε τα ρούχα που φορούσε όλος ο κόσμος.
- Γιαβρί μου θα’ρθείς την Κυριακή στην εκκλησία, έτσι; Να πείς και τ’αδέρφια σου. Και τη Φωτίκα, Φωτίκα την έλεγε τη μάνα μου.
Μου τα’λεγε αυτά κάθε φορά που ανταμώναμε, λες και φοβόταν μη του ξεφύγω από το δρόμο του Θεού. Για τον πατέρα μου δεν έκανε λόγο, αφού ήξερε πως πήγαινε στην εκκλησία όταν είχε τα ζόρια ή το επέβαλαν οι κοινωνικές περιστάσεις.
Από την πίσω μεριά του Τσιφλικιού, προς τη μεριά της κορδέλας του Γεωργιάδη, καθότανε η Νίκη. Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι από κείνο το χλωρό κορίτσι, παρά μόνο πως ήταν πολύ όμορφη, απόμακρη γιά τα μέτρα μου, γιατί τότε περνούσα την οικογένειά της γιά ιδιαίτερα εύπορη. Οσο μπορούσα να συλλάβω τέτοιες έννοιες στα έξι μου χρόνια.
Στην εσωτερική αυλή του Τσιφλικιού καθότανε από τη δεξιά μεριά όπως μπαίναμε, η κυρά Μαρίκα Κιόρογλου, μιά θρακιώτικη ευγενική μορφή θεώρατη κι όμορφη, με δυό γιούς που δούλευαν στα γιαπιά και που σπάνια τους έβλεπα, γιατί φεύγανε χαράματα και γυρνούσανε αργά το βράδυ, διότι τότε πού οχτάωρα και τέτοια.
Φορούσε μαύρα, όπως άλλωστε και οι περισσότερες γυναίκες εκείνα τα χρόνια, αφού σ’αυτές χρεωνότανε η διατήρηση του πένθους από πυκνούς, πυκνότατους θανάτους που ξεκινούσαν από τα γεγονότα της εποχής και κατέληγαν στις αγιάτρευτες ακόμα από την επιστήμη αρρώστιες.
Οποτε έμπαινα στο σπίτι της ένοιωθα, κάτω από τη γλυκειά της ματιά, μιάν υπάκουη αναστάτωση και περιεργαζόμουνα μ'εναν σιωπηλό θαυμασμό κάθε αντικείμενο, από τη ραπτομηχανή της μέχρι τα καφελίκια της.
Είχε στο τοίχο του δωματίου τις φωτογραφίες του άντρα της που σκοτώθηκε στο Αλβανικό μέτωπο και της αδερφής της που έφυγε νωρίς από φυματίωση που εκείνο τον καιρό θέριζε αλύπητα. Πάνω στο μικρό και φθηνό κομοδίνο και δίπλα στη ραπτομηχανή, είχε ένα ξύλινο λακαρισμένο κουτί με λίγες φωτογραφίες και πολλές κάρτες από χώρες μακρινές που τις έστελνε ο αδερφός της όσο ζούσε, από τα ταξείδια του με ένα γκαζάδικο που βούλιαξε στον Ινδικό και τον πήρε μαζί του. Αφού τέλειωνε την πάστρα και το φαγητό του σπιτιού, έμενε ώρες και ώρες καθισμένη σε μιά παλιά πολυθρόνα, να βυθίζεται στις σκέψεις της.
Πέθανε ένα απόγευμα στη πολυθρόνα της ήσυχα και σεμνά, όπως έζησε, γιά να συναντήσει όλους αυτούς που σιωπηλά κουβαλούσε μέσα της και τη συντρόφευαν σ’ολα της τα χρόνια.



*
Κάθε χρόνο την παραμονή του Αγίου Ελευθερίου η μάνα μου με στόλιζε με καθαρές αλλαξιές και με πήγαινε στο παρεκκλήσι του αγίου, που βρισκότανε μέσα στις φυλακές, οι οποίες στεγαζότανε τότε στο σημερινό δικαστικό μέγαρο. Βλέπεις καταργήσαμε τις φυλακές και τις κάναμε δικαστήρια γιά να τους βάζουμε στις φυλακές. Τρελλά πράμματα.
Ηταν ένα κτίριο τετράγωνο περίπου και τεράστιο, με την πίσω μεριά του νάχει έναν ψηλό αυλόγυρο τριπλάσιο περίπου σε περιφέρεια από τον όγκο του κτιρίου. Οποτε περνούσα από κεί, και πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να θέλει να το κάνει, έβλεπα κανένα χέρι πιασμένο στο παράθυρο ή κανένα πρόσωπο να κοιτά αρπαχτικά και πεινασμένα το δρόμο. Καμμιά φορά άκουγες και τραγούδια σαν αυτά που λένε οι μπογιατζήδες με τις ώρες όταν βάφουν. Εγώ βέβαια φανταζόμουνα οιμωγές και θρήνους, κι όταν με πήγαινε η μάνα μου στο καθιερωμένο ετήσιό της τάμα, τους έβλεπα να κάθονται στις γωνιές σύριζα στον τοίχο και να καπνίζουν, έχοντας ένα μάτι θολό και κουρασμένο μερικοί από αυτούς, ενώ οι περισσότεροι κουβέντιαζαν ζωηρά κι αστειευόντουσαν μεταξύ τους σα να μη συνέβαινε τίποτα, γεγονός βεβαίως που μ' εντυπωσίαζε.
Η μάνα μου ποτέ δεν μου έδωσε καμμιά σαφή εξήγηση αυτού του τάματος. Αλλωτε μούλεγε πως ήταν τάξιμο από την απελευθέρωση, άλλωτε πως, όταν μικρός έπαθα διφθερίτιδα, γιατρεύτηκα τη μέρα του Αγίου κι άλλωτε πως
- Λευτέρη σε λένε που ήθελες να σε πηγαίνω.
Τελικά κατέληξα στην άποψη ότι, αφού οι μεγάλοι κρατούσανε πολλά μυστικά γιά τον εαυτό τους, με πήγαινε γιά όλους τους παραπάνω λόγους.
Θυμάμαι έναν υγρό, σκοτεινό και ψηλό διάδρομο, εκεί που τώρα είναι το ποινικό τμήμα και οι καταθέσεις των εταιρικών, που στο βαθος του ήταν ένας μικρός διαμορφωμένος χώρος γιά εκκλησιά, με ένα ιερό ακόμα πιό σκοτεινό κι απόκοσμο. Μ' εβαζε να προσκυνήσω, έκανε κι αυτή το σταυρό της και σε δυό λεπτά μ' επαιρνε και φεύγαμε. Τόβλεπα πως σφιγγόταν η ψυχή της εκεί μέσα.
Τη συνήθεια αυτή τη σταματήσαμε με κοινή μας απόφαση, όταν πιά έγινα δέκα χρονώ και ντρεπόμουνα να με σέρνει ως κατοικίδιο επειδή έτσι πίστευε πως ικανοποιούσε σωστότερα τις θρησκευτικές της ανάγκες.



*
Ενα βράδυ όταν ήμουν έξι ή εφτά χρονώ, έξω από την τότε ταβέρνα του Καπράλου και προς τη μεριά που πυκνές λόχμες και ψηλά καλάμια πήγαιναν παράλληλα με το δρόμο που οδηγούσε στα σφαγεία, με σταμάτησε ένας πενηνταπεντάρης με ποδήλατο, με οδήγησε πίσω από κάτι θάμνους, έβγαλε το ευμεγέθες γιά τα μάτια μου εργαλείο του και με προέτρεψε ευγενικά να το πιάσω και να το κουνήσω. Ετσι είπε, να το κουνήσω. Εγώ βέβαια άσχετος περί τα σεξουαλικά τότε, έκανα ό,τι μου είπε. Περιττό να σημειώσω ότι υπήρξα πολύ τυχερός, που οι επιθυμίες εκείνου του χριστιανού περιορίσθηκαν στο να του το κουνήσω, άγαρμπα μάλλον, μη γνωρίζοντας τη χρησιμότητά του. Θάχε φαίνεται κανένα ερωτικό ραντεβού ο ένθρωπος και ήθελε να προετοιμασθεί κατάλληλα ή δεν τον έπαιρνε να κάνει χειρότερες πράξεις, γιατί ο δρόμος εκεί δεν ήταν και πολύ έρημος.
Υστερα στο σπίτι, μ'ολη μου την αφέλεια, κι έχοντας την εντύπωση ότι έζησα κάτι το ξεχωριστό, το είπα στη μάνα μου και στον πατέρα μου, ο οποίος σα να τον χτύπησε ξαφνικά κεραυνός, άφησε στη μάνα μου να μου εξηγήσει τα ανεξήγητα, έφυγε τρέχοντας από το σπίτι, πήρε το γιό του Μανόλη του Καπράλου, τον Θωμά και, ψάχναν όλη τη νύχτα να βρούν το δράστη και να τον σπάσουν στο ξύλο.
Μου έκανε εντύπωση η ταραχή των δικών μου κι απλώθηκε μέσα μου κάτι μυστηριακό και διογκωμένα ένοχο, χωρίς να καταλαβαίνω πολλά πράγματα, αλλά κάπου στο βάθος της καρδιάς μου, πρωτοσχηματίσθηκε η γεύση της ένοχης πράξης.


*
Στο σπίτι του Νίκου, ενός παιδιού στην ηλικία των αδελφών μου, που τον είχανε τότε γιά το ζιζάνιο της γειτονιάς, υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι αρκετά ψηλά και σε περίεργη θέση βαλμένο, που όταν το κοιτούσες από έξω, νόμιζες πως το βάλανε στο σημείο εκείνο τυχαία, αλλά κι από μέσα, αυτός που ήθελε να δεί από εκεί, έπρεπε να σηκωθεί σίγουρα στις μύτες των ποδιών του ή να πάρει καρέκλα γιά να το φτάσει.
Από κεί λοιπόν ο Νίκος παραμόνευε πότε θα περνούσανε τ'αδέλφια μου και τους έριχνε νερό με μιά σύριγγα από καλάμι, αυτοσχέδιο κι αυτό παιχνίδι εκείνων των χρόνων.
Παίρναμε δηλαδή ένα χοντρό καλάμι, το κόβαμε με μαχαίρι στην μιάν άκρη του πριν τον κόμπο και στην άλλη του άκρη αμέσως μετά τον κόμπο. Από αυτή τη μεριά κάναμε μιά μικρή τρύπα, όσο θέλαμε να τρέχει το νερό σαν πήδακας. Μετά παίρναμε ένα λεπτότερο καλάμι, ώστε να μπαινοβγαίνει με άνεση μέσα στο χοντρό. Στην άκρη του τυλίγαμε ένα κομμάτι λάστιχο που το δέναμε γερά με σπάγγο. Πού τότε πλαστικά και τέτοια. Στη συνέχεια τραβούσαμε με το καλάμι νερό, φέρνοντας προς τα έξω το μικρό εσωτερικό καλάμι, σαν τη σύριγγα δηλαδή και ύστερα το πετούσαμε πιέζοντας το με δύναμη στον αντίπαλο.
Το παιχνίδι αυτό δεν ήτανε βέβαια γιά τα κρύα του χειμώνα κι όποτε ο Νίκος τους περίμενε κρυφά και τους έβρεχε, άκουγε της χρονιάς του και πολύ ταχτικά τ'αδέλφια μου τον καταχέριζαν γιά κείνα του τα χειμωνιάτικα καμώματα.
Παιχνίδια που είχανε να κάνουν με το χώμα, το νερό και τη φωτιά. Συνήθως παραμονές Πάσχα τ'αδέλφια μου μαζί με τ'αλλα παιδιά της γειτονιάς αγόραζαν ασετιλήνη, έπαιρναν ένα άδειο μεταλικό κουτί από κονσέρβα, συνήθως γάλατος ή από κείνες τις κονσέρβες της Αμερικάνικης βοήθειας χρώματος λαδί, που είχανε ξεμείνει από το πόλεμο και τις πουλούσανε ακόμα κάτι όψιμοι μαυραγορίτες, και σκάβανε στο χώμα μιά μικρή τρύπα, όση και το κουτί της κονσέρβας. Γεμίζανε την τρύπα νερό, έριχναν μέσα δυό τρία κομμάτια ασετιλήνη και την καπάκωναν με το κουτί ανάποδα, όπου στο πάνω μέρος του είχανε ανοίξει μιά μικρή τρύπα. Η ασετιλήνη με το νερό γινότανε αέριο που έβγαινε με δυσκολία από τη τρύπα του μεταλικού κουτιού. Ανάβανε με σπίρτο την άκρη της τρύπας και περιμένανε η πίεση των αερίων να κάνει τη δουλειά της, πετώντας με δύναμη ψηλά το μεταλικό κουτί.
Ετσι ξέσχισε τη μύτη του ο αδελφός μου ο Βασίλης. Ητανε παραμονές Πάσχα κι όλα τα παιδιά της γειτονιάς, είχαν αρχίσει να παίρνουν προκαταβολές από τη βραδυά της Ανάστασης που αναμένανε. Στην αλάνα που λέγαμε, ετοίμασαν πάλι τη γούβα με το κουτί, ανάψανε την άκρη της τρύπας και περιμένανε την έκρηξη. Η ασετιλήνη αργούσε να κάνει το μπούμ κι ο αδελφός μου πλησίασε από πάνω να δεί τι συμβαίνει. Την ώρα εκείνη βέβαια διάλεξε και το κουτί να κάνει τα δικά του κι έγινε η έκρηξη. Το κουτί τινάχθηκε με δύναμη προς τα πάνω κι έκανε κομμάτια τη μύτη του.
Ο Μπακράτσας βρήκε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τα όσα προέλεγε.
- Αμ τα΄λεγα εγώ. Α, τώρα στις γιατροί και στα φάρμακα. Να μπεί μυαλό απ’τον πόνο, καημένε Βασιλάκο. Μπρέ του σατανά πράμματα γίνουνται παιχνίδια;
Με κλάματα και κρατώντας τη μύτη του, έφτασε στο σπίτι όπου αναστατώθηκαν όλοι και τρέχανε πασχαλιάτικα στους γιατρούς.
Τα παθήματα βεβαίως εν μέρει γίνονται μαθήματα, γιά λίγο μόνο καιρό σταμάτησε αυτό το παιχνίδι, αλλά τουλάχιστον όταν αργούσε να επισυμβεί η πολυπόθητη έκρηξη, κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει κοντά. Μόνο ο Μπακράτσας έδειχνε δικαιωμένος.
- Αϊ τώρα να σταυρώστε ξανά σετιλίνια μετιλίνια γιά να κάντε ταραχή. Οι μύτες μπρε χρειάζονται, δεν είναι για μπουρλώτο. Εκανε μιά παύση για να βρει τη συνέχεια.
- Πού θα μπαίνει το μουστάκι μπρέ χαϊβάνια.


*
Με τα παιχνίδια που κάθε ηλικία αλλά και κάθε εποχή, έχει να τα παιδεύει και να παιδεύεται, η σχέση μου δεν ήταν απ' ό,τι θυμάμαι τίποτα το πρωτότυπο.
Το χώμα, το νερό και η φωτιά στα χρόνια τα δικά μου είχανε χαθεί και τα παιχνίδια ήτανε καμωμένα από λούξ πλαστικά, που καταντούσανε μιά διασκέδαση γιά αυτιστικούς. Τα λέγκο, τα παζλ και τα πανάκριβα παιχνίδια της Ραβενσμπούργκερ που μαζί τους μεγάλωσα, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να χτίζουν το μέσα μας, καλλιεργώντας από τα παιδικά μας χρόνια, ένα αίσθημα μοναξιάς καλοντυμένο με γνώση, μέθοδο και λύσεις, πάντα και γιά κάθε πρόβλημα, λες και έπρεπε όλα να τα λύσουμε, χωρίς να μας περνά καθόλου από το νού ότι μερικά έπρεπε να μένουν άλυτα όπως ο Θεός, η λαχτάρα, το πάθος και η μοναξιά, ίσως και μπορέσουμε έτσι να διατηρήσουμε εκείνη η βαθειά επιθυμία γιά τη ζωή που την κάνει αναντικατάστατη.
Αλλά μοιραία συνέβαινε το αντίθετο. Κάθε γενιά όλο κι από κάτι είχε να παραιτηθεί. Η τελευταία φορά που πήδηξα φωτιές του Αϊ Γιαννιού, ήτανε στην ηλικία των δώδεκα χρόνων κι όταν αρχίζει να χιονίζει σκέφτομαι τη λασπουριά της επόμενης μέρας. Τα παιδιά μας ίσως καταργήσουν κι αυτό ακόμα το εορτολόγιο.



*
Τον θειό μου τον Βασίλη τον θυμόμουνα πολύ καλά κι από μικρός. Ζούσε στην Αγγλία και ήταν ψυχίατρος κάπου στο Μάτσεστερ. Ερχότανε κάθε καλοκαίρι κι έφερνε μαζί του όλες τις οικογένειές του.
Είχε παντρευτεί αρχικά στην Ελλάδα με ελληνίδα και πήγε στην Αγγλία όπου και χώρισε αμέσως. Ξαναπαντρεύτηκε με αγγλίδα και έκανε μαζί της τρία παιδιά. Μετά από δεκαεφτά χρόνια γάμου, χώρισε και παντρεύτηκε γιά τρίτη φορά πάλι με αγγλίδα κι έκανε μαζί της άλλα τρία παιδιά. Ξόδευε σχεδόν όλα του τα χρήματα στις διατροφές και κάθε Σαββατοκύριακο τον έβρισκες πάντα σε διάφορα λούνα πάρκ και παιχνιδάδικα με τους γιούς και με τις κόρεςτου.
Ητανε αρπαγμένος με την Ελλάδα σε σημείο που ονόμασε τον μικρό του γιό Αλέξανδρο και ήθελε να βγάλει τη μικρή του κόρη Θεσσαλονίκη. Τον μεταπείσανε με δυσκολία τ'αδέρφια του, γιατί το κορίτσι βέβαια δεν έφταιγε σε τίποτα να κουβαλά ένα όνομα που θα έκανε τους άλλους να βάζουνε τα γέλεια.
Ερχότανε ντυμένος μ' ό,τι ανάποδο έβρισκε γύρω του. Ζούσε όπως όλοι οι Ελληνες της διασποράς, με εκείνο το μπερδεμένο αίσθημα που δεν ήξερε ν'αποφασίσει άν οι Ελληνες είναι ο περιούσιος λαός με το δαιμόνιο της φυλής που τον έκανε πάντα να μεγαλουργεί ή το χειρότερο ζωντανό του κόσμου.
Ητανε δε, όπως άλλωστε κι όλοι οι ψυχίατροι, τρελλός και παλαβός στην καθημερινή του ζωή και δοκίμαζε τα καινούρια φάρμακα πάνω του με παρενέργειες πολλές φορές επικίνδυνες.
Αγαπούσε την Ελλάδα αθεράπευτα κι όποτε ερχότανε, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, αγόραζε ό,τι τσολιάδες, βλαχοπούλες κι αμφορείς έβρισκε μπροστά του γιά να του θυμίζουν τη πατρίδα του και τους αρχαίους μας προγόνους ειδικώτερα, και τα’ παιρνε μαζί του στην Αγγλία.
Έπαιρνε τα παιδιά του και τα γύριζε από δώ κι από κεί στις Σέρρες, εκλαμβάνοντας τα τετριμμένα ως μοναδικά και νομίζοντας ότι τους δείχνει ότι πιό όμορφο έκανε ο Θεός στην πλάση. Τα τάϊζε μπουγάτσες και σουβλάκια και ήταν τα μόνα πράγματα που τα παιδιά του έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον μέσα στον καταιγισμό των προσφορών του πατέρα τους.
Τα παιδιά του έμειναν μόνιμα στην Αγγλία και βρεθήκαμε σπάνια όλα αυτά τα χρόνια.



ΟΔΟΣ ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ


*
Το σπίτι της οδού Αγησιλάου ήταν δίπλα στο φούρνο του Βλαμπάκη, νοτιοανατολικά της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού. Τότε οι φούρνοι αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο το επίκεντρο της γειτονιάς γιατί εκείνα τα χρόνια το ψωμί είχε μεγάλη αξία. Οχι τόσο σαν χρήμα αλλά σαν μιά αόριστη έννοια ταυτισμένη με τον ανθρώπινο μόχθο και τη νοικοκυροσύνη. Κι όταν έπρεπε να πετάξουμε ψωμί, είτε γιατί είχαμε χορτάσει είτε γιατί είχε μουχλιάσει, πράματα σπάνια δηλαδή, έπρεπε πρώτα να το φιλήσουμε με σεβασμό και μετά να το αποθέσουμε σε μιά γωνιά. Οι φούρνοι λοιπόν συγκέντρωναν το σεβασμό μας και ήτανε το σημείο αναφοράς γιά πολλά πράματα. Ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές ήτανε κάτι σαν τα εκλογικά τμήματα την ημέρα των εκλογών. Τσουρέκια πηγαινορχόντουσαν, αρνάκια σε ταψιά μπαινόβγαιναν και σα ζουζούνια παίζαμε κι εμείς εκεί γύρω, γιά να μας έρχονται οι μυρωδιές και οι προσμονή ενός γιορτινού τραπεζιού που θάχε πάνω πράματα και θάματα εξω από τα καθημερινά και συνηθισμένα.
Καθόμασταν λοιπόν στο μισό από ένα διώροφο της συμφοράς, μικρό και στενό, με μιά μικρή ξύλινη σκάλα που σ'ανέβαζε επάνω. Στο άλλο μισό, εξωτερικά φαινόταν ένα σπίτι, καθόταν ο παπά - Φώτης που η κόρη του έκανε τότε παρέα με την αδερφή μου την Ελένη.
Εκεί κοντά ήταν και το χαμάμ, έτσι το λέγανε, χαμάμ, χωρίς άλλο πρόσθετο προσδιοριστικό κι αυτό νομίζω γιατί δεν είχε άλλο χαμάμ στη πόλη σε μεγάλη ακτίνα γύρω από μας. Πήγαινε λοιπόν εκεί η μάνα μου, συνήθως μαζί με τρείς τέσσερις γειτόνισες και γυρνούσανε τυλιγμένες στα μπουρνούζια και κατακόκκινες από το τρίψιμο. Το προνόμιο του χαμάμ δέν ίσχυε γιά μας. Πού λεφτά τότε γιά πέντε νοματέους.
Γιά μας υπήρχε κάθε Σάββατο η σκάφη. Ηταν μιά διαδικασία που άρχιζε από νωρίς γιά να προλάβουμε. Εμπαινε το καζάνι στην αυλή γιά το ζεστό νερό κι αρχίζαμε απ' τον μικρότερο. Μ'εβαζε η μάνα μου τσίτσιδο παρά τις αντιρρήσεις μου κι άρχιζε από τα πόδια ανεβαίνοντας σιγά σιγά στο κεφάλι, όπου την περίμεναν τα γοερά μου κλάματα από το τσούξιμο των ματιών. Τα υπόλοιπα αδέλφια μου βέβαια δεν είχαν την ανάγκη βοηθού, αφού λόγω ηλικίας τα κατάφερναν μόνοι τους. Το μαρτύριο όμως γιά όλους μας ήταν ο χειμώνας, όπου το μπάνιο αποκτούσε διαστάσεις βασανιστηρίου, με δόντια που κροτάλιζαν συνέχεια και δέρμα τσιτωμένο από την μόνιμη ανατριχίλα της παγωνιάς.
Εκείνα τα χρόνια σπάνια υπήρχανε σπίτια που είχαν τη πολυτέλεια νάχουν δυό και τρείς σόμπες γιά να ζεσταίνουνε όλους τους χώρους. Ετσι κι εμείς αναγκαζόμασταν να κάνουμε μπάνιο στη κουζίνα, που βέβαια δεν είχε θέρμανση, με όλα τα βασανιστικά από αυτό επακόλουθα.

*
Ο φούρνος του Βλαμπάκη ήταν κι αυτός ένα παλιό τούρκικο σπίτι, που στην μπροστινή του πλευρά είχε το φούρνο και στη συνέχεια υπήρχε η κατοικία του φουρνάρη. Οπως και του Μασούρα δηλαδή. Ηταν ένα περίεργο κτίσμα από τη μέσα του πλευρά. Από το τελευταίο δωμάτιο του σπιτιού και προς την κατεύθυνση του φούρνου, ξεκινούσε ένας μακρύς χαμηλός διάδρομος που από την μεριά του δρόμου είχε μικρά παραθυράκια κι από την μέσα του πλευρά έναν καμπύλο τοίχο που πρέπει να ήτανε η εξωτερική μεριά του φούρνου αφού ήταν μόνιμα ζεστός.
Κάναμε παρέα τότε με τον γιό του τον Χρήστο. Ενα χοντρό παιδί που είχα την εντύπωση πως ήταν παχύ από την δουλειά του πατέρα του. Ητανε μόνιμα ιδρωμένος και φωνακλάς, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά κατά τη γνώμη του με τα παιχνίδια που τότε παίζαμε. Παραπονιάρης με το τίποτα, πολλές φορές μας ανάγκαζε να του παραχωρούμε περισσότερα από όσα το αίσθημα δικαίου της ηλικίας μας το επέτρεπε και συχνά χαλούσε το παιχνίδι όταν πιά οι απαιτήσεις του ήταν παράλογες.
Αλλά ήταν και καλό παιδί. Μ'επαιρνε μέσα στο σπίτι τους και μου έδινε να τρώω κουλούρια από αυτά που περίσσευαν από τη γύρα, τα μπαγιάτικα. Δεν ήταν βέβαια η πείνα, θάταν ντροπή να πώ κάτι τέτοιο, αλλά η άλλη γεύση και η μαγεία του ότι αυτό που έτρωγα το αγοράζανε με χρήματα, που τότε βέβαια κανείς μας δεν είχε. Σπάνια πράμματα δηλαδή.
Ο δρόμος μπροστά από κείνο τον φούρνο ήταν καλντερίμι. Ενα καλντερίμι περίεργο, εξογκωμένο στο κέντρο σαν φουσκωμένο ψωμί, που κατέληγε να χαμηλώνει καμπυλωτά στις άκρες του, με αποτέλεσμα να βρίζουν όσοι περνούσαν με τα κάρα τους, ιδίως όταν τους πέφτανε τα εμπορεύματα. Στις διασταυρώσεις μάλιστα με άλλο κάρο, η κατάσταση γινότανε ακόμα πιό περίπλοκη αφού γιά να περάσουν, και τα δύο αναγκαζότανε να πάνε στην άκρη του δρόμου, όπου η κλίση ήταν μεγαλύτερη και ως εκ τούτου, ο κίνδυνος γιά τα εμπορεύματα σχεδόν σίγουρος.


*
Ο πατέρας μου γιά να τα φέρει βόλτα, οκτώ στόματα ήταν αυτά, αγόραζε χοντρικά φυστίκια από τους χοντρέμπορους της οδού Ερμού και ζελατίνα, και καθόμασταν όλοι τα βράδυα, κόβαμε τη ζελατίνα σε κομάτια, τα κάναμε σακουλάκια που τα κολούσαμε με κόλλα και τα γεμίζαμε με φυστίκια. Επειτα τα πήγαινε και τα πουλούσε δεν ξέρω σε ποιούς, γιατί ποτέ δεν θυμάμαι να πουλήσανε τ'αδέλφια μου. Μόνο πότε πότε τους απειλούσε, συνήθως όταν κάτι δεν πήγαινε καλά με τα μαθήματα.
- Κακομοίρηδες, τους έλεγε, βάρδα και μη μου έρθετε με μικρούς βαθμούς. Θα σας αμολήσω μ’ένα καλάθι στη γύρα να πουλάτε φιστίκια.
Τρόμαζα με την ιδέα για λογαριασμό των αδερφών μου, αφού τότε ακόμα ήμουνα μικρός και η απειλή δεν απευθυνότανε σε μένα. Το είχα σα μεγάλο κακό να φαντάζομαι τ’αδέρφια μου στους δρόμους να πουλάνε φιστίκια κι από τότε συνέδεσα την δουλειά με την τιμωρία και τη ντροπή.
Αφού να σκεφτείς όταν ήμουν στις χρονιές του πτυχίου στη Θεσσαλονίκη, που την αγαπούσα τότε παθολογικά και ήθελα να μείνω εκεί, αποφάσισα να βρώ δουλειά. Από τις Σέρρες μου είχε στείλει χαμπέρι ο πατέρας μου ότι, αν θέλω Θεσσαλονίκη, να έπαιρνα τους δρόμους και να έβρισκα δουλειά, αυτός τέρμα το χρήμα, και κατέληγε
- Αμάν πιά, εφτά χρόνια σε σπουδάζω.
Βγήκα λοιπόν στη γύρα ως πλασιέ και κρατούσα θυμάμαι σα ζεματισμένος μιά τσάντα γεμάτη με σελοτέιπ. Τότε ήταν τις μόδας σαν καινούριο προϊόν, και τέτοια σκέφτηκα να πουλήσω. Περνούσα λοιπόν έξω από τα μαγαζιά, κοντοστεκόμουν και σκεφτόμουνα ότι, άν πήγαινα να τους τα πουλήσω, θα με κοιτούσανε ψυχρά κι ανάποδα αποδιώχνοντάς με.
- Φύγε, δεν θέλουμε.
Οπότε και προκαταβολικά ένοιωθα να με πνίγουν κύματα προσβολής από τον σκαιό τους τρόπο κι έτσι δεν έμπαινα μέσα και τελικά βέβαια δεν πούλησα τίποτα. Μόνο δύο πακέτα στο ράφτη μου κι εκείνα σχεδόν με το ζόρι, γιατί βέβαια καμιά ανάγκη δεν τα είχε, αφού μέχρι να τα ξοδέψει γιά το περιτύλιγμα των κοστουμιών που θα έραβε, πολύ πιό πριν θα είχε βγει στη σύνταξη.
Αυτό το μαρτύριο κράτησε δυό μέρες. Υστερα από λίγο μετακόμισα οριστικά στις Σέρρες.

*
Οταν μέναμε στην Αγησιλάου πρέπει νάταν οι χρονιές που πήγαινα στο νηπιαγωγείο. Και λέω χρονιές γιατί ήτανε δύο, όπως αργότερα με διαβεβαίωσε η μάνα μου. Στεγαζότανε τότε στο ορφανοτροφείο αρρένων της οδού Βενιζέλου, μακρυά από το σπίτι που καθόμασταν μισή ώρα δρόμο. Με πήγαινε το πρωί η μάνα μου και με έπαιρνε αργά το μεσημέρι.
Τα παιδιά του ορφανοτροφείου τα βλέπαμε από το παράθυρο να κάνουνε συνέχεια δουλειές. Σκάβανε την αυλή και τη διαμορφώνανε σε κήπο, τα πηγαίνανε στα περίχωρα της πόλης γιά δεντροφύτευση ή στη Γεωργική Σχολή, που βρισκότανε κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, γιά πρόσθετα χέρια στη σκληρή δουλειά των βουστασίων που διατηρούσανε εκεί.
Φορούσανε πηλήκιο και τα ρούχα τους ήταν συνήθως κοντά, σημάδι πως τα περισσότερα ήταν στην ανάπτυξη και δεν τα προλαβαίναν στα μεγέθη.
Στο δρόμο του γυρισμού γιά το σπίτι η μάνα μου τις περισσότερες φορές μου αγόραζε ένα ζαχαρωτό τσολιαδάκι. Ηταν ένα από κείνα τα φθηνά γλυκά που τάβαζες στο στόμα κι έλοιωναν αμέσως. Το περίμενα πώς και πώς, τόβαζα στο στόμα μου και πάντα απορούσα, πώς ήταν δυνατό να εξαφανίζεται μέσα μου, χωρίς να το μασήσω καθόλου.
Σ'εκείνο το νηπιαγωγείο κάθε χρόνο, που δεν θυμάμαι όμως γιά ποιά αιτία, κάνανε γιορτή και μας δίνανε δώρα. Οχι, όχι στάσου, θυμήθηκα. Υπήρχε και χριστουγενιάτικο δέντρο. Επομένως Χριστούγεννα. Εκεί λοιπόν μας δίνανε στον καθέναν από ένα δώρο. Εμένα πάντα μου τύχαινε μπάλα. Κι ούτε που την ήθελα. Από τότε χρονολογείται και η πλήρης αδιαφορία μου γιά το ποδόσφαιρο. Αφού να φανταστείς, πρίν λίγο καιρό έμαθα ότι μιά ποδοσφαιρική ομάδα έχει ένδεκα άτομα. Μόνο κατσούφιαζα έτοιμος να κλάψω και κοιτούσα αυτούς που, πιό τυχεροί από μένα, τους δίνανε ως δώρο κανένα πιστόλι, που ήταν μόνιμα η λαχτάρα μου.
Εκείνο τον καιρό μας έδιναν και μουρουνόλαδο. Μιά κουταλιά γιά τον καθένα. Μάς βάζανε στη σειρά μετά το πρωινό ρόφημα που συνήθως ήτανε γάλα από σκόνη, μιά σκόνη κίτρινη σαν το θειάφι που τότε έστελνε αφειδώς η αμερικάνικη βοήθεια ή ένα τσάι σαν κατράμι κι αναλάμβανε η κυρά Σωσώ, μιά ηλικιωμένη τραπεζοκόμος, να διεκπεραιώσει το άχαρο καθήκον, που αυτή βέβαια εκλάμβανε ως λειτούργημα, εφόσον μας έσωζε από την αβιταμίνωση. Μαρτύριο. Κι άν τολμούσε κανείς να το φτύσει στα κρυφά, και που πάντα βέβαια τον ανακάλυπταν, πού τότε ως πιτσιρίκια να αναπτύξουμε μηχανισμούς γιά κρυφές πράξεις, το αφτί του άναβε από το τράβηγμα και κατάπινε καινούργια κουταλιά κι ενισχυμένη κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της τραπεζοκόμου.



*
Ο πατέρας μου είχε ένα ποδήλατο. Ηταν ένα Χούβερ μαύρο, θεόρατο μπροστά στα μάτια μου, αφού τότε οι διαστάσεις μου δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερες από αυτό.
Οταν το καβαλούσε έβαζε στο δεξί του πόδι ένα μεταλικό κυκλικό έλασμα, ειδική κατασκευή γι'αυτή τη δουλειά, γιά να μη λερώνεται το μπατζάκι του από τα λάδια της αλυσίδας. Τότε τα μπατζάκια στα πανταλόνια ήταν φαρδιά. Μετά στένεψαν, ύστερα παραστένεψαν, μετά γίνανε πάλι φαρδιά, τότε που τα ονόμασαν καμπάνες και ύστερα πάλι στενά. Τόσες οι αλλαγές που να χάνει κανείς το λογαριασμό και μιά φωτογραφία παλιά, να μην ξέρεις αν ανήκει στην εποχή της ή είναι τώρα βγαλμένη, αν μείνει να την ξεχωρίσεις από τα ρούχα.
Ελεγα λοιπόν γιά το ποδήλατο. Περίπου τότε, στην ηλικία δηλαδή των εννιά χρονών, ξεκίνησα να μαθαίνω και να κουμαντάρω αυτό το θεόρατο μηχάνημα, που σε ελάχιστο χρόνο σε πήγαινε από τη μιάν άκρη της πόλης στην άλλη. Το κεφάλι μου νάταν λίγο πιό πάνω από το τιμόνι του ποδηλάτου κι αφού δεν μπορούσα να το καβαλήσω κανονικά, έχωνα το δεξί μου πόδι μέσα στο τρίγωνο που σχημάτιζε το καδρόνι του ποδηλάτου με τους δυό σωλήνες που κατέληγαν στα πηδάλια, κι έμαθα να το κουμαντάρω μ'αυτόν τον ανορθόδοξο και στραβοκάνικο τρόπο, που όμως έκανε τη δουλειά του. Μιά φορά όμως, επειδή ως μικρός αγνοούσα τους νόμους της φυσικής και θέλοντας να στρίψω έχοντας αρκετή ταχύτητα, δεν τα κατάφερα και βρέθηκα κολλημένος σ’ εναν τοίχο με αποτέλεσμα να γεμίσω αίματα και πρόσθετες λαχτάρες στη μάνα μου. Είχα θυμάμαι μείνει όλος απορία από την αυτονομία της μηχανής, όταν έβλεπα πως το ποδήλατο αρνιότανε να στρίψει και με πήγαινε ξέφρενο εκεί που ήθελε. .Αυτά που λές.
Πολύ αργότερα όταν είδα τον κλέφτη ποδηλάτων του Βιτόριο ντε Σίκα, θυμήθηκα τον πατέρα μου με το ποδήλατο κι ένοιωσα μέσα μου γιά δεπτερόλεπτα, εκείνη την γλυκειά ανατριχίλα της επαναφοράς στη μνήμη τόπων και χρόνων που παλιώσανε μέσα μας με το πέρασμα του χρόνου και ξεχάστηκαν από το βάρος της καθημερινής ανάγκης.


*
Ανάμεσα στις σελίδες των γραφτών βρήκα ένα φύλλο ημερολογίου, από αυτά τα επιτραπέζια που έχουνε στα γραφεία οι διάφορες υπηρεσίες, με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1996 και την έντυπη από κάτω επισημείωση, Ψυχοσάββατον, Ιουστίνου φιλοσόφου, Πύρρου μάρτυρος. Είχε καρφιτσωμένο πάνω του ένα έγγραφο ένστασης, με ενιστάμενο τον πατέρα μου, που απευθυνότανε στον Δήμο Σερρών.
Αισθάνθηκα τη σημαδιακή αυτή ημερομηνία σαν ένα σήμα από τη ψυχή του, αναλογιζόμενος τις μαγικές χρονικές συγκυρίες και το τι, ίσως, προσπαθούν να μας πούν. Το παραθέτω αυτούσιο γιατί πιστεύω ότι έχει, άν όχι άμεση, σίγουρα όμως έμμεση σχέση με τα κείμενα του πατέρα μου.

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΣΕΡΡΩΝ
Ε Ν Σ Τ Α Σ Η
Κ Α Τ Α
Της με αριθμό 12/1996 Πράξης Τακτοποίησης Αναλογισμού Αποζημίωσης στα Ο.Π. 47α και 53α του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Σερρών.
Σέρρες 1 Ιουνίου 1996
Κατά της παραπάνω Πράξης ενίσταμαι γιά τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους.
Επειδή αντίγραφο της παραπάνω Πράξης δεν μου έχει κοινοποιηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα όπως επιτάσσει ο νόμος, αλλά από πληροφορίες έλαβα γνώση αυτής.
Επειδή ως ιδιοκτήτης της με αριθμό 4 ιδιοκτησίας, όπως αυτή περιγράφεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την παραπάνω Πράξη, έχω νόμιμο συμφέρον γιά την προσβολή της, εφ'οσον μ'αυτή απαλλοτριώνεται η ιδιοκτησία μου προκειμένου να διανοιγεί εκεί οδός η οποία είναι αμφίβολο κατά πόσο θα εξυπηρετεί τον σκοπό γιά τον οποίο χαράχθηκε.
Επειδή η παραπάνω πράξη δεν καθορίζει επακριβώς τους δικαιούχους και υποχρέους των αποζημιώσεων και δεν προσδιορίζει τους όγκους των κτισμάτων που απαλλοτριώνονται.
Επειδή πέρα από τους παραπάνω ισχυρισμούς μου που αφορούν τους νομικούς λόγους γιά τους οποίους ζητώ την ακύρωση της Πράξης, θέλω να προσθέσω και τα παρακάτω. Γιά χάρη μιάς υποτιθέμενης καθημερινής μας ευκολίας, κάνουμε τη ζωή μας όλο και πιό πολύπλοκη και συνεπώς αφόρητη στο να τη ζούμε. Εχουμε φορτώσει τη ψυχή μας αυτοκινητόδρομους, κόρνες, φρεναρίσματα κι ό,τι άλλο, που μας γεμίζει με μιά ασθμαίνουσα ταχύτητα, ενώ οι αρχικές προθέσεις μας ξεκινούν πάντα από την βελτίωση γιά την ποιότητα της ζωής μας. Χαράσουμε δρόμους γιά να κερδίσουμε έστω και λίγα μέτρα και να φτάσουμε πιό γρήγορα στους προορισμούς μας που δεν έχουν τελειωμό. Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος αυτών των αποφάσεων μας, ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι ισως να είναι αυτό που μας απογυμνώνει από κάθε ανθρωπιά, αφού αποκλειστικό μέλημά μας είναι η ταχύτητα στις συναλλαγές, στο χρόνο και στη διεκπαιρέωση. Δεν προλαβαίνουμε πιά να δούμε στα μάτια τους συνανθρώπους μας. Ενας δρόμος περισσότερος, στη πράξη σημαίνει μιά γειτονιά λιγότερη και μιά γειτονιά λιγότερη έχει σαν αποτέλεσμα την μεταξύ μας αποξένωση που συντελείται ερρήμην των επιθυμιών μας.
Επειδή η ένστασή μου αυτή είναι νόμιμη, βάσιμη, εμπρόθεσμη και αληθής.
ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΖΗΤΩ
Να ακυρωθεί η προσβαλόμενη πράξη Τακτοποίησης Αναλογισμού Αποζημίωσης στα Ο.Π. 47α και 53α του Σχεδίου πόλης Σερρών που εκδόθηκε από το αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο Σερρών.
Ο ενιστάμενος

Σκεφτόμουν ότι αποτελούσε ειρωνία της τύχης από τη μιά μεριά τα γραφτά του να αναφέρονται στις μετακομίσεις που έζησε μικρός κι από την άλλη, να αγωνίζεται με ενστάσεις, που τελικά δεν κατάφεραν να αποβούν θετικές, γιά να κρατήσει ανέπαφο το σπίτι του, που το θεωρούσε σαν μιά στέρεη και αμετακίνητη απάντηση στις τόσες και τόσες μετακομίσεις που έζησε μικρός.
Δεν ξέρω την τύχη αυτής της πράξης τακτοποίησης. Υποθέτω όμως ότι η ένσταση αυτή επετέλεσε τουλάχιστο προσωρινά το σκοπό της, αφού το πατρικό μας αποφασίσθηκε να κατεδαφισθεί με μεταγενέστερη πράξη τακτοποίησης μετά τριάντα χρόνια περίπου, γιά να αποδειχθεί έτσι ακόμα μιά φορά ότι οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες με παραμέτρους που έχουνε καθορισθεί από συστάσεως της Ελληνικής επικράτειας, έχουν μιά συλλογική μνήμη και θέληση, που με τον καιρό αποκτά μιά υπόσταση ανεξάρτητη από αυτούς που κατά καιρούς την επανδρώνουν. Δεν έχουν ηλικία. Γι'αυτό και αλώβητες από τη χρονική φθορά, τσακίζουν πιό εύκολα αυτούς που κατά καιρούς βρίσκονται στο δρόμο τους.


*
Σ'αυτή τη γειτονιά με φόβιζαν πολύ τα απογεύματα του χειμώνα, την ώρα που άρχιζε να νυχτώνει. Επεφτε πάνω μου ένας θεόρατος τρόμος. Ολα τα ένοιωθα γύρω μου χωρίς ήχους να με κοιτάζουν αυστηρά κι αυτοί που θα με φύλαγαν μόνιμα απόντες, ή έτσι τουλάχιστον ένοιωθα. Καθόμουνα σφιγμένος δίπλα στο παράθυρο, ακίνητος και μειώνοντας στο ελάχιστο τις κινήσεις μου και την αναπνοή μου και περίμενα.
Εκείνα τα χρόνια σχεδόν κάθε βράδυ, θυμάμαι τον πατέρα μου μόνιμα στεναχωρημένο, να καπνίζει τα βράδυα μετά το φαγητό και νάναι αλλού. Ολα τότε στο σπίτι αποκτούσαν μιά τρομαχτική ησυχία. Μιλούσαμε χαμηλόφωνα πίσω από τις πόρτες στά άλλα δωμάτια και πηγαίναμε νωρίς να σκεπαστούμε με τις κουβέρτες μας, ζητώντας μιά προστασία που κανείς δέν μπορούσε να μας τη δώσει, εκτός από τη μάνα μας που γλιστρούσε αργά το βράδυ δίπλα μας, να μας πεί έναν καλό λόγο και να δικαιολογήσει τη στεναχώρια ή την αυστηρότητα του πατέρα μας.
Να μη λέω όμως μόνο τα στενάχωρα. Οταν ο πατέρας γελούσε και είχε κέφια, όλα ξαστέρωναν στο σπίτι. Με γαργαλούσε με πνιχτές φωνές και γέλια κι εγώ κακάριζα ασταμάτητα προσπαθώντας να του ξεφύγω.
Είχαμε μάθει από τον ήχο της φωνής του, πότε ήταν θυμωμένος και πότε όχι. Αν φώναζε Νανάκο τον αδερφό μου τον Ιορδάνη, αυτός έτρεχε χαρούμενος κουνώντας την ουρά του, άν όμως τον φώναζε Ιορδάνη, πήγαινε κοντά του ζεματισμένος χωρίς να ξέρει ο έρμος το γιατί.
Δύσκολα χρόνια που τα καθόριζε ένα πατέρας αφέντης, με έτοιμη τη τεράστια παλάμη του γιά χαστούκια στη καλύτερη περίπτωση, ενώ γιά τη χειρότερη, που μόνο εγώ είχα το προνόμιο να εισπράττω λόγω τζαναμπέτικου χαρακτήρα, βέργες μουριάς γιά τις παλάμες μου, κομένες με μαχαίρι που μ'εβαζε να τις κόβω ο ίδιος, μεγαλώνοντας έτσι το μαρτύριό μου.
Ισως με τον τρόπο αυτό να ήθελε να μου δείξει ότι η τιμωρία μου δεν ήταν αποτέλεσμα βρασμού ψυχής, αλλά συνειδητή του επιλογή γιά την επαναφορά μου στη τάξη, όπως την καθόριζε βέβαια ο ίδιος με τους δικούς του κανόνες, που τους επέβαλε στο σπιτικό του. Δίκαιο ή άδικο, πίστεψέ με, ακόμα δεν έχω βγάλει τα οριστικά μου συμπεράσματα.


*
Κοντά στο σπίτι της Αγησιλάου καθότανε και η κυρία Νίνα η δασκάλα. Το σπίτι της, λέω βέβαια σπίτι της, θέλοντας να προσδιορίσω το που έμενε, κι όχι την συγκεκριμένη έννοια της ιδιοκτησίας, γιατί τότε κατά πρώτον, δεν ήξερα από ιδιοκτησίες και τέτοια και μου ήταν απόλυτα αδιάφορο και δεύτερον, τώρα που το σκέφτομαι, πιστεύω κανείς από τον φιλικό ή οικογενιακό μας περίγυρο δεν πρέπει τότε να είχε ιδιοκτησία, γιατί συχνές πυκνές ήταν και οι μετακομίσεις τους.
Το σπίτι της κυρίας Νίνας ήταν πολύ όμορφο. Είχε μιάν αυλή πνιγμένη στο πράσινο και στα δέντρα, μεγάλα δέντρα όπου μόνιμα άκουγες πουλιά, πολλά πουλιά να τιτιβίζουν συνέχεια.
Οταν λοιπόν μ'επαιρνε η μάνα μου και πηγαίναμε στην κυρία Ντίνα, όχι κυρά Νίνα, γιατί το κυρία προσέδιδε μιά άλλη διάσταση, απόρροια του πνευματικού της επιπέδου και ως εκ τούτου της κοινωνικής της τάξης, εγώ σ' όλη τη διάρκεια της επίσκεψης δεν έβγαζα άχνα. Χάζευα στην αρχή από μακρυά, πιασμένος από το ρούχο της μάνας μου κι έπειτα από κοντά, τα κατά τη γνώμη μου σπάνια και ακριβά αντικείμενα του σπιτιού. Ντρεπόμουνα όταν μου απηύθηναν το λόγο, μή έχοντας τι να πώ, μόνο κοκκίνιζα και κρυβόμουνα όπου έβρισκα πιό πρόχειρα.
Σ'αυτές τις επισκέψεις που ξεκινούσαν πάντα με ιστορίες από τη πατρίδα και κατέληγαν σε ανταλλαγή συνταγών γιά γλυκά και φαγητά, περιεργαζόμουνα όλον εκείνο το μαγικό κόσμο του σπιτιού της κυρίας Νίνας. Ητανε μιά αγαπημένη μου απασχόληση που είχε τη μαγεία του άγνωστου, της επιθυμίας, αλλά και ισχυρότατη τη δόση της φαντασίας, γιατί μπορούσα τότε να φαντάζομαι χιλιάδες πράγματα. Χανόμουνα μέσα στη μυρωδιά της λεβάντας και στα βαθειά γλυκά χρώματα των υφασμάτων που κυριαρχούσαν στο σπίτι της. Με τύλιγε μιά περίεργη κι απόμακρη σιωπή, άκουγα τις φωνές των μεγάλων σαν μουρμουρητό χωρίς να ακούω τί λένε. Ηταν σαν να περπατούσα σε βυθό.
- Λευτέρη. Λευτέρη δεν ακούς; Σε σένα μιλάει η κυρία Νίνα.
Συνερχόμουνα τότε σα να μου ρίχνανε ένα κουβά νερό στο σβέρκο κι απαντούσα όπως όπως, τις περισσότερες φορές μάλιστα και εντελώς άκαιρα, κάνοντάς τους να γελούν, χαντακώνοντάς με έτσι ακόμα περισσότερο.
Μιά μέρα σε μιά από αυτές τις επισκέψεις μας στο σπίτι της, όπως περιεργαζόμουνα ένα ρολόι μεγάλο επιταπέζιο, έρχισε να κουδουνίζει κι εκεί να δείς την ταραχή μου. Εμεινα παράλυτος, πρώτη φορά άκουγα ρολόι να κουδουνίζει, και βεβαίως με αποτέλειωσε η θειά μου η Καλλιόπη, αδελφή του πατέρα μου, μιά κωλοπετσομένη κρητικιά από κείνες που τον σύζυγό τους τον είχανε στη τσέπη τους και τον βγάζανε από κεί μόνο γιά θελήματα, μ'αποτέλειωσε λοιπόν λέγοντάς μου
- A, τώρα το χάλασες και θα μας βάλει τις φωνές η κυρία Νίνα.
Βέβαια η κυρία Νίνα ούτε τις φωνές έβαλε αλλά κι ούτε αποκατέστησε την αλήθεια γιά τη λειτουργία του ξυπνητηριού, κι έτσι απέμεινα με την εντύπωση ότι εγώ έφταιγα κι εκεί που πήγα να κρυφτώ γιά να κλάψω, πίσω από μιά κουρτίνα, και να γελάν οι υπόλοιποι οι ασυνείδητοι, καταριώμουνα πάλι τη μοίρα μου, που ότι έπιανα το χαλούσα. Ενα αίσθημα που με κυνηγούσε πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια.


ΟΔΟΣ ΑΡΚΑΔΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

*
Πήγαμε πάλι σ'ενα παλιό διώροφο χωρίς σοβάδες. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπει κανείς σπίτια ασοβάντιστα. Ο κόσμος δεν νοιαζότανε τόσο γιά την αισθητική, όσο γιά νάχει κάπου να βάλει το κεφάλι του. Φροντίζανε πρώτα γι'αυτό, κι αν αργότερα είχαν την οικονομική δυνατότητα, κάνανε και τους σοβάδες. Με την πάροδο του χρόνου όμως, φαίνεται συνηθίζανε το σπίτι τους έτσι γυμνό και πείθανε τον εαυτό τους ότι ήταν περιττή πολυτέλεια το σοβάντισμα.
Είχε και μεγάλη αυλή με μουριές κι έναν πλάτανο. Τα οικόπεδα τότε τα δίνανε απλόχερα οι διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου, που είχανε επιφορτισθεί με το δύσκολο έργο της παροχής στέγης στους πρόσφυγες, οι οποίοι ερχότανε από τις χαμένες πατρίδες με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Στο πάνω πάτωμα αυτού του σπιτιού, καθότανε μιά χήρα που με το παραμικρό ζητούσε καβγάδες και φασαρίες. Είχε κι ένα γιό σακάτη και κακό, πολύ κακό, ή στα μάτια μου τουλάχιστο και κάτω από ορισμένες συγκυρίες να φαινότανε τόσο κακός, που αργότερα, αφού πιά εμείς είχαμε φύγει από κεί, έμαθα πως πέθανε. Ούτε καν ρώτησα ποτέ να μάθω το λόγο. Τόσο κακός.
Ο χώρος μόλις έμπαινες στο σπίτι, θάταν αστείο να μιλάμε γιά καθυστικό ή χωλ και τέτοια, δεν είχε καν πάτωμα. Ητανε ένα χώμα πατημένο σα σίδερο και θυμάμαι τη μάνα μου να το σφουγγαρίζει. Μάλιστα, να το σφουγγαρίζει. Το γιατί μόνο η ίδια μπορούσε να το ξέρει. Ισως γιά νάχει την ψευδαίσθηση ενός πατώματος της προκοπής.
Είχαμε στιβαχθεί σε δυό δωμάτια και μιά κουζίνα σκοτεινή, που στη συνέχεια εξελίσονταν σε πλυσταριό. Εκεί κάθε Τρίτη η μάνα μου ξεκινούσε από τα χαράματα την πλύση. Εβαζε πάνω στη φωτιά ένα τεράστιο μαύρο καζάνι να βράζει με νερό, βρόχινο κατά προτίμηση για νάναι μαλακά τα ρούχα και τα σεντόνια, και μιά ξύλινη μεγάλη σκάφη κι έπλενε μέχρι αργά το απόγευμα. Τα χέρια της παπαριάζανε σε σημείο που έλεγες ότι θα της πέσουνε κομμάτια. Και σεντόνια. Πολλά σεντόνια απλωμένα στην αυλή να στεγνώνουν.
Μιά βροχερή μέρα τρέχει ο γιός της χήρας, αυτός ο κακός που λέγαμε, στη μάνα μου.
-Κυρά Φωτίκα, κυρά Φωτίκα, τρέχα, κόπηκε το σκοινί της μπουγάδας.
Της το σφύριξε δε σα φίδι, έχοντας ένα μάτι κακό και μιά γκριμάτσα χαράς για τη ζημιά που έπαθε η μάνα μου. Κι εκείνη η έρμη βγήκε τρέχοντας λες και θα προλάβαινε να σώσει τίποτα. Αντικρίζοντας το κακό το μόνο που έκανε ήταν να λυγίσει αργά τα γόνατά της στηριγμένη στον τοίχο του σπιτιού και ν’αρχίσει να κλαίει βουβά γιά τον χαμένο κόπο μιάς μέρας.


*
Δίπλα μας σ’ένα όμορφο διώροφο σπίτι καθότανε ο Βασίλης Διπλάρης. Ητανε ψηλός και παχύς και είχε δυό παιδιά περίπου στην ηλικία μου, τον Φαίδωνα και την Μαρία. Τα καλοκαίρια τον βλέπαμε σπάνια γιατί ήτανε συνέχεια στο κάμπο κι αλώνιζε με την πατόζα του.
Εχεις δεί ποτέ πατόζα; Δεν υπήρχε πιό πολύπλοκο μηχάνημα γιά τα μέτρα της εποχής. Ηταν σαν ολόκληρη πολιτεία. Δεν είχε δικιά της μηχανή κίνησης και το μετακινούσε το τρακτέρ που απαραίτητα τη συνόδευε. Ψηλή περίπου τρία μέτρα με μήκος πάνω από εφτά, περπατούσε αργά πάνω σε μεγάλες σιδερένιες ρόδες που είχαν μιάν αλαφριά επικάλυψη από καουτσούκ, γιά να αποφεύγονται οι πολλοί κραδασμοί στις λίγες μετακομίσεις που ήταν αναγκασμένη να κάνει, γιά να πάει στο χώρο της δουλειάς της, όπου καθότανε με τους μήνες και δούλευε νύχτα μέρα συνέχεια.
Η κατασκευή της είχε τη λογική του παιδικού παιχνιδιού, αφού στην ηλικία που ήμουν τότε, είχα συλλάβει τον τρόπο εργασίας της από την απλή αλλά και συγχρόνως πολύπλοκη διάρθρωση των εργασιών που επί μέρους έκανε.. Ηταν δε τόσο μεγάλη κι ευρύχωρη με μιά σπατάλη χώρου, που λες και κατασκευάσθηκε ειδικά γιά να παίζουμε ανάμεσα στα λουριά, στις σίτες και στους μεγάλους σιδερένιους τροχούς της, που ήταν διάσπαρτοι στο σώμα της, περιστρεφότανε με ιμάντες και με την φυγόκεντρη δύναμη συνέβαλαν στην ευκολότερη λειτουργία της. Μπαίναμε μέσα της έρποντας και χανόμασταν κι όποτε ξεπροβάλαμε από τα διάφορα σημεία της, ήμασταν σα τα σκουληκάκια σ’ ενα μήλο που μπαινοβγαίνανε από τις τρύπες του. Γυρνούσαμε με δυσκολία τους σιδερένιους τροχούς της και με τη κίνηση αυτή έπαιρναν μπρος κι άλλα σημεία της που δεν το περιμέναμε. Ηταν σαν ένα σιδερένιο κάστρο που μας συνέπαιρνε απόλυτα όσο ήμασταν στα σπλάχνα της.
Εφευγε αρχές Ιουλίου γιά το κάμπο και καθότανε σα βασίλισσα μέλισσα σ’ένα σημείο που να βολεύει τη γύρω περιοχή και φέρνανε τα δεμάτια το σιτάρι από τις θυμωνιές γιά να αρχίσει το αδηφάγο της τάισμα. Τα ρίχνανε από την επάνω μεριά από όπου και ξεκινούσε η διαδικασία κι αφού φέρνανε γύρα όλο τον κορμό της πατόζας, βγαίνανε σε καθαρισμένο σιτάρι από την πίσω της πλευρά όπου και το τσουβαλιάζανε έτοιμο γιά τον έμπορα. Στο πάνω της μέρος είχε ένα τεράστιο μπουρί από όπου σ’ολη τη διάρκεια της δουλειάς, σκορπούσε τα άχερα που στιβαζότανε βουνά βουνά γύρω της, με τη κατάλληλη μετακίνηση του τεράστιου αυτού σωλήνα.
Ολη αυτή η πολιτεία έπαιρνε κίνηση από ένα τρακτέρ που βρισκότανε σε απόσταση τουλάχιστο είκοσι μέτρα από την πατόζα και συνδεότανε μ’ αυτή με έναν ιμάντα χοντρό και τεράστιο που γυρνούσε με ασύλληπτη ταχύτητα γιά τα παιδικά μας μάτια.
Τις νύχτες ήταν σαν φωτισμένο καράβι σε γλέντι κατάμεσα στο πέλαγος. Κι από τα φώτα που ήταν αραδιασμένα γύρω της και παίρνανε ηλεκτρισμό από τη μηχανή του τρακτέρ, το πέταμα των άχερων από τον σωλήνα, φάνταζε σα χρυσή βροχή που σκορπούσε η νύχτα κατακαλόκαιρο. Γυρνούσε στα μέσα με τέλη Σεπτέμβρη αφού τέλειωναν τα σιτάρια του κάμπου. Την έβαζε ο Διπλάρης στο πίσω μέρος της μεγάλης τους αυλής και από κεί και πέρα ερχόταν οι σειρά μας να τη χαρούμε και να μας χαρεί.


*
Απέναντι μας και λίγο προς τα δυτικά, καθόταν ο Βελλίδης σ'ενα ψηλό διώροφο σπίτι. Ηταν ο πλούσιος της γειτονιάς, μιά και είχε παραδίπλα ένα μεγάλο κατάστημα που κατασκεύαζε ταχίνι και χαλβά και που στα μάτια μου φάνταζε εργοστάσιο. Το μαγαζί του μύριζε μόνιμα από εκείνη τη βαρειά μυρωδιά του ταχινιού. Ητανε πολύ μελαχροινός με σμιχτά φρύδια και πέθανε σχετικά νέος.
Τον χειμώνα του 53 τον βρήκε η κακιά αρρώστεια κι έσβησε ο άνθρωπος μέσα σε λίγους μήνες. Με την είδηση του θανάτου του από νωρίς στη γειτονιά είχε πέσει μιά βουβαμάρα και περιμέναμε όλοι να τον φέρουν από το Λαϊκό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου πάλεψε τις τελευταίες του μέρες.
Αργά το βράδυ, ακούσαμε από μακρυά αλόκοτες φωνές και θρήνους και το θανατικό που χτύπησε τη γειτονιά, απλώθηκε και μπήκε στα σπίτια μας επιβάλοντας τους κανόνες του. Κι από κάθε σπίτι, μ' ό,τι μαύρο είχαν οι γυναίκες που το ντύθηκαν, ανέβαιναν στο σπίτι του πεθαμένου γιά το ξόδι του.
Το κλάμα της χήρας, ένα κλάμα που σπάραζε τη ψυχή της, κάθησε βαθειά μέσα μου σαν το αλάτι στη πέτρα. Γιά πολλές μέρες αργότερα, η γυναίκα του ήτανε μόνιμα με κόκκινα πρισμένα μάτια και τα μαύρα ρούχα την τύλιγαν μέχρι που φύγαμε από κείνη τη γειτονιά.






*
Με το θάνατο δεν ήθελα νάχω πολλά πάρε δώσε. Απέφευγα κι αποφεύγω τις κηδείες σε σημείο που αρκετοί θυμώσανε μαζί μου. Είναι μιά στοιχειώδης αυτοάμυνα του εαυτού μου από το ξεζούμισμα που μας κάνει η θλίψη γιά το χαμό. Συσσωρεύουμε πόνο από τους θανάτους γιατί στις μέρες μας και με τη σημερινή ιατρική, κρατάμε τον άρρωστο μέρες και μήνες με σωληνάκια, ορούς και μηχανήματα και δεν μας επιτρέπεται να βιώσουμε ένα θάνατο στην ώρα του.
Παλιότερα οι άνθρωποι πέθαιναν από την αρρώστεια χωρίς πολλά σούρτα φέρτα κι έτσι οι δικοί του δεν είχαν όλον αυτό τον καιρό της αγωνίας, να στιβάζεται μέσα τους ο πόνος από το αναπόφευκτο.
Σήμερα ξεπληρώνουμε τον κάθε μεταστάντα με προκαταβολές από τον δικό μας θάνατο. Η ψυχή μας σχίζεται βαθειά όταν τους βλέπουμε να λειώνουν μέσα στο μαξιλάρι τους, ανύμποροι με μικρούς κοφτούς ρόγχους μέχρι τον τελικό χαμό. Ο μακρύς και βαθύς χρόνος του πόνου, μας γεμίζει με καθημερινούς ανεπαίσθητους θανάτους.
Ισως φαίνεται παράλογο αλλά η μόνη μου παρηγοριά γιά το θάνατο είναι ότι και πριν ακόμα γεννηθώ, δεν υπήρχα. Συνεπώς μπορώ να θεωρώ τον εαυτό μου πεθαμένο γιά τα προυπήρξαντα από μένα κι όσο κι αν θέλω να κλάψω γιά αυτά που θα αφήσω, άλλο τόσο πρέπει να κλαίω γι' αυτά που δεν έζησα πριν γεννηθώ. Κι αυτό με συνεφέρνει κάπως.




*
Μεσημέρια με τον ήλιο να σπάει την πέτρα, ακροπατώντας και ξυπόλητοι, βρισκόμασταν σε μιά μεγάλη αλάνα όπου αργότερα και γιά ένα διάστημα, ο σοσιαλιστής δήμαρχος της πόλης μετέφερε εκεί το παζάρι, που γίνεται κάθε Τρίτη στις Σέρρες. Το πήρε δηλαδή από το κέντρο της πόλης και το μετέφερε στη δυτική πλευρά της, όπου ανήκε και η γειτονιά μας, αλλά στην επόμενη δημαρχία, ο δεξιών αποκλίσεων δήμαρχος, το ξαναπήγε στο παλιό του μέρος. Είναι κι αυτό βλέπεις μιάν αρρώστεια του τόπου μας. Ο,τι ξεκινά ένας άρχοντας, να μή το συνεχίζει ο επόμενος, γιά να μή του χρεώσει δόξα και υστεροφημία.
Εκεί λοιπόν και γιά όσες χρονιές έμεινα σ'εκείνη τη γειτονιά, βρισκόμασταν και μιλούσαμε σιγανά γιά όλα και γιά όλους. Αλλωστε εκείνα τα χρόνια ούτε που περνούσε από το μυαλό μας ο μεσημεριάτικος ύπνος κι ούτε βέβαια μας υποχρέωναν οι γονείς μας γιά κάτι τέτοιο. Ηταν οι ώρες που λέγαμε τις μεγαλύτερες ανοησίες με τον φυσικώτερο τρόπο.
Αλλωτε πάλι σε κείνα τα μεσημέρια, ξεστρατίζαμε καβαλίκα στην ουρά κανενός κάρου μέχρι και τρείς γειτονιές μακρύτερα, ή μας έπαιρναν πλανώδιοι καρπουζάδες που κατέβαιναν από τα κοντινά χωριά με τα κάρα τους, να διαλαλούμε την πραμμάτεια τους με πληρωμή ένα καρπούζι γιά όση ώρα πάει.
Τέλος, όταν άρχιζε και σουρούπωνε, βρισκόμασταν μαζεμένοι σαν από ένα μυστηριακό ραντεβού, στο δυτικό τέρμα της Αρκαδιουπόλεως, όπου υπήρχαν τα θεμέλια ενός σπιτιού που ποτέ δεν τέλειωσε. Ποιός ξέρει ποιά κακιά τύχη ή τι ανθρώπινα βάσανα, ανάγκασαν τον ιδιοκτήτη του, στο να πάρει την απόφαση να το αφήσει ρημαδιό. Γιά μας όμως αυτά τα χαλάσματα από ένα σπίτι που ποτέ δεν τέλειωσε και που ποτέ δεν κατοικήθηκε, ήταν ένας χώρος φαντασίας και ατέλειωτου παιχνιδιού, όπου ο καθένας μας φανταζότανε ό,τι γούσταρε η ψυχούλα του και φεύγαμε από κεί, όταν οι μάνες μας αρχίζανε τις φωνές γιά τα συμμαζώματα.


*
Απέναντι ακριβώς από τα χαλάσματα ήτανε το μπακάλικο του Τσιτσόπουλου, ενός ψηλού γέρου μέσα στη βρώμα και στη κλεψιά. Είχε και μιά κόρη τρελλή, τότε περίπου είκοσι χρονώ, κι αυτή ψηλή κι ασουλούπωτη, που φορούσε μόνιμα κάτι αραχνοϋφαντα και κάτι ψάθινα καπέλα και περπατούσε στο δρόμο αγέρωχη και σίγουρα ευτυχισμένη. Κι άκου να δείς, μ'αυτή της τη συμπεριφορά, κανείς δεν τολμούσε να τη κοροϊδέψει στο δρόμο. Σχεδόν τη σέβονταν.
Εκείνη η γειτονιά είχε κι άλλους τρελλούς. Στην ίδια πλευρά με το σπίτι μας και δυό σπίτια πιό ανατολικά, καθότανε ένας σαγματοποιός στο επάγγελμα που δεν θυμάμαι τ'ονομά του. Είχε το μαγαζί του στην οδό Κομνηνών, παραδίπλα από την κλινική του Σκουλίδη και ήταν πάντα σοβαρός κι αμίλητος. Και τα δύο του παιδιά βγήκανε τρελλά. Ο μεγάλος ήταν τεράστιος και παχύς. Τον βλέπαμε πότε πότε στο παράθυρο να μουγκρίζει κι αρκετές φορές η μάνα του με ξυλιές, κι άγριες μάλιστα, τον ανάγκαζε να ξανακρύβεται μέσα στις κάμαρες του σπιτιού. Τόσο βάσανο τον είχανε, που ντρεπόντουσαν γιά την ύπαρξή του. Ηταν γιά μας ο φόβος κι ο τρόμος της γειτονιάς. Αν κανείς μας έπεφτε στα χέρια του, γιατί πότε πότε τον κατέβαζαν τα μεσημέρια ή αργά το βράδυ στην αυλή με επιτήρηση πάντα, μας έσφιγγε γερά, δεν ξέρω αν από λαχτάρα ή τρέλλα, κι αυτό ήταν αρκετό γιά να νομίζουμε ότι έφτασε η τελευταία μας ώρα. Ο άλλος ο γιός, ο μικρότερος, ήταν απίστευτα αδύνατος, μόνιμα μέσα στη μύξα και παραμιλούσε άναρθρα μα πάντα με χαμόγελο. Πιό προσιτός γιά μας, μιά και δεν τον φοβόμασταν, και ήταν φορές που παίζαμε και μαζί του.
Αυτοί οι άνθρωποι φύγανε ξαφνικά από τη γειτονιά, παίρνοντας τη κατάρα τους μαζί τους και κανείς δεν έμαθε ποτέ που πήγαν και τι έκαναν. Μόνο τη μέρα που μετακομίζανε και με το φορτηγό να περιμένει έξω από το σπίτι τους γιά να φορτώσει την οικοσκευή, καθίσαμε όλοι οι πιτσιρικάδες απέναντι και χωρίς μιλιά βλέπαμε να στιβάζουν τα υπάρχοντά τους γιά ν’αρμενίσουν σ’αλλη γειτονιά.


*
Το καλοκαίρι του 54 ήρθε στη γειτονιά μας ένα παιδί από τη Ρουμανία. Φιλοξενούμενος και με μακρυνή συγγένεια δεμένος με κάποιους γείτονες που δεν τους θυμάμαι. Ισως και να μή καθότανε στα κοντινά με μας σπίτια, γιατί όλο και θα είχαμε μιάν άλλη γνώση γι'αυτούς, που θα ήτανε συνδεδεμένη με αστυνομίες, υποψίες περί τα κομμουνιστικά και άλλα παρόμοια και που θα έκαναν δύσκολη τη ζωή των γειτόνων μας αυτών, ως κατά τεκμήριο συνοδοιπόρων, αφού διέθεταν συγγενείς στη Ρουμανία, με όλα τα θλιβερά από αυτό επακόλουθα. Θα μου πείς και η αστυνομία τη δουλειά της έκανε. Εμ, αυτό λέω κι εγώ, τη δουλειά της έκανε. Και την έκανε με το παραπάνω.
Μάλιστα εκείνο τον καιρό που ταχτικά η εξουσία ταλαιπωρούσε ανθρωπάκια που πιστέψανε στο σοσιαλιστικό όραμα, μερικές φορές αναπτύσσονταν ένα είδος σχέσεων μεταξύ διωκτών και διωκόμενων σχεδόν φιλικό κι ανθρώπινο σε επίπεδο βάσης. Μερικές φορές όμως, μη λέμε και υπερβολές. Ερχότανε που λες το όργανο για να εκτελέσει την διαταγή της υπηρεσίας του στο σπίτι ενός από αυτούς, σχεδόν με τύψεις και με κατεβασμένα τα μάτια, βάζοντας μπροστά μιά μαλακιά καλημέρα για να ημερώσει τα πράγματα.
- Καλημέρα. Κυρά Μαίρη ο Σίμος είναι επάνω;
Η κυρά Μαίρη καταλάβαινε αμέσως. Σκούπιζε με χίλιες σκέψεις στο μυαλό τα χέρια της στη πετσέτα των πιάτων, έριχνε μιά εξεταστική ματιά στον χωροφύλακα και χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του φώναζε τον άντρα της.
- Σίμο σε θέλουν.
Κι ο Σίμος, χρόνια στις διώξεις και στους αγώνες, μόλις αντίκριζε το όργανο καταλάβαινε.
- Τι έγινε αφεντικό, πάμε για το μαγαζί;
Ο χωροφύλακας κατέβαζε τα μάτια από μιάν ενοχή που σήμαινε τι να σου κάνω εγώ, κι έγνεφε ναι.
- Θ’αργήσουμε; Συνέχιζε με ειρωνεία ο Σίμος.
- Ε, λίγο..
- Να πάρω και καμιά κουβέρτα μαζί;
Κάπως έτσι τους μαζεύανε κάθε φορά, τους ταλαιπωρούσανε δυό τρείς μέρες στα κρατητήρια και τους λευτέρωναν ύστερα κάνοντας και τους μεγαλόψυχους.
Ας τ'αφήσουμε τώρα αυτά.
Ηταν που λές ο Ρουμάνος, ένα ψηλό και δυνατό παιδί με μόνιμα κόκκινα μάγουλα και τεράστια βήματα. Μας κοίταζε σαν χαμένο όταν μιλούσαμε σ'αυτόν, προσπαθώντας να του μάθουμε τους κανόνες του παιχνιδιού που θέλαμε να παίξουμε. Προφέραμε τις λέξεις αργά και καθαρά, καταργώντας άρθρα και οτιδήποτε περιττό κατά τη γνώμη μας, λες κι έτσι είχαμε την εντύπωση πως μιλούσαμε ρουμάνικα. Υστερα βέβαια τα παρατούσαμε και μάθαινε από μόνος του παρατηρώντας μας.
Σαν ψηλό και γεροδεμένο, τον βάζαμε πάντα μπροστά στους πετροπόλεμους με τις άλλες γειτονιές. Σίγουρα θάχεις ακουστά γιά τους πετροπόλεμους. Σε κάθε γειτονιά υπήρχε η σχετική ομάδα με αρχηγό, υπαρχηγούς και κανονική ιεραρχία που αναπτυσσότανε κάτω από τους φυσικούς κανόνες αντοχής του καθ'ενός μας.
Ο πετροπόλεμος ήκμαζε περισσότερο τα καλοκαίρια κι άρχιζε με ασήμαντες αφορμές. Ξεκινούσαμε με φωνές που περισσότερο τις αμολούσαμε γιά να πάρουμε από μόνοι μας το σχετικό θάρρος και πηγαίναμε στις παρυφές της γειτονιάς που θέλαμε να συνετίσουμε με τις πέτρες. Κι εκεί άρχιζε το κακό. Φωνές, κλάμματα και κυνηγητά από τις νοικοκυρές γιά να σταματήσουμε, αφού την πληρώνανε τότε ως επί το πλείστον τα τζάμια στα σπίτια τους.
Πάντως πιστεύω πως δεν υπάρχει σήμερα πενηντάρης και βάλε, που αν τον κουρέψεις γουλί, δεν θα βρείς στο κεφάλι του τουλάχιστον ένα σημάδι, εύσημο της παιδικής του ανδρείας και δραστηριότητας στο πετροπόλεμο.
Αγρια χρόνια από κάθε άποψη και φαινόταν τότε λογικό να συμπορευόμαστε μαζί τους.



*
Πίσω από το γυμναστήριο, έτσι λέγαμε το δημοτικό γήπεδο Σερρών, βρισκόταν η ταβέρνα του Θωμά Καπράλου. Συχνά ο νοικοκύρης της έφερνε διάφορα συγκροτήματα, ζογλέρ, ντιζέζ όμορφες σα ζωγραφιές, ακροβάτες κι ό,τι άλλο, που έκανε τότε τον κόσμο να θαυμάζει και να χαίρεται.
Τους κρυφοκοίταζα στο διπλό καμπινέ που το χρησιμοποιούσανε γιά καμαρίνια, αφού βέβαια έδινε κάθε φορά εντολή ο Καπράλος στα γκαρσόνια του να τα καθαρίσουνε σχολαστικά. Το διπλό αυτό καμπινέ ήταν στην άκρη της αυλής κι αρκετά μακρυά από το χώρο της ταβέρνας,ανάμεσα σε δέντρα και βαθύ σκοτάδι. Αφού να σκεφτείς, όταν ο κομπέρ, αυτός δηλαδή που παρουσίαζε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, τους ανήγγειλε, ήταν σαν αυτοί να βγαίνανε ξαφνικά μέσα από τη νύχτα και το τίποτα.
Κι όταν βέβαια οι άρρενες θαμώνες της ταβέρνας χρειαζότανε να πάνε προς νερού τους, τα γκαρσόνια τους έστελναν στη διπλανή Κλοποτίτσα, εισπράττοντας τα ανάλογα στολίσματα, ενώ οι γυναίκες, μή μπορώντας να κάνουν το ίδιο από ντροπή ή φόβο, αναγκαζότανε να ξανακαθίσουν στο τραπέζι τους, μέχρι που η ανάγκη, όνομα και πράμμα εδώ, τις έκανε να φεύγουν άρον άρον μετά των συζύγων τους προς ανακούφισή τους στό σπίτι.
Είπα Κλοποτίτσα. Η Κλοποτίτσα λοιπόν ήταν το μικρό ποτάμι με τα βρωμόνερα, που ξεκινούσε από την εκκλησία του αγίου Συμεών και κατέληγε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Εκοβε δηλαδή όλη την πόλη στη μέση. Σκεπασμένο με τσιμέντο ήταν μόνον όταν περνούσε από το κέντρο της πόλης, δηλαδή από την ανατολική πλευρά της πλατείας Ελευθερίας μέχρι την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Εκεί λοιπόν στη ταβέρνα του μ'εβαζε ο Καπράλος να λιμάρω τις χρησιμοποιημένες βελόνες του γραμμοφώνου με μιά μικρή λίμα, ώστε να μπορούν να ξαναπαίξουν ή τουλάχιστον έτσι είχε την εντύπωση. Βλέπεις φθηνός στα πίτουρα κι ακριβός στο αλεύρι, αφού δεν μέτραγε τους δίσκους που χαλούσαν πιό γρήγορα με κείνες τις πρόκες πιά, όπως καταντούσαν από το λιμάρισμα. Κι από τη μύγα ξύγκι. Θεός σχωρέσ’ τον.
Αργότερα έκλεισε την ταβέρνα κι άνοιξε βιοτεχνία ξυλογλυπτικής που κατασκεύαζε τραπεζαρίες, σιφονιέρες αλλά και τέμπλα εκκλησιών. Κι ερχότανε που λες παραγγελίες γιά γλυπτά τέμπλα από εκκλησίες πολύ μακρυνές, αφού η φήμη της τέχνης του πέρασε κατά πολύ τα όρια του νομού.
Είχε ένα μεγάλο πάγκο παλιό και χιλιοχτυπημένο από τη σκληρή και καθημερινή χρήση, καμωμένο από σφιχτό και βαρύ ξύλο, όπου πάνω του πελεκούσε κι έγλυφε με πολύ υπομονή τα καθημερινά του θαύματα. Στο πλάι του πάγκου, και μέσα σε ειδικές θήκες που τις είχε κατασκευάσει ο ίδιος από πετσί καρφωμένο, ανά πέντε το πολύ εκατοστά και χαλαρά στο διάμεσό τους, είχε τοποθετήσει τα σκαρπέλα του όπως τα πιστόλια στις θήκες τους οι καμπόυδες. Αν εξαιρέσεις το σκουπιδαριό που μαζευότανε κάθε λίγο και λιγάκι από τα ροκανίδια και τις σκλήδες, ήταν σαν τραπέζι χειρουργείου με τα τόσα πολλά σκαρπέλα κι εργαλεία της δουλειάς του. Ηταν μετρίου αναστήματος με χοντρά μυωπικά γυαλιά κι έμοιαζε απαράλαχτα με τον Σκαρίμπα.
Δίπλα και σε μικρότερους από το δικό του πάγκους δούλευαν οι καλφάδες του κάτω από τις πυκνές και λεπτομερείς οδηγίες του.
Κάθε βδομάδα ερχότανε ένα φορτηγό και ξεφόρτωνε χοντρούς κορμούς από σκουρόχρωμο και σα σίδερο στη πυκνότητά του ξύλο. Το παραλάμβαναν οι εργάτες στο πριονιστήριο που βρισκότανε στη πίσω μεριά του εργαστηρίου και το κόβανε ανάλογα με τη χρήση για την οποία το προόριζαν. Το αφήνανε μετά βρεμένο και έκθετο στην αυλή για πολύ καιρό, ώστε να πάρει την οριστική του μορφή, μετά τη πάλη του με το χρόνο και τις καιρικές συνθήκες.
Από κεί και πέρα το παραλάμβαναν οι καλφάδες κι έβγαζαν τα χοντράδια για να μη χάνει ο μάστορας πολύτιμο χρόνο με τη βαριά κι άχαρη δουλειά του πελεκήματος. Υστερα το παράδιναν στον Καπράλο κι άρχιζε η μεταμόρφωσή στα πολύπειρα χέρια του. Από το ξύλο ανάδευαν σιγά σιγά λιονταροκεφαλές, κληματόφυλλα, αμπελώνες ολόκληροι, πουλιά και παραστάσεις από άγιους που κάνανε θαύματα.
Μετά ερχότανε η σειρά των παραγιών που με τις ώρες και με γυαλόχαρτα που κάθε λίγο τα άλλαζαν ανάλογα με την επιφάνεια που έτριβαν, έκαναν τις γλυπτές επιφάνειες να γλυστράνε στα βούτυρο.
Τέλος ερχόταν η σειρά του λουστραρίσματος. Τα παραλάβαιναν ειδικά μαστόρια γι’αυτό και με τις ώρες τα έτριβαν μαλακά με τουλουπάνια γεμάτα βαμβάκι που τα βουτούσαν στο λούστρο, μέχρι που η επιφάνειά τους ερχότανε κι έλαμπε σα κρύσταλλο.
Κρητικός που λές ο Καπράλος, κρητικός κι ο πατέρας μου κι έτσι τα καλοκαίρια χρεωνόμουνα στη δούλεψή του, γιά να ψηθώ, όπως έλεγε ο πατέρας, αλλά στην ουσία γιά να μην είμαι συνέχεια στο βρακί της μάνας μου και την μπερδεύω.
Μ' εβαζε λοιπόν ο Καπράλος να γεμίζω κάθε μέρα με νερό ένα παλιό κατάμαυρο καζανάκι, μ' εστελνε να φέρω μιά χοντρή λίμα γιά ξύλα, την ράσπα, έτσι τη λέγανε, βλέπεις είχα αποκτήσει ειδικότητα στις λίμες, και με πρόσταζε σοβαρός σοβαρός
- Τώρα Λευτεράκο ακούμπα με προσοχή τη ράσπα μέσα στο νερό. Ετσι μπράβο. Κάτσε τώρα εδώ και περίμενε να μαλακώσει καλά καλά και μετά μου τη φέρνεις στον πάγκο.
Γελάς ε; Ακου τώρα και την πληρωμή μου. Κάθε Σάββατο βράδυ, τα πενθήμερα ήρθαν πολύ αργότερα, αφού πλήρωνε τα μαστόρια του, επίσης με άκρα σοβαρότητα, με φώναζε τελευταίο και μου τραβούσε τ'αφτιά από λίγη ώρα το καθένα, αλλά δυνατά, αρχίζοντας πάντα το ίδιο λογίδριο των συμβουλών που απλόχερα σκορπούσε, αφού δεν του στοίχιζε τίποτα.
- Λευτεράκο παιδί μου, να το θυμάσαι πάντα, η δουλειά κάνει τον άνθρωπο, όχι το χρήμα. Κι εσύ έτσι μικρός που είσαι, δεν μπορείς να το κουμαντάρεις. Αμαρτία είναι το χρήμα Λευτεράκο μου. Ασε που οι πειρασμοί πάνε σ’αυτούς που έχουν φουσκωμένες τσέπες.
Αυτά που λες ως προς τις πρώτες επαφές μου με τη παραγωγή.


*
Στην αυλή του Καπράλου, όταν ακόμα ήταν εκεί η ταβέρνα, φυτρώνανε την άνοιξη παραρούνες. Ανάμεσά τους φυτρώνανε και κάτι περίεργες, όπου ο κάλυκάς τους ήτανε σφαιρικός και μεγάλος και τελείωνε σε ένα καπάκι γύρω γύρω σγουρό. Αρχισες να ψυλιάζεσαι ε; Εκείνες λοιπόν τις παπαρούνες τις κυνηγούσαμε, τις ανοίγαμε και μασούσαμε τους σπόρους. Τρέχα γύρευε τώρα τι αρχέγονες τάσεις και οργανικές ανάγκες ξυπνούσανε μέσα μας γιά κάτι που ούτε καν ψυλλιαζόμασταν τι ήτανε ή τι επέφερε.
Εκείνα τα χρόνια η εντός των αυλών αυτοφυής ύπαρξη του υπνοφόρου αυτού φυτού δεν ήταν σπάνια. Κι ούτε βεβαίως η αστυνομία το έκανε θέμα τρέχα και να δείς, όποτε έπεφτε στ'αφτιά της η ύπαρξη τέτοιων φυτών στις αυλές. Κι εκείνο τον καιρό πολλές ήταν αυτές που τα φιλοξενούσαν, οι περισσότερες βέβαια από άγνοια κι ελάχιστες γιά τις ανάγκες του νοικοκύρη τους. Τώρα έγιναν της μόδας ως βορά του τηλεθεάμονος κοινού, που δώστου και τρέχουν οι ρεπόρτερς της συμφοράς, όποτε βρούν κανένα φουκαρά με τίποτα δενδρύλια στην αυλή του γιά προσωπική χρήση.
Ισως τώρα που το σκέφτομαι, να είχα πάρει τότε μιά σοφή δόση εμβολίου, αφού όταν πολύ αργότερα, ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, έτυχε με παρέα μαθές ψαγμένη, να ξαναδοκιμάσω, δεν μου επέφερε κανενός είδους έκσταση ή ανάταση.


*
Οταν μέναμε στην Αρκαδιουπόλεως πήγαινα στο όγδοο δημοτικό. Πρόλαβα εκεί δυό χρονιές, την τρίτη και την τετάρτη. Τότε αρχίσανε και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Με μιά Γεωργία, θυμάμαι, ήταν όλοι οι αρσενικοί της τάξεις ερωτευμένοι. Καθότανε πάνω από την ταβέρνα Παπαρούνα στην οδό Μεραρχίας. Ητανε κόρη αξιωματικού, ό,τι πιό ακριβό κι απλησίαστο γιά κείνα τα χρόνια. Ξανθιά και λυγερή, αλλά κοίτα να δείς ποιό ήταν το παράξενο. Ολοι την φανταζόμασταν να την απαυτώνουμε, λές και ξέραμε να βγάλουμε τα στραβά μας, ενώ μιά άλλη συμμαθήτριά μας, η Μάρθα, μιά επίσης όμορφη μελαχροινή, μας γέμιζε όλους με ρομαντικές φαντασιώσεις, χεράκια πιάσιμο, ματωμένα δειλινά, φεγγάρια και τέτοια. Ποτέ κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί τη Μάρθα σε βρώμικα χουφτώματα.
Κι όταν ο Νίκος ο Τσίτρος, μάγκας κι αλητάμπουρας εκείνα τα χρόνια, έλεγε στις περίεργες εκείνες παιδικές μαζώξεις, λίγο πρίν πάλι οι μάνες μας ν’αρχίσουν τις φωνές γιά να μαζευτούμε στα σπίτια μας, γιά το πώς θα την κουτουπώσει, πώς θα της πιάνει τα οπίσθια και θα της χαϊδεύει το πράμμα της, ανάθεμά με αν ήξερε που βρισκότανε, εμένα μ'έπιανε ντροπή και μου'ρχότανε δάκρυα στα μάτια από το θυμό. Λάμπανε τα μάτια του και μιλούσε γεμάτος έξαψη και βιαστικά, μη και του ξεφύγει το όραμα κι άρχιζε.
- Εγώ έτσι και την είχα τώρα, θα την άρπαζα απ’ τα μαλλιά και θα της τραβούσα κάτι ρουφηχτά φιλιά στο στόμα και μετά κατ’ ευθείαν στο βρακί. Εκεί να δείτε χαμός. Θα της το χάιδευα μέχρι να ουρλιάζει και μετά, μέσα έ; Της πουτάνας. Χαμός..
Και να χάσκουν όλοι από τη τόλμη και την καπατσοσύνη του Νίκου.
- Καλά ρε Νίκο πονάν άμα τις χαϊδεύουμε εκεί; Τον ρωτούσε γεμάτος αγωνία ο Θοδωρής ο Λυσπέρογλου, ο μικρότερος της παρέας.
- Πονάν λέει, σα να τις δέρνεις.
Κι έτσι ο Νίκος, μπερδεύοντας λόγω ηλικίας τον πόνο με την ηδονή, φαινότανε στα μάτια μας σαν η αυθεντία περί τα σεξουαλικά με ό,τι επακόλουθο ζήλιας ή θαυμασμού είχε αυτό στην ομήγυρη.



*
Στη τετάρτη δημοτικού είχαμε δάσκαλο τον κύριο Γιαλμά. Εξηνταπεντάρης τότε περίπου απ' ό,τι θυμάμαι και θαυμάσιος δάσκαλος με το τεράστιο χάρισμα της μεταδοτικότητας. Σπάνια όμως, και τώρα που το σκέφτομαι, πιθανώτατα ύστερα από μερικά ούζα, έδερνε. Κι έδερνε απερίσκεπτα. Μας άρπαζε από το αφτί, μας οδηγούσε στο πίνακα, τότε οι πίνακες ήταν κινητοί και ξύλινοι κι όχι ένα βαμένο πράσινο τμήμα του τοίχου, και χτυπούσε τα κεφάλια μας στο πίνακα δυνατά αλλά πάντα λίγο πριν τα αίματα. Ομως τον αγαπούσαμε όλοι, Τον αγαπούσαμε βαθειά και δυνατά και θυμάμαι ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα που μας έκανε ιστορία, στάθηκε στο θρανίο μου κι ακούμπησε γιά αρκετή ώρα το χέρι του σ'αυτό, μ'όλη του τη παλάμη και μας μιλούσε γιά τα γεφύρια της Αλαμάνας, γιά τις Θερμοπύλες και το Μαραθώνα και μείς να χάσκουμε χαμένοι μέσα στο χρόνο και τον τόπο που μας πήγαινε. Οταν το άφησε γιά να πάει στην έδρα του, έβαλα αργά και με ευλάβεια το χέρι μου στα ίδια χνάρια κι ένοιωθα να ανατριχιάζω ευτυχισμένος.Είχε μιά πολύ απλοϊκή αντίληψη γιά τη γνώση, αλλά μάλλον γιά να μπορούμε ευκολότερα να μπούμε στην επιθυμία της. - Βρε χαϊβάνια, μας έλεγε χαϊδευτικά, άμα ξέρετε καλά το μάθημα είναι σαν να τρώτε ένα μπακάλ ρεβανί. Το’ λεγε γλυκά κι αργά λες και χαιρότανε τη γεύση του γλυκού στο στόμα του.


*
Eκείνα τα χρόνια πηγαίναμε τα καλοκαίρια αλλαγή. Είναι κι αυτή μιά λέξη που έχει περιπέσει σε αχρησία, αφού τώρα μιλάμε γιά διακοπές, ρηλάξ και άλλα τέτοια. Και μη φανταστείς ότι οι διακοπές εκείνες είχαν να κάνουν με ξενοδοχεία, κάμπιγκ και πολυτέλειες. Ηταν οι ετήσιες προγραμματισμένες κατασκηνώσεις που έκανε το κράτος γιά να μας συνεφέρει από την αδυναμία και να ανακουφίσει λίγο τον οικονομικό προγραμματισμό κάθε οικογένειας.
Μας φόρτωναν στα λεωφορεία ένα καλοκαιριάτικο πρωινό και μας πήγαιναν στη Χρυσοπηγή, σ'ενα βουνό έξω από τη πόλη, να κατασκηνώσουμε ένα δεκαπενθήμερο στην πλαγιά ενός δάσους και να ζήσουμε ομαδικά με όσα θετικά ή ελάχιστα αρνητικά επακόλουθα είχε η ιστορία αυτή. Κι όταν λέω αρνητικά, μη πάει ο νούς σου σε διάφορα σεξουαλικά. Απλώς μερικά παιδιά ήτανε συνέχεια μέσα στο κλάμμα από τη ξαφνική εκρίζωση της μητρικής αγκαλιάς, μέχρι που οι γονείς του ερχότανε, ειδοποιημένοι πάραυτα από τον αρχηγό της κατασκήνωσης και το παίρνανε μαζί τους.
Σ'αυτές τις κατασκηνώσεις υπήρχε και μία ώρα το απόγευμα, όπου μας μάζευαν όλους στη κεντρική αυλή και μας έκαναν διάφορες ερωτήσεις, πιθανώς γιά να μετρήσουνε τις εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω ήταν αξιολύπητες, ή μας μαθαίνανε κάτι τραγουδάκια της συμφοράς, εθνικού πάντα περιεχομένου, μιά κι ακόμη υπήρχε ορατός ο κίνδυνος της κομμουνιστικής απειλής στα κεφάλια των μανδαρίνων του υπουργείου παιδείας.
Ακου τώρα και το σημείο συνάντησης της παιδικής αφέλειας με τα αποτελέσματα της εθνικής πλύσης γιά τα ιδεώδη της φυλής. Σε μιά από κείνες τις μαζώξεις, μας ρώτησε ο αρχηγός της κατασκήνωσης, ο οποίος σημειωτέον ήταν πάντα υψηλόβαθμος στην ιεραρχία δάσκαλος.
- Λοιπόν παιδιά μου, ποιός από σας ξέρει να μας πεί κανένα τραγούδι; Και μετά από παύση, αφού έβλεπε ότι κανένας δεν τολμούσε να αφήσει την ανωνυμία του πλήθους και να σηκωθεί, προσπάθησε να μας δώσει θάρρος.
- Ελάτε, μη ντρέπεστε. Ολο και κάτι θα μάθατε στο σχολείο σας. Μη μου πείτε ότι οι δάσκαλοί σας δεν σας μαθαίνουν τραγούδια; Αυτό βέβαια το είπε περισσότερο γιά να βγάλει λαγό παρά γιά να μας παροτρύνει, μήπως και τυχόν δηλαδή υπάρχουν δάσκαλοι που δεν ακολουθούν το πρόγραμμα του Υπουργείου. Η βουβαμάρα συνεχίσθηκε στο κοπάδι, μέχρι που ένα χέρι σηκώθηκε δειλά.
- Μπράβο παιδί μου, έλα σ’ ακούμε.
Ξέρεις ποιό τραγούδι μας είπε; Τον εθνικό ύμνο. Να σε αποτελειώσω; Σ'ολη τη διάρκεια του άσματος από τον πιτσιρικά, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι, μηδέ εξαιρουμένων και των ομαδαρχών μας και του αρχηγού, και μείναμε προσοχή.


*
Κάθε καλοκαίρι εκείνες τις χρονιές, τ'αδέλφια μου δουλεύανε στα φρούτα. Δουλειά σκληρή και βασανιστική, γιατί στα ροδάκινα το ψιλό τους χνούδι σε τρέλλαινε, σπάνια πιά τώρα βρίσκεις ραδάκινα με χνούδι, και στα αχλάδια το σώμα γέμιζε γρατσουνιές από τα αγκάθια του δέντρου.
Γυρνούσανε τις περισσότερες φορές όταν έπιανε το βραδάκι, γιατί δεν ήταν σπάνιο να τους περιμένουμε μέχρι και αργά, όταν φόρτωναν στα φορτηγά, και ήτανε κουρασμένοι με περπατησιά και χούγια μεγάλων αφού βοηθούσανε την οικογένεια. Αυτά τότε ούτε που τα έβλεπα, μόνο το μυαλό μου και τα μάτια μου ήτανε στο καλάθι τους που είχε μέσα μέχρι τη μέση, όχι παραπάνω γιατί θα φώναζε το αφεντικό, από τα φρούτα που μαζέψανε. Συνήθως ο πατέρας ακόμα δεν είχε επιστρέψει και ριχνόμασταν κρατώντας από ένα μαχαίρι η αδελφή μου κι εγώ, ο άμαχος δηλαδή πληθυσμός ως προς την εργασία, και τα τρώγαμε στην αυλή δίπλα στις φωλιές των κουνελιών που τότε εκτρέφαμε, γιά να τσιμπολογούν κι αυτά από τις φλούδες.
Η αυλή αυτού του σπιτιού ήταν σαν την αυλή των θαυμάτων. Μεγάλη με τεράστια δέντρα, κότες και κουνέλια που μεγάλωνε ο πατέρας μου, τ'αδέλφια μου δηλαδή περισσότερο, γιά πρόσθετη τροφή στο σπίτι. Κατά διαστήματα είχαμε φτάσει νάχουμε μέχρι και πενήντα κουνέλια.
Στις γιορτές και στα πανηγύρια, μούδινε ο πατέρας μου το μαχαίρι και μου έδειχνε ποιό να κόψω. Μη σου φαίνεται παράξενο. Η σκληρότητα της παιδικής ηλικίας, ή μάλλον η άγνοια του μεγέθους στις έννοιες και στα πράγματα, καθόριζαν τις πράξεις μας. Ποιό παιδί γνωρίζει ή φοβάται το θάνατο. Αυτή η φοβερή λέξη μας πλησιάζει αργά και σταθερά κάθε χρόνο και περισσότερο. Κάθε μέρα και πιό αμείλικτα, όσο μεγαλώνουμε.


*
Μετά τη γέφυρα του Τσέλιου, βγαίνοντας από τη πόλη με κατεύθυνση προς τη Δράμα στα δεξιά, υπάρχει ακόμα και τώρα ένα περίεργο κτίσμα στην άκρη του δρόμου, ισόγειο στη πρόσοψή του, που όμως φαίνεται νάναι μετέωρο από τη μέσα του μεριά, μιά κι έχει υψομετρική διαφορά τουλάχιστο πέντε μέτρα από την επιφάνεια της δημοσιάς. Εκεί υπήρχε το κουρείο του Παναγιώτη Μπασιά, θεός σχωρές τον, που με πήγαινε ο πατέρας μου εκείνα τα χρόνια γιά κούρεμα.
Ηταν ένα κουρείο από εκείνα τα παλιά που οι καρέκλες του θύμιζαν κάθισμα οδοντίατρου και πάνω σ’ενα μπουφεδάκι μέσα σε μιά γυάλινη βάζα είχε τις βδέλλες που μ’αυτές γινότανε τότε οι αφαιμάξεις στους υπερτασικούς. Οταν με πηγαίνανε για κούρεμα, τα μάτια μου σ’ολη εκείνη τη δυσάρεστη διάρκεια του κουρέματος, ήτανε στις βδέλλες. Ανεβαίνανε οι κακόμοιρες στην άκρη του βάζου για να φύγουν και γυρόφερναν με το μισό τους σώμα δεξιά κι αριστερά, αλλά τις φύλαγε καλά ένα κομμάτι πανί που τόχανε δεμένο στο στόμιο του βάζου με σπάγκο.
Ο κύριος Μπασιάς λοιπόν που φορούσε πάντα παπούτσια λουστρίνια και το μαλί του ήταν κορακί και κατσαρό σε κύμματα και με μπριόλ, έβαζε μιά σανίδα στα μπράτσα της πολυθρόνας και καθόμουνα από πάνω, πάντα στεναχωρημένος κι έτοιμος να κλάψω, χωρίς να μπορώ ακόμα και σήμερα να καταλάβω ακριβώς το γιατί. Ισως χωρίς μαλλιά, γιατί τότε πού πολυτέλειες γιά στρώσιμο μαλλιών ή πάρτα λίγο από δώ και άλλα τέτοια, να είχα την εντύπωση της γύμνιας ή της απορημένης ματιάς των μεγαλύτερων, α! το καημένο πως έγινε.
Και τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει όλα τα παιδιά εκείνα τα χρόνια, να ένοιωθαν σαν κι εμένα μετά το κούρεμα. Κι αυτό γιατί, εφόσον όπως είπα και παραπάνω, δεν υπήρχαν οι πολυτέλειες ιδιαιτέρων κομμώσεων όπως σήμερα, μας κουρεύανε όταν μάκραιναν αρκετά τα μαλλιά μας. Και βεβαίως ήταν ένα μικρό σοκ, να σε βλέπουν από το σχετικά μακρύ μαλλί, ξαφνικά στο μισό πόντο. Τότε αναδυότανε και όλα τα σημάδια στο κεφάλι από τον ανελέητο πετροπόλεμο.
Μάλιστα τότε γιά λόγους περισσότερης οικονομίας, ο πατέρας μου είχε αγοράσει μιά κουρευτική μηχανή, την είχε μόνιμα στον κύριο Μπασιά, ώστε να κουρεύει και πελάτες του, με τη συμφωνία όμως εμάς να μας κουρεύει τζάμπα. Πέντε κεφάλια ήμασταν μαζί με τον πατέρα μου κι έτσι άξιζε το κόπο. Η αδελφή μου δεν μετρούσε αφού την κούρευε με το ψαλίδι η μάνα μου στο σπίτι.




*
Μόνιμή μου συντροφιά εκείνα τα χρόνια ο Στέφανος. Είχαμε την ίδια ηλικία και πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Ομως η κοινωνική τους τάξη ήταν σαφώς ανώτερη. Ο πατέρας του, ο κύριος Νεόφυτος, ήτανε τεχνικός διευθυντής στο τμήμα των τηλεφώνων και του τηλέγραφου στα τρία ταφ, όπως τότε λεγόντουσαν. Δηλαδή Ταχυδρομείο, Τηλέγραφος και Τηλέφωνα. Ως τεχνικός διευθυντής τότε είχε στην υπηρεσία του τρία ή τέσσερα άτομα, τουλάχιστον εγώ τόσους έβλεπα εκεί, όταν πότε πότε πηγαίναμε με τον Στέφανο γιά θελήματα του πατέρα του. Καταλαβαίνεις δηλαδή πόσα τηλέφωνα είχε η πόλη. Αργότερα, ως γνωστόν, η υπηρεσία αυτή μετεξελίχθηκε στον γνωστό μας σήμερα ΟΤΕ.
Στεγαζότανε τότε τα τρία Ταφ σ'ενα διώροφο κτίριο όμορφο, που βρισκόταν απέναντι από τη νομαρχία. Αργότερα το κατεδάφισαν γιά να χτίσουν εκείνη την αηδεία της λέσχης αξιωματικών, ένα κτίσμα που από παντού έσταζε ασχήμια και μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κανένας χριστιανός από αυτούς που αποφασίζουν, να το κατεδαφίσει. Σαν να μήν έφταναν όλα αυτά, πριν από δύο χρόνια, έστησαν δίπλα στο μικρό παρκάκι κι ένα άγαλμα μπούστο του Βενιζέλου, που το βλέπεις και τρομάζεις, κακάσχημο κι αυτό και θλιβερό, προς μέγαν εκνευρισμό του άκρως Βενιζελικού πατέρα μου.
Η μάνα του Στέφανου ήτανε σχεδόν κουφή κι όπως όλοι οι κουφοί είχε μεγάλα κι ανυπόμονα μάτια, λές και προσπαθούσε ν'ακούσει μ'αυτά. Αντίθετα όμως με τους βαρήκοους που φωνάζουνε όταν μιλούν, η κυρά Τούλα μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά κι όταν γιά να μας ακούσει φωνάζαμε δυνατά, θύμωνε, μας κοίταζε αυστηρά και τέλειωνε πάντα με τη φράση
- Κουφή είμαι;
Τότε είχανε στο σπίτι τους ραδιόφωνο, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο γιά τα σπίτια της εποχής κι ο Στέφανος γιά να με παρηγορήσει μούλεγε πως, να μη στενοχωριέμαι, κι όταν αυτοί θάχανε πικ απ, ε! τότε κι εμείς, η οικογένειά μας δηλαδή, θα είχαμε πάρει σίγουρα ραδιόφωνο. Κοίτα να δείς φίλε μου παιδική αναλογία στη παρηγοριά.
Κάναμε παρέα πολύ καιρό, όμως όποτε έμπαινα στο σπίτι τους είχα εκείνη τη συστολή του φτωχού. Αφού να φανταστείς κάποτε, μου δώσανε να πιώ τσάι που είχανε ξεχάσει να βάλουνε ζάχαρη. Το ήπια έτσι, χωρίς ζάχαρη, αφού ντρεπόμουνα να το ζητήσω.
Τους ξαναβρήκα πολλά χρόνια αργότερα στη θεσσαλονίκη σαν φοιτητής. Ητανε αρχές καλοκαιριού του '66 και ως περί πολλού τότε ασχολούμενος με τις τέχνες και τα γράμματα, είδα την αδελφή του Στέφανου, την Βαγγελιώ. Ξέχασα να πω παραπάνω ότι υπήρχε και μιά αδελφή. Την είδα λοιπόν στην αίθουσα της ΤΕΧΝΗΣ, σε μιά έκθεση ζωγραφικής. Μείναμε να κοιταζόμαστε περίεργα με μιά θετική προδιάθεση ο ένας γιά τον άλλο, αυτός είναι, δεν είναι αυτός, σαν εκείνη δηλαδή τη σαχλή διαφήμηση της μπύρας, που πιά όλο κι ο ένας θυμίζει κάτι στον άλλο κι έπειτα αφού θυμηθούνε, αγκαλιάζονται και πάνε να πιούνε μπύρες. Πήγαμε στο σπίτι της στη Πάνω Τούμπα όπου είδα και τον Στέφανο, αρκετά χοντρό, μα πάντα με το φωτεινό του πρόσωπο, χαμένο μέσα σε καλώδια ηχογραφήσεων.


*
Στα δυό καλοκαίρια που μέναμε στην Αρκαδιουπόλεως, ξεκινούσαμε πολλά παιδιά μαζί και πηγαίναμε στη Κόκκινη Γέφυρα που βρισκότανε αρκετά βαθειά προς το βορρά της πόλης και μετά το τέλος της περιοχής του Μπέη Μπαξέ.
Τη λέγανε κόκκινη γιατί κάποτε κάποιος παλαβός στα δύσκολα εκείνα χρόνια της εθνοκάθαρσης, την έβαψε ένα βράδυ κόκκινη για να κάνει πλάκα στην εξουσία, που τόσο ανόητη ήταν, ώστε και με μόνο το χρώμα αυτό πάθαινε χλαπάτσα. Βέβαια ώρες μόνο έμεινε κόκκινη γιατί φρόντισαν αμέσως να την επαναφέρουν στην τάξη μ’ένα μαύρο χρώμα, που το χύσαν τόσο πολύ πάνω της, ώστε να βαφεί και το χώμα γύρω της στο μισό μέτρο. Ομως πάλι ένα θαυματουργό και κρυφό χέρι την ξανάφερε στα λογικά της και ήρθε και ξανάγινε κόκκινη κόκκινη κι ωραία, οπότε και οι άρχοντες παραιτήθηκαν καταλαβαίνοντας φαίνεται με τι ανοησίες ασχολιόντουσαν.
Ομως μην πάμε μακρυά. Και πριν από λίγα χρόνια, μεσολαβούσης πια της δημοκρατίας, διάσημος πολιτικός παράγοντας της περιοχής, έδωσε εντολή και γκρέμισαν με φουρνέλο δυό μεγάλους βράχους με όμορφες καμπύλες που ακουμπούσαν ο ένας πάνω στον άλλο σαν γυναικεία χείλη. Οι ορειβάτες και οι φυσιολάτρες της περιοχής τα είχανε βάψει κόκκινα και φαινότανε από μακριά η ερωτική αυτή πρόκληση της φύσης. Ηταν το καύχημα τους. Ονόμασαν τη τοποθεσία, τα χείλη της Μονρόε και ήταν γι’αυτούς οριακό σημείο συνάντησης για τις περαιτέρω εξορμήσεις τους.
- Τι αηδίες είναι αυτές, διεμήνυσε οργισμένος στους παρατρεχάμενους ο παράγοντας. Ανεβαίνουν και μικρά παιδιά εδώ.
Ομως ποιός άρχοντας νομιμοποιείται τελικά να καθορίζει με την αισθητική του το τοπίο και κατά προέκταση τον πολιτισμό που κάθε λαός έχει το δικαίωμα να καρπώνεται και μέσα απ’ αυτόν να μαθαίνει και να παράγει κι ο ίδιος πολιτισμό. Πως μπορεί με μιά του απόφαση, που δεν περνά από τον έλεγχο κάποιου θεσμού, να προσβάλει βάναυσα και να αλλοιώνει την ομορφιά που κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κουβαλά μέσα του και να τη ζεί με τους συνανθρώπους του. Ψιλά γράμματα θα μου πεις. Τέλος πάντων, κατάφερα πάλι να θυμώσω.
Μόλις φτάναμε λοιπόν με αλαλαγμούς χαράς και τρέχοντας ποιός θα προλάβει πρώτος, ξεβρακωνόμασταν και πέφταμε σε μιά γκιόλα βαθιά μέχρι τη μέση μας και λίγο παραπάνω και πλατιά, το πολύ πολύ ίσα με τέσσερα μέτρα. Τότε μας φαινότανε μεγάλη ή τέλος πάντων ικανή για να εξυπηρετήσει τα καλοκαιριάτικα εκείνα πλατσουρίσματα. Βέβαια, από τον συνωστισμό ανακατώνονταν το νερό με τη λάσπη του πυθμένα και φεύγαμε από κει με κάτι μάτια κατακόκκινα από τη θολούρα της γκιόλας. Οταν πολύ αργότερα ξαναπέρασα από κει, η τοπογραφία είχε εντελώς αλλάξει. Φαίνεται πως οι προσχώσεις κάναν όλες αυτές τις αλλαγές, σε σημείο μάλιστα ν’αρχίσω να αναρωτιέμαι αν ποτέ κάναμε εκεί μπάνιο.
Αλλες φορές πηγαίναμε στο Ανάχωμα. Ετσι λέγαμε με δικιά μας ολότελα ονομασία, τη περιοχή πίσω από τη σιδηροδρομική γραμμή, κοντά στον Οβά Τσεσμέ. Είχε ένα ποτάμι που εμείς σχεδόν πάντα το βρίσκαμε ξερό. Λογικό θα μου πείς αφού πηγαίναμε πάντα εκεί καλοκαίρια. Αυτό το ανύπαρκτο λοιπόν γιά μας ποτάμι, είχε στις όχθες του ψηλά αναχώματα. Αργότερα όσο κι άν έψαξα, δεν μπόρεσα να το βρώ, θύμα φαίνεται κι αυτό της εξέλιξης και των εγγείων βελτιώσεων.
Εκεί λοιπόν ήταν ο τόπος γιά τις πρώτες μαλακίες. Εκεί και η ανταλλαγή απόψεων περί τα σεξουαλικά. Ερχότανε πάντα μαζί μας και μάλιστα τον είχαμε αρχηγό, ο Παρασκευάς ο Παντούδης, που ήτανε μήνες ή το πολύ ένα χρόνο μεγαλύτερός μας, αλλά ήτανε ο μόνος απ'ολους μας που το τσουτσούνι του είχε αρχίσει να μαυρίζει. Οι δικιές μας άσπρες κι απελπιστικά μικρές. Ούτε κουβέντα βέβαια γιά εκσπερματώσεις αφού η ηλικία μας γι'αυτά ήταν απογοητευτική.
Κοντά σε κείνο το ανάχωμα κι αμέσως μετά τις γραμμές του τρένου, είχε κάτι κανάλια μικρά, όπου τα βατράχια και τα νερόφιδα γέμιζαν το τόπο. Ετοιμάσου πάλι γιά σκληρότητες. Παίρναμε μαζί μας ξυραφάκια και πιάναμε βατράχια γιά να τα εγχειρήσουμε. Τα σκίζαμε τα κακόμοιρα στη κοιλιά, παριστάνοντας τους γιατρούς, γιά να ικανοποιήσουμε μιά περιέργεια χωρίς λόγο και χωρίς ίχνος βέβαια έφεσης γιά μάθηση.
Εγώ τουλάχιστον είχα τη τιμωρία που μου αναλογούσε γι'αυτά τα σκληρά καμώματα. Ξεχνούσα πολλές φορές το ξυραφάκι στη τσέπη μου και σχεδόν πάντα την επόμενη μέρα, όταν έχωνα βαθιά τα χέρια μου στις τσέπες έκοβα τα δάχτυλά μου. Ο χειρότερος πόνος όμως ήταν αλλού. Λίγο αργότερα, όταν ξεχνούσα το κόψιμο και λύγιζα τα δάχτυλα άθελά μου, ένοιωθα αμέσως εκείνο τον ανατριχιαστικό οξύ και ελάχιστα διαρκούντα πόνο, που σε κυριεύει όταν αποσπώνται οι έτοιμες να κολλήσουν πλευρές του κοψίματος και που σε κάνει να ορκίζεσαι ότι δεν πρόκειται να πιάσεις ξυραφάκι ποτέ.

*
Στα 1953 και προς το τέλος του καλοκαιριού, αποφάσισε ο πατέρας μου να μας στείλει στη Κρήτη, τη μάνα μου, τη θειά μου την Καλλιόπη κι εμένα. Το ταξείδι εκείνο δεν είχε να κάνει με διακοπές, αλλά μάλλον πηγαίναμε εκεί, με σαφείς εντολές του πατέρα μου γιά την τακτοποίηση των κληρονομικών του υποθέσεων στη πατρίδα του, αφού ο ίδιος, όπως έμαθα πολύ αργότερα, ήταν μαλωμένος με τους συγγενείς του και γιά να τους τιμωρήσει, αποφάσισε να κόψει κάθε επαφή μαζί τους.
Μου αγόρασαν ένα όμορφο ναυτικό κοστούμι με το καπέλο του, και ειρήσθω εν παρόδω, δεν νομίζω να υπάρχει πενηντάρης σήμερα, που τότε να μην είχε φορέσει ένα ναυτικό κοστούμι, και μιάν αυγή ξεκινήσαμε οι τρείς μας γιά την Κρήτη. Πήραμε το πλοίο από τη Θεσσαλονίκη και ταξειδέψαμε μιά μέρα και δυό νύχτες. Και τις δυό βραδυές έμεινα αρκετή ώρα ξάγρυπνος, κοιτώντας το μαύρο κι άραχνο του βαθύ πελάγους, που δεν σού έδινε κανένα σημάδι γιά να μετράς τις αποστάσεις και να νοιώθεις ότι υπάρχεις. Ηταν η πρώτη φορά που έμενα μόνος απέναντι στα θαύματα του κόσμου και τα στοιχεία της φύσης.
Φτάσαμε βράδυ. Από το χωριό, τις Δαφνές, δεν θυμάμαι πολλά πράμματα. Γέροι μ'αγγάλιαζαν, γριές με φιλούσαν, και λέω βέβαια γριές και γέροι, αφού σε κείνη την ηλικιά και τους σαραντάρηδες γέρους τους βλέπαμε. Οπου πηγαίναμε, από τα πολλά παινέματα άστραφτα μέσα κι έξω με τη ναυτική μου στολή.
- Ωχου καλέ αντράκι πο’γινε, γιά διέ το.
- Κοίτα το τσίνουρα πο’χει. Μωρέ θα σφάζονται για δαύτο.
- Κρίμα στην ελιά που θα τηνε κρύβει το μουστάκι.
Τζαναμπέτης όμως ήμουν και στη Κρήτη και κεί που όλοι απορροφημένοι κουβεντιάζανε για το πώς και για το τι, στα τόσα και τόσα που λέγαν μεταξύ τους, βρήκα την ευκαιρία ν’ασχοληθώ με το αγαπημένο μου παιχνίδι, τη φωτιά. Αναψα λοιπόν πολλά σπίρτα μαζί κι όπως ήταν επόμενο πήρε φωτιά ένα πετσετάκι της κουζίνας. Προκλήθηκε για λίγο ένας μικρός πανικός και η θειά μου η Καλλιόπη ανάλαβε να τακτοποιήσει το ζήτημα κατά την άποψή της.
- Γάιδαρε, όλο τέτοια μας κάνεις. Τι θα λένε βρε για σένα οι άνθρωποι. Φυλακή βρε. Φυλακή θα καταντήσεις.
Και με κυνηγούσε σ’ολο το σπίτι για να μου τις βρέξει. Μη μπορώντας όμως να με φτάσει, αμολούσε πιάτα τσίγκινα πάνω μου να με χτυπήσει. Μ'άρπαξε ένα στο σβέρκο κι έβαλα τα κλάμματα, όχι τόσο από τον πόνο, αλλά περισσότερο γιά να σταματήσει να με κυνηγά, αφού με τον πόνο που έδειξα ότι μ'επιασε, εκπληρώθηκε στα μάτια της ο σκοπός του σωφρονισμού μου.
Δες τώρα τι σου κάνουν οι συμπτώσεις. Την ίδια βραδυά αρρώστησα. Ηταν μιά από κείνες τις ξαφνικές παιδικές αρρώστιες, που σήμερα οι γιατροί τις αποδίδουν σε ιούς, και μαζί με τον πυρετό άρχισε να τρέχει η μύτη μου αίμα. Τότε γινόταν ταχτικά αυτό και, μέσα στο γενικό μου παράπονο, δεν θεώρησα ότι έπρεπε να το κάνω θέμα. Μόνο κατάπινα συνεχώς και γιά αρκετή ώρα το αίμα της μύτης μου ως που σταμάτησε.
Αργά το βράδυ μπούκωσε φαίνεται το στομάχι μου κι έκανα εμετό. Βλέποντας τα αίματα η μάνα μου και η θειά μου τρελλάθηκαν. Νύχτα, μακρυά από γιατρούς και νοσοκομεία, βάλανε μπρός τα μεγάλα μέσα με το θεό κι αρχίσανε τα ταξίματα. Η θειά μου περισσότερο γιατί ένοιωθε κι ένοχη συνδέοντας την αρρώστεια μου με το πιάτο που μου πέταξε.
Τις καταχάρηκα έτσι αρκετή ώρα κι όταν μετά από ένα μικρό συμβούλιο των δικών μου και της οικογένειας που μας φιλοξενούσε, αποφάσισαν να με πάνε νύχτα με τ'άλογα στο γιατρό, τους έσκασα την αλήθεια. Οι καλοί εκείνοι άνθρωποι ανακουφίστηκαν και πήγανε γιά ύπνο. Στα μάτια όμως της μάνας μου και περισσότερο της θειάς μου, διέκρινα σαν σπίθα την άγρια διάθεση να με καταχερίσουν γιά τη λαχτάρα που τους έδωσα. Αναγκάσθηκαν όμως κι αυτές να δείξουν την ίδια ανακούφιση, μεταθέτοντας γιά ευθετώτερο χρόνο την ανάγκη τους γιά απόδοση δικαιοσύνης από τη λαχτάρα που τράβηξαν. Η θειά μου μόνο, που ποτέ της δεν ήθελε να αφήνει δανικά στο αντριλήκι της, φεύγοντας από το δωμάτιο μου σφύριξε στ'αφτί.
- Θα σε σφάξω κακομοίρη μου. Στ’ορκίζομαι στη ψυχή της μάνας μου, μόλις φτάσουμε στα Σέρρας θα σε μαυρίσω στο ξύλο.
Αυτή η ευχή της, όπως και τόσες άλλες άλλωστε, ποτέ δεν εκπληρώθηκε, προς βλάβη βεβαίως της ψυχής της μάνας της που στο κάτω κάτω δεν έφταιγε σε τίποτα.



*
Εκείνο το χρόνο, υπολογίζω στα 1953, ανακάλυψα και τη xρησιμότητα του χρήματος. Μ’ολα τα σωστά μου καθόμουνα κι έγραφα σε θειούς μου στη Κρήτη γράμματα με διάφορες ανοησίες γιά να τα τελειώνω πάντα με την φράση, Αγαπητέ μου θείε, στείλε μου σε παρακαλώ ένα τάληρο γιατί το χρειάζομαι.
Εχωνα το χέρι στις τσέπες του πατέρα μου κι έπαιρνα, θέλοντας να κάνω και τον ξύπνιο, χαρτονομίσματα όχι μεγάλης αξίας, γιά να μη το καταλάβει, αλλά αρκετά γιά να ικανοποιήσω μιά ξαφνική μανία μου γιά ξόδεμα. Μέσα σ'αυτή μου τη μανία, κερνούσα συνέχεια γιά να μου τελειώνουν τα λεφτά πιό γρήγορα. Να παγωτά, να γλυφιντζούρια και ζαχαρωτά, μαλί της γριάς και κάτι χρωματιστά υγρά, κρύα υποτίθεται, με όλα τα φανταχτερά χρώματα και γλυκαντζούρες, που τα πουλούσε ένας γέρος όλο ζάρες στο πρόσωπο κι άσπρη στολή, ο θεός να την κάνει άσπρη.
Ομως εκεί που χανόμουνα κι έδινα τα περισσότερα χρήματα ήταν το επιδιασκόπιο. Είδες λέξη ε; Σπουδαία και τεράστια. Το λέω έτσι γιατί έτσι μας το διαφήμιζε ο κουβαλητής του. Ητανε ένα ξύλινο τρίποδο, όπου στο ύψος περίπου των παιδικών αναστημάτων μας, είχε δύο τετράγωνα ανοίγματα με φακούς, που τους προστάτευε μιά ξύλινη κατασκευή καμπυλωτή, γιά να είναι τα μάτια μας απερίσπαστα στο μικρό εκείνο σκοτεινό θάλαμο και μακρυά από το φώς της μέρας. Εφαρμόζαμε λοιπόν εκεί το κεφάλι μας, κι ο επίσης γέρος και με άσπρη λερή φορεσιά, έβαζε από την άλλη μεριά των φακών και σε ορισμένη απόσταση που τη καθόριζε μιά επίσης ξύλινη μικρή οθόνη, φωτογραφίες από πόλεις άλλων τόπων και εποχών.
- Εδώ κύριοι, τόπιασες το κύριοι; βλέπετε τας Βερσαλίας με τα πλουσιοπάροχα πάρκα και τα γάργαρα νερά.
Ο άνθρωπος πάρκα έβλεπε, σού λέει νερά θάχει.
- Εδώ κύριοι η Αψίς του θριάμβου όπου γίνονται οι θρίαμβοι.
Και τα λοιπά. Κι εμείς με γουρλωμένα μάτια να προσπαθούμε να σβύσουμε τη δίψα μας γιά τόπους χωρίς βατράχια, αναχώματα και δρόμους πνιγμένους στη σκόνη και στη πέτρα. Εκείνα τα χρόνια άσφαλτο είχε μόνο η οδός Μεραρχίας, η Ερμού και τα μικρά δρομάκια γύρω από το κέντρο της πόλης.



*
Κοντά στην Αρκαδιουπόλεως, αλλά πιό κοντά βέβαια στην οδό Θεσσαλονίκης, ήταν και το Rex. Ετσι το γράφανε με μικρά και ξένα γράμματα. Ητανε το καλοκαιρινό σινεμά που το εκμεταλευότανε τότε ο Δενδρηνός. Δενδρηνός δε ήτανε το επώνυμο μεγαλέμπορα της περιοχής, που εμπορευότανε χοντρικά καραμέλες και τσιγάρα.
Σε απόσταση διακοσίων μέτρων και επί της οδού Μεραρχίας, όπως άλλωστε και το Rex, βρισκότανε ο ΕΣΠΕΡΟΣ. Κι αυτός καλοκαιρινό σινεμά πνιγμένο στο αγιόκλημα, όπου κάθε μέρα πριν την έναρξη της προβολής, ο μηχανικός το πότιζε και τα ρουθούνια των θεατών κόντευαν να σπάσουν από τις μυρωδιές.
Και τώρα στην ουσία του πράγματος. Ενα καλοκαίρι αυτά τα δύο σινεμά ανταγωνιζότανε στη χαμηλότερη τιμή του εισιτηρίου. Πέντε δραχμές το Rex, τέσσερις ο ΕΣΠΕΡΟΣ. Τρισήμυσι το Rex, Τρείς ο ΕΣΠΕΡΟΣ. Δύο κι ογδόντα το Rex, δύο και πενήντα ο ΕΣΠΕΡΟΣ. Βλέπεις όσο κατέβαιναν στη τιμή, τόσο πιό πολύ σκάλωναν στην απλοχεριά. Τελικά νικητής βγήκε το Rex με είσοδο δύο δραχμές και είκοσι λεπτά κι από πάνω μιά καραμέλα γεμιστή, αφού ο Δενδρηνός που το εκμεταλευότανε, είχε την αντιπροσωπεία με τις καραμέλες και του ερχότανε φθηνά.
Το Rex πολλά χρόνια αργότερα το πήρε ο Κώστας ο Σαρρής που είχε γιά βοηθό του το γιό του γιατρού του Στασινόπουλου, τον Χρύσανθο. Ο Χρύσανθος σπούδασε στη Βιομηχανική αλλά είχε πάθος με το σινεμά. Τον ρωτούσες που λές, το 1966 τα Χριστούγεννα στο ΡΙΒΟΛΙ της Αθήνας τι έργο είχε, και μπορούσε να σου απαντήσει και ποιό έργο είχε και ποιοί έπαιζαν, αλλά και το κυριώτερο, πόσα εισιτήρια είχε κάνει. Ψώρα δηλαδή. Αγόραζε εφημερίδες κι έκοβε αποκόματα από διαφημίσεις έργων, που τα κολούσε σ'ενα χοντρό τετράδιο. Πήγαινε σε δύο και τρία σινεμά τη μέρα κι έβλεπε τις ταινίες τους. Τέτοια τρέλλα. Και κάπνιζε. Κάπνιζε πολύ. Τόσο που έβαζε ξυπνητήρι στις τρείς τη νύχτα γιά να ξυπνήσει και να καπνίσει. Δε σου κάνω πλάκα. Τα ξέρω αυτά γιατί είχα τη τύχη να τον έχω συγκάτοικο γιά δυό χρόνια στη Θεσσαλονίκη όταν ήμασταν φοιτητές.
Αυτός λοιπόν ο Χρύσανθος μαζί με τον Σαρρή, κάθε χρόνο από τη μεγάλη βδομάδα, ή νωρίς ή αργά έπεφτε το Πάσχα, άνοιγαν το Rex το απόγευμα και με τα φανελάκια και οι δυό, πότιζαν τα λουλούδια του σινεμά, από την έξω μεριά του αυλόγυρου και επί της οδού Μεραρχίας, κι όποιος περνούσε θεωρούσαν πρέπον να κάνουν σχόλια του τύπου, ουφ! ζέστη σήμερα και άλλα παρόμοια, μπας και τους πείσουν με τον πλάγιο αυτό τρόπο να μπούν στο σινεμά.


*
Η πόλη τότε είχε τέσσερα ή πέντε ταξί, μαύρα και στο σχήμα των εγγλέζικων και δυό τρία γιώτα χι. Θυμάμαι του γιατρού Σπυρίδη και του Νάσιουτζικ, του ιδιοκτήτη της υδροηλεκτρικής εταιρείας, πριν τη ΔΕΗ. Τα ταξί παρκάρανε στη βορινή πλευρά της πλατείας Ελευθερίας, που τότε ήταν μιά τεράστια κι άχαρη αλάνα, γεμάτη χώμα κι ελάχιστα λυμφατικά δεντράκια γύρω της. Καθότανε εκεί με τις ώρες και περιμένανε πελάτες που σχεδόν αποκλειστικά είχανε γιά προορισμό τους τον σιδηροδρομικό σταθμό, γιατί αφ'ενός μεν υπήρχανε μπαγκάζια και βαλίτσες και ήταν πολύ μακρυά, περίπου τρία χιλιόμετρα από τη πόλη, κι αφ'ετέρου, ήτανε πολυτέλεια να καβαλήσει κανείς ταξί γιά να μετακινηθεί μέσα στη πόλη, ή εγώ τουλάχιστον έτσι νόμιζα, εφόσον το οικονομικό μου περιβάλον καθόριζε και τη λογική μου.
Αλλο ξεκίνησα να πώ. Με δυό τρία αυτοκίνητα και έξι ταξί καταλαβαίνεις σε τι ρυθμούς ζούσε η πόλη. Οι άνθρωποι περπατούσανε στη μέση του δρόμου, παρέες παρέες κουβεντιάζανε εδώ κι εκεί καπνίζοντας και πίνοντας τον καφέ τους έξω από τα καταστήματα, κανένας δε βιαζότανε και οι καινούριοι στη πόλη μάζευαν όλα τα βλέμματα, σαν στα γουέστερν.
Οι θόρυβοι ήταν ελάχιστοι και μπορούσες ν'ακούς το χειμώνα το χιόνι να πέφτει μ'εναν ήχο που αν τον έζησες μικρός, ποτέ δεν μπορείς να τον ξεχάσεις. Ακουγότανε σ'ολη τη πόλη ένα συνεχές φρόισμα, όχι θρόισμα, αφού ήτανε ένα μόνιμο φρ φρ, μιάν άχνα ήχου που σ'εκανε ευτυχισμένο, χωρίς να ψάχνεις και πολύ τους λόγους. Και την άλλη μέρα το πρωί όλα άσπρα και ήσυχα. Σαν Χριστούγεννα.


*
Στην Αρκαδιουπόλεως ξεκίνησε και η ιστορία με το χάσιμο του δεξιού μου ματιού. Από τη πίσω μεριά του σπιτιού που καθόμασταν, υπήρχε εκείνη η μεγάλη αλάνα του παζαριού που σου έλεγα. Καθόμουν παράμερα κι έβλεπα τους υπόλοιπους να παίζουν μακρυά γαϊδάρα. Οταν σηκώθηκα να πάω στο σπίτι, ένοιωσα να μου τρυπούν με βελόνες τα πόδια μου κάτω από τα πέλματα. Κι αυτό δεν είναι παρομοίωση υπερβολής που συνηθίζουν όταν περιγράφουν μιάν αρρώστια. Πραγματικά ένοιωθα να μου τα τρυπούν. Εφτασα στο σπίτι, απόσταση διακόσια μέτρα, με ρίγος και την άλλη μέρα το πρωϊ, ξυπνησα και δεν έβλεπα από το δεξί μου μάτι.
Ο πατέρας μου μ'αρπαξε αλαφιασμένος και με πήγε στον Κηροπλάστη, τον μοναδικό τότε οφθαλμίατρο στη πόλη. Είχε το ιατρείο του σε μιά γωνιακή διώροφη οικοδομή, αυστηρή και θλιβερή μαζί, απέναντι από τη Νομαρχία. Με εξέτασε αρκετή ώρα και τελικά, μή μπορώντας να καταλάβει τι έχω, συμβούλεψε τον πατέρα μου να με δεί ο Τσίπας, ένας οφθαλμίατρος στη Δράμα, που είχε μεγάλη φήμη ως καλός γιατρός.
Την ίδια μέρα, μ'ενα ταξί ξεκινήσαμε γιά τη Δράμα. Φτάσαμε αργά κι έχω ακόμα μέσα μου την αίσθηση ενός περίεργου παιδικού τρόμου κι ένα κύμμα θλίψης, που βρισκόμουν σε ξένους γιά μένα χώρους, που μου τους επέβαλε μιά επικίνδυνη και σκληρή αρρώστεια. Ηταν η πρώτη φορά που έφευγα από την αγγαλιά της μάνας μου.
Ανεβήκαμε τη σκάλα σ'ενα τεράστιο παλιό τριώροφο σπίτι και κλινική μαζί. Με βάλανε να περιμένω σε μιά σάλα μισοσκότεινη κι ο πατέρας μου μέσα στο γραφείο του γιατρού, να του λέει πιθανώς το ιστορικό μου. Υστερα θυμάμαι το γιατρό από πάνω μου να μυρίζει έντονα τσιγάρο και να με εξετάζει αρκετή ώρα σοβαρός. Κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω, ένοιωσα έναν αφόρητο πόνο στο μάτι μου και σε λίγο δεν μπορούσα να το κλείσω από το πρήξιμο. Αργότερα μου είπανε ότι είχανε βάλει φάρμακο με μιά σύριγγα μέσα στο χαλασμένο μάτι μου.
Τέλος πάντων να μην τα πολυλογώ, από εκείνο το βράδυ έμεινα στη κλινική του Τσίπα. Μόνος, αφού ο πατέρας μου έφυγε για τις Σέρρες το ίδιο βράδυ, μ'ενα τρόμο που τον μεγάλωνε θεόρατα το από παντού άγνωστο, σφιγμένος γιά να μη κλάψω, ήμουνα εκεί με τις ώρες άγρυπνος, περιμένοντας να πάψω να βλέπω οριστικά.
Σε δυό μέρες με βάλανε στο χειρουργείο. Βέβαια τότε ούτε που ήξερα τέτοιες λέξεις και τι αντιπροσώπευαν. Μου κάναν τοπική αναισθησία κι έτσι άκουγα κι έβλεπα από το αριστερό μου μάτι κάτω από ένα λεπτό ύφασμα άσπρο, κι άρχισε από πάνω μου ο γιατρός, Τασούλα ψαλίδι, Τασούλα γάζες, Τασούλα κι εγώ δεν ξέρω τι, κι έπειτα πίσω στο δωμάτιο. Ετσι έχασα το μάτι μου. Ησυχα, παστρικά και χωρίς πολλές κουβέντες.
Τότε βέβαια δεν τόξερα κι όταν ήρθε ο πατέρας μου γιά να με πάρει πίσω στο σπίτι, στο δρόμο γιά το σταθμό του τρένου, μου την έσκασε την αλήθεια. Δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, μονο άρχισα να κλαίω και να κλαίει κι ο πατέρας μου, αυτός κι αν έβαζε ταχτικά τα κλάματα με το παραμικρό, κι έκατσα στην άκρη μιάς γέφυρας θυμάμαι και συνέχισα το κλάμα.
Ετσι με το μάτι. Και μετά στη γειτονιά, γιά χρόνια αντιμέτωπος με τη παιδική σκληρότητα. Γιού! γκαβομάτη και τέτοια. Μη τα συζητάς, άστα καλύτερα.


ΟΔΟΣ ΠΡΟΥΣΣΗΣ

*
Ξανά μετακόμιση. Λες και κυνηγούσανε τον πατέρα μου και γω δε ξέρω τι. Ισως να του έμεινε από τα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου κι ο έρμος έβλεπε από παντού να τον κυνηγάει το κακό.
Ερχότανε στο σπίτι την Τρίτη κι έλεγε στη μάνα μου.
- Την Πέμπτη μετακομίζουμε.
Κι αυτή η κακομοίρα ούτε που ήξερε πού και γιατί. Μόνο σηκωνότανε το πρωί της Πέμπτης κι άρχιζε να δένει με σχοινιά τους μπόγους, που είχε εν τω μεταξύ ετοιμάσει από βραδύς. Τύλιγε τα πιατικά σε κουβέρτες, όπως και τα μικροέπιπλα κι άρχίζαμε το κουβάλημα. Υπήρχαν και πολλά χέρια, δεν ήταν δύσκολο. Η μετακόμιση κρατούσε όλη τη μέρα. Δούλευε τότε ο πατέρας μου σε μιά κοινοπραξία φορτηγών αυτοκινήτων και του ερχότανε φθηνά τα μεταφορικά.
Την ίδια μέρα το βράδυ μας βάζανε γιά ύπνο πρόχειρα πρόχειρα κι αργούσα να κοιμηθώ, προσπαθώντας να συλλάβω τους όγκους του καινούριου σπιτιού, τις γωνιές του και την απέραντη μοναξιά μου στη νέα γειτονιά, με παιδια που ούτε τα ήξερα, αλλά και δεν ήθελα να τα μάθω, αφού είχα ακόμα πολύ έντονα μέσα μου τις γεροδεμένες φιλίες συνομήλικων της γειτονιάς που αφήσαμε.




*
Το σπίτι της οδού Προύσσης βρισκότανε πίσω από την εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων, στα Τσερκέζικα. Ηταν ένα περίεργο διώροφο, αφού το ισόγειό του ήταν ένας ενιαίος χώρος χωρίς πάτωμα κι αυτό, μόνο με χώμα. Μέναμε από πάνω κι ανεβαίναμε από μία σκάλα τσιμεντένια, που από την εξωτερική της μεριά δεν είχε μπάρα γιά να πιάνεσαι. Το πρόβλημα δεν υπήρχε γιά μας που σαν κατσίκια ανεβαίναμε και κατεβαίναμε παντού, ούτε και γιά τους γονείς μου που ήταν εκείνα τα χρόνια ακόμη νέοι σχετικά, αλλά γιά την μητριά της μάνας μου, την γιαγιά την Ελένη, που τότε ήταν ογδόντα χρονώ κι έμενε μαζί μας από τότε που φύγαμε από το χωριό. Οσο να πείς δυσκολευότανε η έρμη στις σκάλες. Οποτε ήθελε να κατέβει φώναζε κάποιον από μάς να τη κρατά κι όταν λείπαμε, κατέβαινε μόνη της με τη ψυχή στο στόμα και ψηλαφητά με το τοίχο γιά περισσότερη σιγουριά.
Δεν είχαμε κι άλλους να κάθονται μαζί μας, όπως τα προηγούμενα σπίτια, δείγμα κι αυτό ότι τα οικονομικά μας πήγαιναν κάπως καλύτερα. Το αναγκαίο του σπιτιού, το καμπινέ δηλαδή, βρισκότανε στην ανατολική άκρη της αυλής, όπως σχεδόν και σ'όλα τα άλλα σπίτια άλλωστε, γιά λόγους υγιεινής, αφού τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά συστήματα που να το καθιστούν άοσμο. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε περίπτωση τα καμπινέ της εποχής να μήν είχαν μιάν ελαφρά ή δυνατώτερη οσμή, ανάλογη με την έφεση της νοικοκυράς του σπιτιού στην καθαριότητα.
Στην μετακόμιση αυτή δεν συνέβαλα, αφού εκείνο τον καιρό ήμουν στην Δράμα, στην κλινική του Τσίπα, όπου έμενα γιά να αναρρώσω από την πετυχημένη κατά τα άλλα εγχείρηση.
Κι αυτό το σπίτι είχε μιάν αυλή μπροστά χωρίς φράχτη και μιά θεόρατη μουριά, που της είχα κρεμάσει ένα κινητό μονόζυγο, συνεπαρμένος από μιά ταινία με τον Μπάρτ Λάγκαστερ, όπου ερμήνευε τον ρόλο ενός ακροβάτη που έκανε πράμματα και θάματα. Η αυλή αυτή συνεχιζότανε και πίσω από το σπίτι, όπου κι εκεί υπήρχαν μουριές, όχι όμως του μεγέθους της μπροστινής.
Εκείνα τα χρόνια οι μουριές ήταν σχεδόν παντού. Εκτός από τον καρπό τους, που τότε αποτελούσε το εθνικό φρούτο όλων μας, τις καλλιεργούσανε και γιά τα φύλλα τους, που με τη βοήθεια του μεταξοσκώληκα, αρκετές οικογένεις είχαν ένα πρόσθετο εισόδημα για να τα βολεύουν. Δεν θυμάμαι πώς γινόταν αυτή η διαδικασία, αλλά έχω μέσα μου αποτυπωμένες εικόνες από χαγιάτια και δωμάτια που ήταν γεμάτα φύλλα, από τα οποία τρέφονταν το σκουλήκι, που στη συνέχεια τυλιγότανε με λεπτα χρυσοκόκκινα νήματα μέχρι να σχηματισθεί το κουκούλι. Τα μαζεύανε μετά και τα πηγαίνανε στο μεταξουργείο.
Θυμάμαι ένα τέτοιο πίσω από το χαμάμ της οδού Αγησιλάου. Το είχε κάποιος Γεώργιος Αξεχερλίδης, ένας ψαρομάλης ψιλός και το μεταξουργείο του σκορπούσε μιά βρώμα από το βράσιμο των κουκουλιών, μέχρι τον ουρανό. Φαίνεται πως η φύση τόχει σαν διασκέδαση, μερικές φορές από το βρώμικο και το αχαμνό, να βγάζει μετάξια και θαύματα.



*
Ενα βράδυ που κατέβηκα προς νερού μου, βλέπω στην άκρη της μπροστινής μας αυλής ένα ζευγαράκι, έτσι τα λέγαμε, να αγκαλιάζονται και ο νεαρός να την φιλά περιπαθώς στο στόμα. Κρύφτηκα γιά να μη με δούν, ελπίζοντας σε περισσότερα πράγματα, μιά και τότε οι οπτικές παραστάσεις από το είδος σπάνιζαν και μόνο με τα λόγια περιγράφαμε όσα μπορούσαμε να περιγράψουμε. Μετά το τέλος του φιλιού που λές, το οποίο άς σημειωθεί μου έδωσε την εντύπωση ότι το καταχάρηκε και η κοπέλα, του στράφτει ένα χαστούκι στα ξαφνικά, που ήταν σα να το'φαγα εγώ. Τόση εντύπωση μου έκανε.
Πολύ αργότερα όταν άρχισα να πηγαίνω σινεμά συχνότερα και να βλέπω αισθηματικές τανίες, κατάλαβα την αναγκαιότητα εκείνου του χαστουκιού, που έφερνε την κοπέλα λίγο στή θέση της ντίβας και περισσότερο στην έμπρακτη διαβεβαίωση προς τον υποψήφιο εραστή ή αρραβωνιαστικό στην καλύτερη περίπτωση, ότι δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο νεαρός που τόφαγε πιστεύω να το ευχαριστήθηκε, γιατί πιστός κι αυτός στους ηθικούς κώδικες της εποχής, σίγουρα έβγαλε το συμπέρασμα, ότι είχε να κάνει με κορίτσι από σπίτι.
Τέτοια τα καμώματα από εκείνη την εποχή, που όμως βοηθούσαν το κόσμο εκείνα τα χρόνια να ζεί με τις λιγώτερες δυνατές απώλειες, μέσα στο ασφικτικό πλαίσιο μιάς κοινωνίας που θεωρούσε ντροπή τα προ του γάμου σεξουαλικά.



*
Εκτός από το κινητό μονόζυγο που είχα κρεμάσει από τη μουριά, είχα κάνει με τη βοήθεια του συγχωρεμένου αδερφού μου του Μιχάλη, κι ένα κανονικό στην μπροστινή αυλή. Γιά το Μιχάλη ίσως σου μιλήσω καμμιά φορά. Εκείνο τον καιρό έκανα μονόζυγο σαν τρελλός. Εφτασα σε σημείο να κάνω τούμπες και σκέρτσα που έβγαζα από το νού μου και να κάνω τον κόσμο να λαχταρά μή και σκοτωθώ. Ανέβαινα πάνω του και ξεχνούσα να κατέβω. Τα χέρια μου είχαν κάλους σκληρούς λες και χτυπούσα κασμά χρόνια ολόκληρα. Κι όταν τέλειωνε το σχολείο που ήταν δίπλα μας, έτρεχα στο μονόζυγο να το καβαλήσω και ν'αρχίσω τα δύσκολα, γιά να με βλέπουν τα κορίτσια της τάξης μου που θα περνούσαν από κεί. Θυμάμαι σαν αίσθημα ακόμα την κρυφή περηφάνεια που ένοιωθα, αλλά και που με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να προδοθώ. Κι έτσι έκανα τα νούμερά μου αδιαφορόντας δήθεν γι'αυτές που με θαύμαζαν.
Είχαμε κι έναν γείτονα γέρο χιλίων χρονών που θύμωνε κάθε φορά που μ'εβλεπε να κάνω τα τρελά μου. Επιανε τη μάνα μου και τις έβαζε τις φωνές που μ'αφηνε να κάνω μονόζυγο. ΄Οχι από ενδιαφέρον γιά μένα και την υγεία μου. Η κακία του δεν του άφηνε τέτοια περιθώρια. Το έκανε από μιά ανόητη επίδειξη ισχύος που έχουν οι γεροντότεροι προς τους νεώτερους από αυτούς.
- Καλά μάνα είσαι συ; Ετσι και γλιστρήσει καμιά φορά θα σπάσει το κεφάλι του. Δεν είναι σωστά πράματα αυτά, εγώ σου τα λέω και αμαρτίαν ουκ έχω. Αμα συμβεί το κακό θάναι αργά.
Γιά λίγη ώρα μετά η μάνα μου, έβαζε τις φωνές και μετά ξεχνιόταν στις δουλειές της κι εγώ ξαναγυρνούσα στις τρέλλες μου.
Αυτός που λες ο ιδιόρρυθμος άνθρωπος είχε έναν γέρικο σκύλο χρώματος καφέ με άσπρο, κυνηγόσκυλο πρέπει να ήταν χωρίς όμως να διεκδικεί το κακόμοιρο ιδιαίτερους τίτλους καθαρότητας στη ράτσα του, που το αντιμετώπιζε σαν γιό του. Με ό,τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Αργούσε να έρθει στο κάλεσμά του και του έβαζε τις φωνές. Τι μαλάκα τον έλεγε, τι συμβουλές του έδινε και μάλιστα μπερδεμένες με απειλές, λές και το ζώο τον άκουγε και κατέγραφε τις νουθεσίες του ώστε να γίνει καλύτερο την επόμενη φορά. Τον έβριζε πατόκορφα, όταν καμμιά φορά κόπριζε στην αυλή και με τα σωστά του, του κρατούσε μούτρα με τις μέρες, περιμένοντας να του ζητήσει συγγνώμη. Μόνο λεφτά δεν τούδινε γιά χαρτζιλίκι. Και εκείνο το κακόμοιρο απορούσε αφού γιά τα ίδια πράμματα, άκουγε τα καλά και τα ανάποδα, ανάλογα με τις διαθέσεις του αφεντικού του και δεν ήξερε τι να κάνει ακόμα κι άνθρωπος να ήταν. Τέτοια σχέση.
Βγαίνανε κάθε απόγευμα μαζί και περπατούσανε στον Μπέη Μπαξέ που αργότερα μετονομάσθηκε σε κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων, αυτός μπροστά και το σκυλί πίσω του στα δυό μέτρα, και οι δυό τους με τη σοφή πείρα των γηρατειών τους. Τις περισσότερες φορές όταν κι ο καιρός βοηθούσε, καθότανε σε κανένα πεσμένο κορμό δέντρου σύριζα στο δρόμο, απ'οπου περνούσαν οι περιπατητές γιά την κοιλάδα κι έτσι και βρισκότανε κανείς μπόσικος γιά κουβέντα, έπιανε το αγαπημένο του θέμα που ήταν η πολιτική. Σε πέντε λεπτά είχε διορθώσει τα πάντα. Από την οικονομία μέχρι την εξωτερική πολιτική. Και είχε κι εκείνο το ελάττωμα να φωνάζει γιά να τον ακούσει ο άλλος, αφού ο ίδιος ήταν βαρήκοος και νόμιζε, όπως όλοι οι βαρήκοοι, πως αφού αυτός δεν έκουγε τη φωνή του, έτσι δεν τον άκουγαν και οι άλλοι. Τέτοιες ώρες έβρισκε κι ο σκύλος του την ησυχία του. Καθότανε αρκετά παράμερα και πάντα πίσω από την πλάτη του αφεντικού του και κοιμότανε μακάρια και ήρεμα μέχρι την ώρα της επιστροφής.
Εβριζε συνέχεια τη γυναίκα του με το παραμικρό κι έφτασε στα ενενήντα του χρόνια χωρίς να αρρωστήσει ποτέ, λέγοντας ταχτικά και πιστεύοντάς το.
- Να πεθάνω εγώ γιά να χαρεί τη σύνταξή μου αυτή. Αμ δε σφάξανε.


*
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι μας καθότανε μιά χήρα, η κυρά Ξανθίππη που είχε δυό μεγάλα παιδιά, τον Σίμο, ένα γεροδεμένο εικοσάχρονο τότε παληκάρι και την Κατερίνα, ένα λυγερό κορίτσι με σμιχτά φρύδια. Οταν πήγαμε σε κείνη τη γειτονιά, τότε τέλειωνε και το σπίτι που έχτιζαν μέσα στο ίδιο το οικόπεδο όπου ήταν και το παλιό τους, ένα χαμόσπιτο έτοιμο να τους πλακώσει. Μου έκανε εντύπωση η σεμνότητα των παιδιών της κι ο τίμιος και γλυκός τρόπος που φερνότανε στον κόσμο.
Μπροστά στο καινούριο σπίτι είχαν και το λάκο με τον ασβέστη. Τότε γιά το χτίσιμο των σπιτιών δεν έπαιρναν έτοιμο ασβέστη όπως σήμερα. Δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα οι ανάλογες βιομηχανίες και βιοτεχνίες που τον έφτιαχναν και τον πουλούσανε σε ιδιώτες και εργολάβους. Σ'αυτό τον τετράγωνο λοιπόν λάκο, έριχναν νερό και τις πέτρες του ασβέστη. Κι εκεί να δείς χαμός. Σε λίγα λεπτά άρχισαν να βράζουν και να κοχλάζουν ο ασβέστης με το νερό και σε λίγη ώρα να γίνεται ένας άσπρος χυλός, που έμενε κοχλάζοντας μέχρι αργά το βράδυ και γιά πολλές μέρες επικίνδυνος γιά όποιον τον έπιανε χωρίς λαστιχένια γάντια.
Σ'αυτόν λοιπόν το λάκο έπεσε η χήρα μιά κακιά στιγμή, λίγες ώρες μετά το βράσιμο. Τρέξαν τα παιδιά της και οι γειτόνοι και την βγάλανε με χίλιες προσπάθειες, αφού από παντού γύρω γύρω γλιστρούσε το έδαφος και τα καταφέρανε μόνο σαν ρίξανε ένα μακρύ κοντάρι που το έπιασε η χήρα και την τράβηξαν έξω. Εκείνη την ώρα ήταν σαν να μήν έγινε τίποτα, όμως σε λίγο άρχισαν τα ουρλιαχτά της, που ξέσχιζαν τον αέρα μέχρι αργά το βράδυ που βγήκε η ψυχή της. Τέτοιος σκληρός θάνατος, που αναλογίζομαι μήπως ο θεός μερικές φορές χάνει το μέτρο και σκορπά τυφλά κι αλόγιστα το κακό.



*
Eνα μεσημέρι μάθαμε πως στο αεροδρόμιο, αεροδρόμιο δηλαδή της μπάτσας, που βρισκότανε νότια της πόλης και κοντά στο συνοικισμό μας, που λεγόταν τότε και συνοικισμός των Σαράντα Μαρτύρων, ένα αεροπλάνο έπεσε πάνω σ'ένα δέντρο. Ολη η μαρίδα της γειτονιάς με φωνές και γεμάτοι έξαψη από το συμβάν, τρέξαμε αμέσως να δούμε από κοντά το δυστύχημα. Ηταν πραγματικά ένα αστείο δυστύχημα.
Το αεροπλάνο, από εκείνα τα παλιά με διπλά φτερά, είχε σκαλώσει μαλακά πάνω σε μιά θεόρατη λεύκα, σαν παιδικό παιχνίδι που ένας κύκλωπας πιτσιρικάς το απόθεσε εκεί γιά την πλάκα του. Ο αεροπόρος του απ' ο,τι μας είπαν αυτόπτες του δυστυχήματος, κατέβηκε από τα κλαδιά βρίζοντας και μείς τον προλάβαμε από κάτω να περιμένει προφανώς τους ανωτέρους του γιά να δώσει εξηγήσεις γιά το συμβάν. Οι εξηγήσεις βέβαια που θα έδινε, θα απήχαν πολύ από την αλήθεια, αφού όπως μάθαμε τότε από το γενικό σούσουρο που συνοδεύει τέτοια συμβάντα, ο αεροπόρος ήταν Σερραίος και πολύ ερωτευμένος με μία ωραία τσερκέζα της περιοχής, της οποίας το όνομα δεν μπορέσαμε να μάθουμε, παρά μόνο πως ήταν όμορφη και ζουμερή, που προς χάριν της εκείνη την ημέρα ο αεροπόρος πετούσε χαμηλά κάνοντας τσαλίμια, μέχρι που οι υπολογισμοί του ξεπέρασαν τα όρια του επιτρεπτού κι έπαθε αυτά που έπαθε. Καθήσαμε μέχρι αργά χαζεύοντάς το, ως που ήρθε ένας τεράστιος γερανός γιά να το ξεκολήσει.
Αυτό που λές το αεροδρόμιο ήταν μιά αλάνα μόνο και τίποτα περισσότερο. Το είχαν κατασκευάσει γιά τις στρατιωτικές ανάγκες της περιοχής και είχε μόνο εκείνο το ψιλό κοντάρι που στην άκρη του με τον αέρα φούσκωνε ένα πάνινο μπουρί κι ένα τόλ, αυτές δηλαδή τις κατασκευές από κυκλική λαμαρίνα, σαν αποθήκη, προφανώς γιά την σπάνια και ευκαιριακή περισσότερο στέγαση του μοναδικού αεροπλάνου, που πότε πότε εμφανιζότανε στην περιοχή γιά να κάνει δυό τρείς γύρες πάνω από τα κεφάλια μας κι έπειτα νά χαθεί από κει που ήρθε.
Αργότερα οι αρμόδιοι εγκατέλειψαν την ιδέα ότι αυτή η αλάνα μπορούσε ποτέ να εξελιχθεί σε κάτι καλύτερο και περίπου στα 1958 ο δήμος Σερρών, ζηλεύοντας φαίνεται τη δόξα της Θεσσαλονίκης, που κάθε χρόνο έκανε την διεθνή της έκθεση, αποφάσισε να στήσει ετήσια εμποροζωοπανήγυρη, που άντεξε μόνο τρία χρόνια. Ηταν όμως ωραία.
Το πανηγήρι αυτό κρατούσε μιά βδομάδα κι όλος ο χώρος ήταν γεμάτος ζώα, κοπριές, σουβλάκια και ζουρνάδες. Ερχότανε κτηνοτρόφοι από τα χωριά του νομού αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας υποθέτω, ντυμένοι στα καλά τους, μαύρα μάλλινα ρούχα ντάλα μεσοκαλόκαιρο και κείνες τις χοντρές μαύρες ντραγιάσκες που όταν τις έβγαζαν απ'το κεφάλι τους, σου έφερνε ανατριχίλα το άσπρο τους κρανίο, ιδιαίτερα στους φαλακρούς. Και μείς να τρέχουμε ανάμεσα στα πόδια τους, κυνηγώντας να βρούμε τα ομορφότερα ζώα ή τα αρσενικά τα διαθέτοντα το μεγαλύτερο όργανο, εκτός των γαϊδουριών βεβαίως που τάχαμε συνηθίσει.
Αργότερα, όταν τέλειωσαν κι αυτά τα πανηγύρια, ο χώρος εγκαταλείφθηκε στη τύχη του και άρχισε να χρησιμοποιείται από σκηνίτες αθίγγανους που στήναν τα τσαντήρια τους, οι γυναίκες τους βάζανε τα τσουκάλια τους γιά φαγητό κι οι άντρες πήγαιναν στην αγορά των Σερρών γιά μιά καλύτερη τύχη στις περιστασιακές δουλειές τους. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς ρίζωσαν οριστικά σε παρακείμενη μεγάλη έκταση, χτίζοντας σιγά σιγά τα αυθαίρετά τους ο καθένας.
Τέλος, πριν μερικά χρόνια, ο δήμος φαίνεται πήρε τα πράγματα στα σοβαρά και ξεκίνησε σωστότερους προγραμματισμούς κατά τη γνώμη του, κι έτσι σήμερα έχουν κτισθεί εκεί οι εγκαταστάσεις των ΤΕΙ και του ΚΤΕΟ.


*
Στην οδό Προύσσης, απέναντι από το σπίτι μας και δίπλα στο σπίτι της αδικοχαμένης χήρας που σούλεγα παραπάνω, βρισκότανε το δεύτερο δημοτικό σχολείο και φυσικά σ'αυτό έβγαλα τις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού.
Υποβαθμισμένη η περιοχή κι έτσι, με τη λογική ότι στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, κι αυτό μην το εκλάβεις ως κυριολεξία, οι δάσκαλοι με είχαν κανακάρη τους. Και λέω υποβαθμισμένη γιατί οι περισσότεροι από τους μαθητές εκείνου του σχολείου, ήταν τσιγγανάκια και παιδιά αγροτών που καλλιεργούσαν χωράφια της γύρω περιοχής.
Γι'αυτό άλλωστε το λόγο πιστεύω ότι οι δάσκαλοι κάναν τα στραβά μάτια, όταν πηγαίναμε ξυπόλητοι στο σχολείο στους ζεστούς μήνες. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν παπούτσια. Απλούστατα η λογική της οικονομίας υπαγόρευε στους πατεράδες μας τη σκέψη ότι, όσο λιγώτερο τα φορούσαμε τόσο περισσότερο θα κρατούσαν. Αυτό βόλευε κι εμάς γιατί τότε τα πάνινα παπούτσια, που υπήρχαν στην αγορά σε δυό μόνο μάρκες, την Ελβιέλα και την Αλυσίδα, ίδιαίτερα όταν ήταν καινούρια, έκαναν στα πόδια μας κάτι πληγές και φούσκες, που μας προκαλούσανε αφόρητο πόνο μέχρι να μαλακώσουν τα παπούτσια, όπως έλεγαν οι δικοί μας, αλλά μάλλον μέχρι να σκληρύνουν οι πληγές και να πάψουν να πονάν, όπως εκ των υστέρων και με πολύ πόνο εμείς εξακριβώναμε. Τότε βλέπεις δεν υπήρχαν οι πολυεθνικές που κάναν το αθλητικό παπούτσι τρόπο ζωής με εργονομικό σχεδιασμό που το φοράς και είναι σα να πετάς κι ούτε που το καταλαβαίνεις.
Εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε σχολείο και το απόγευμα, εκτός από την περίοδο των διαγωνισμών στο τέλος της χρονιάς που γράφαμε μόνο τα πρωινά. Δίναμε τα μαθήματα, ένα κάθε πρωί κι έπειτα, αφού τελείωνε αυτή η φοβερή ώρα, ήμασταν ελεύθεροι και πλήρεις ευτυχίας που μας περίμενε ένα καλοκαίρι ολόκληρο.
Το τέλος της σχολικής χρονιάς το γιορτάζαμε με κάπως βάρβαρο τρόπο. Βγαίνοντας από το τελευταίο μάθημα, που συνήθως ήταν το πιό βαρύ, αλαλάζοντες σπάζαμε τα μελανοδοχεία στον τοίχο του σχολείου. Τα μπίκ ήρθαν αργότερα. Και μέσα σε λίγη ώρα οι όσο το δυνατόν άσπροι τοίχοι του σχολείου από τη χρήση μιάς χρονιάς, ή και περισσοτέρων, γινόντουσαν σαν τα σημερινά γκράφιτι, αποτυπώνοντας πάνω τους την άγρια χαρά μας, λες και στο σχολείο τραβούσαμε τα μύρια όσα. Που να ξέραμε οι κακομοίρηδες τι μας περίμενε αργότερα.
Κι έτσι σήμερα όταν βλέπω σχισμένα βιβλία πεταμένα στο δρόμο από νεαρούς που διακατέχονται από ανάλογα με τα τότε δικά μας αισθήματα, που σημαίνει πως τέλειωσε η σχολική χρονιά, δεν αρχίζω κι ούτε σκέφτομαι τους δεκάρικους που μπορούν άλλοι να λέν γιά τη σημερινή μας νεολαία, που τίποτα δεν σέβεται κι όλα τα καταστρέφει. Εύκολα φαίνεται ξεχνούν τις δικές τους τις πομπές.



*
Η αυλή σ' εκείνο το σχολείο ήταν τεράστια. Το είπα και παραπάνω. Παλιότερα τις αυλές και τα οικόπεδα οι αρμόδιοι τα έδιναν απλόχερα. Εμείς όμως τα μαντζιρέψαμε τα πράμματα και χτίζουμε όπου βρούμε κι όπου χωράει δέκα τούβλα μαζί. Και μη βιαστείς να πείς ότι αυτό είναι θέμα της κρατικής μηχανής κι ότι άλλοι κάνουν τους νόμους που πνίγουν τις αυλές. Οι άλλοι ήμαστε εμείς. Τα μυαλά μας αλλάξαν από το ξύγκι της καλοπέρασης και του ταμαχιού. Τέλος πάντων, ας μη χαλάμε τις καρδιές μας.
Σε κείνη που λές την αυλή μαζευόμασταν τα καλοκαιριάτικα βράδυα και παίζαμε κρυφτό. Τώρα που το σκέφτομαι, έχω μέσα μου ισχυρή την εντύπωση ότι το κρυφτό είχε εφευρεθεί γιά να βοηθήσει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα εκείνης της ηλικίας. Σε ένα τέτοιο κρυφτό δέχθηκα και το πρώτο ερωτικό ισχυρό κλονισμό από ένα κορίτσι που μαζί πηγαίναμε στην ίδια τάξη, τη Κατερίνα. Στην ηλικιά των δέκα χρόνων, ή μάλλον σ'όλες τις ηλικίες, τα κορίτσια ξέρουν περισσότερα κι νοιώθουν περισσότερα.
Ημουν που λές κρυμένος στα αποχωρητήρια του σχολείου και νοιώθω να γλυστρά δίπλα μου η Κατερίνα, θέλοντας κι αυτή να κρυφτεί.
- Ελα, έλα πιο μέσα, εδώ δεν θα μας βρούν.
Η ψιθυριστή φωνή της με σκέπασε ξαφνικά σα να με ψηλαφούσε. Υπάκουσα σαν αφιονισμένος κι ανεπαίσθητα ένοιωσα ότι κάτι θα συνέβαινε. Απ’εξω ακουγότανε σαν βόμβος οι φωνές των υπόλοιπων. Η πυκνότητα του αέρα άλλαξε γύρω μου κι άρχισε να με τυλίγει η θερμότητα του κορμιού της. Μείναμε έτσι για λίγο, εγώ σα μαγεμένος κι αυτή γεμάτη ταραχή, μέχρι που μιά στιγμή με φίλησε στό στόμα. Ηταν ένα φιλί ούτε βιαστικό άλλα ούτε και ιδιαίτερης διάρκειας, άτεχνο, όμως είχε επιτελέσει τον σκοπό του. Εφυγε βιαστικά κι έμεινα με μιά καρδιά ντάκα ντούκα κι ένα κόμπο ευτυχίας στο λαιμό.
Τις επόμενες μέρες κι επειδή εγώ ακόμη δεν ήξερα πως να αντιδράσω, ή μάλλον παρέμενα αδρανής από ντροπή, έστελνε φίλες της που βιαστικά μου ψιθύριζαν,
- Η Κατερίνα σ'αγαπάει.
Πράγματα δηλαδή που επέτειναν το μαρτύριο της ντροπαλής απραξίας μου, ως που σχετικά γρήγορα, έπαψαν νάρχονται αυτά τα ευχάριστα μηνύματα και καλά να πάθω.



*
Τελικά δεν αλλάζουνε με το χρόνο οι ερωτικές λαχτάρες που νοιώθουμε στη παιδική μας ηλικία. Ολοι μας έχουμε μιά Κατερίνα που μας έμεινε από τότε να την κουβαλάμε μέσα μας, κι ας έχουνε φύγει από καιρο τα καλύτερά μας χρόνια. Τώρα φοβάμαι πως οι αργά το βράδυ αναθρώσκουσες επιθυμίες μας και τα ελάχιστα όνειρα, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να απογράφουν τα παρελθόντα.
Οι ασχημάτιστες ακόμη τότε ερωτικές ευαισθησίες του καθ'ενός μας σχοινοβατούσαν επί ενός ευλαβικού μαρτυρίου, στη υποτιθέμενη μεγαλοπρέπεια του οποίου ομολογούσαμε κρίματα σχεδόν ανύπαρκτα, προκειμένου να νοιώσουμε στο πετσί μας το ασκητικό μαρτύριο, που ενυπάρχει ως μαρμαρυγή σε όλους τους παιδικούς ερωτικούς καημούς, αγνοώντας βεβαίως πως οι επιθυμίες απομακρύνονται όσο περισσότερο τις κυνηγάμε.
Θυμάμαι πως είχα ανέκαθεν εντός μου μιά τεράστια πλάνη περί τα πράγματα, μονίμως διολυσθαίνων προς το ευμεγέθες και το τραγικό, που με έκανε να έχω μόνιμα την εντύπωση ότι ο ερωτικός ανοικτίρμων πόνος που εκάστοτε ζούσα, ήταν ο μεγαλύτερος που υπήρχε και σύμφωνα με τον οποίο όδευα σε μιά πορεία που την ένοιωθα δύσκολη κι ολότελα δικιά μου, αλλά και τόσο κοινή και αναγνώσιμη στα μάτια των γονιών μου και των μεγαλύτερων σε ηλικία από μένα.
Σηκώθηκα κι έκανα μερικά βήματα μέσα στην αυλή γιά να ξεμουδιάσω. Από μιά παλιά βρύση που είχαμε στην δυτική πλευρά της αυλής, είχανε πάρει την μπαταρία και βάλανε στη θέση της ένα στουπί που είχε πετρώσει από τα χρόνια. Ητανε πνιγμένη στα αγριόχορτα και δίπλα της ένα μικρό κομμάτι λάστιχο χανότανε μέσα στο χώμα.
Ενοιωθα σαν να είχα έναν καλικάντζαρο στο σβέρκο μου να μου ανακατώνει το μυαλό. Ενοιωθα να σαλεύουν μέσα μου πλαταγίζοντας, μισοσβυσμένες νότες από τα παλιά τραγουδάκια της Λιλιπούπολης, αγκαλιά με πλανώδιους αγιογδύτες. Ενοιωθα ξεχασμένος από όλους και όλα. Ενοιωθα τίποτα.
Οι παλιές αγάπες έχουνε από καιρό πάρει ένα χρώμα σταχτί και τα εντός μας υπάρχοντα ποικιλόμορφα αισθήματα, οδεύουν όλα στη μεταμέλεια γιά αναίτιους λόγους. Αλυτο μυστήριο η παιδική ερωτική αναζήτηση. Κι επειδή κάποιος έπρεπε να νικήσει ή να νικηθεί σ'αυτό το σκληρό παιχνίδι, δεν αφήναμε περιθώρια γιά μεσοβέζικα πράγματα. Μόνο πέφταμε σε μιά μάχη εκ των προτέρων χαμένη με απόγνωση και με απότερο τέλος τη μοναξιά της ήττας.
Ομως από την άλλη μεριά η πολυφίλητη ελπίδα γιά το ερωτικά ποθούμενο αποτέλεσμα είναι ένα πράσινο αναρηχητικό φυτό που φουντώνει αλλοπρόσαλες ώρες, χαλώντας τη σωστή τάξη και σειρά των πραγμάτων που ακροβατούμε αιώνες μοναξιάς.



*
Στην ανατολική μεριά του αεροδρομίου, τότε που ήταν ακόμη αεροδρόμιο, υπήρχε ένα κτήμα με αχλαδιές. Οχι πως ήταν το μόνο. Ολη η περιοχή ήταν κατάφυτη από οπωροφόρα. Πηγαίναμε συχνά εκεί τα καλοκαίρια, βλέπεις τα καλοκαίρια ήταν περίοδος ιδιαίτερης δράσης, μαζί με τον Τάσο, παιδί σχετικά εύπορης οικογένειας, αφού γιά τις αγροτικές τους εργασίες διέθεταν και τρακτέρ, που να μήν το διέθεταν. Είχαμε βουτήξει στο κανάλι που διέσχιζε κάθετα την νότια πλευρά του αεροδρομίου και μετά αποφασίσαμε να κλέψουμε αχλάδια από το κτήμα που σου είπα παραπάνω.
Φορούσα παπούτσια, γιατί η περιοχή διέθετε πολλά τριβόλια, εκείνα τα μικρά και σκληρά αγκάθια, που αν τα πατούσες σε φαρμάκωναν στο πόνο, και το κλασσικό μαύρο σοβρακάκι, που ήταν το μόνιμο και μοναδικό καλοκαιρινό ένδυμα από φθηνό ύφασμα κάμποτ, που οι μάνες μας ράβανε δυό τρία μαζί γιά νάχουμε να πορευόμαστε.
Μέσα στο κτήμα έβγαλα τα παπούτσια μου να μη σκισθούν στο σκαρφάλωμα από τα αγκάθια της αχλαδιάς κι αρχίσαμε τη συγκομιδή, ως που ξαφνικά στο τράβηγμα ενός κλαδιού νοιώθω ένα φίδι στο σβέρκο μου. Πότε, ουρλιάζοντας, παράτησα την αχλαδιά με τρελλό τρεχαλητό ούτε που το κατάλαβα. Την ταραχή όμως της πρώτης στιγμής την κατέλαβε η περιέργεια κι όταν πλησιάσαμε ξανά στο σημείο του συμβάντος, βρήκαμε ένα φίδι χτυπημένο στο κεφάλι και ψόφιο. Σίγουρα κάποιο χέρι σκανταλιάρικο, μικρού ή μεγάλου αδιάφορο, το απόθεσε πάνω στο κλαδί που έμελλε να τραβήξω, γιά να επιτελέσει την χοντρή του πλάκα και να με κάνει προς στιγμή καρδιακό.
Φύγαμε κουβεντιάζοντας και μεγεθύνοντας το συμβάν, ξεχνώντας τα παπούτσια μου. Αφού πιά έφτασα στο σπίτι και τα θυμήθηκα, βλέπεις ούτε καν είχαμε την ανάγκη τους γιά να τα θυμόμαστε, έτρεξα σαν αστραπή να τα βρώ, γεμάτος ταραχή από την προδιαγραφόμενη απώλεια. Τα παπούτσια δεν ήταν εκεί. Σίγουρα κάποιος ένοιωθε εκείνη την ώρα πολύ τυχερός, κι εγώ στο σπίτι έφαγα της χρονιάς μου από τον πατέρα μου, με την παράλογη ιεροτελεστία της βέργας που σου είπα παραπάνω.
Αλλα ξεκίνησα να πω κι άλλα είπα. Ενα απόγευμα στο ίδιο καλοκαίρι με το παραπάνω συμβάν, άρχισε να πέφτει μιά ταραχή στη γειτονιά, οι γυναίκες μετέφεραν βιαστικές τη φοβερή είδηση, εγώ ένοιωσα ξαφνικά κι ασυναίσθητα το ίδιο που είχα νοιώσει και στο θάνατο του Βελλίδη, ώς που έφτασε και στ'αυτιά μου ο θάνατος του Τάσου. Τρέξαμε στο σπίτι του. Από μακριά είδαμε το άσπρο καπάκι από το φέρετρο νάναι ακουμπισμένο στην πόρτα της αυλής κι ακούγαμε τις γοές του σπαραγμού.
Εξω στην αυλή του σπιτιού οι γυναίκες καθόντουσαν ανακούρκουδα κι ακουμπισμένες στο τοίχο, δαγκώνοντας το μαντύλι από την απόγνωση και οι άντρες σε μικρά πηγαδάκια κάπνιζαν αμίλητοι. Εκεί μάθαμε πως τον πλάκωσε το τρακτέρ τους. Ενοιωσα μιά ισχυρή ανάγκη να τον δώ. Τρύπωσα μέσα στα πόδια των μεγάλων και τον είδα μέσα στο άσπρο του φέρετρο, χλωμό και με μιάν οδύνη γραμμένη στο πρόσωπό του, πιθανώς από τον πόνο της σύνθλιψης. Η μάνα του μόλις με είδε, γαντζώθηκε πάνω μου μουγκρίζοντας σα λαβωμένο ζώο κι άρχισε το παράπονο.
Εμενα εκεί χωρίς ψυχή, μόνο πιάστηκα γερά από το παπούτσι του νεκρού φίλου μου, λες κι αρνιόμουν να τον χάσω. Με απομάκρυνε μαλακά η δασκάλα μας η κυρία Ανίκα και θυμάμαι το φόβο του θανάτου νάναι φωλιασμένος μέσα μου γιά αρκετούς μήνες.


*
Στη πλατεία των Σαράντα Μαρτύρων που ήτανε μπροστά στην εκκλησία, υπήρχε τότε μιά παλιά τούρκικη μεγάλη βρύση, που από τη γούρνα της ποτίζονταν τα ζώα των περιοίκων κι έπαιρναν νερό οι νοικοκυρές με τους ντενεκέδες και τους κουβάδες τους.
Στη βόρεια πλευρά της πλατείας, πλάι σ'ένα παλιό καφενείο, υπήρχε ένα άνοιγμα που πιθανώς προερχότανε από αδέσποτο οικόπεδο, όπου γινότανε οι περαστικές θεατρικές παραστάσεις, που δεν διεκδικούσαν τίτλους αισθητικής ή πανελλήνια αποδοχή. Γιά τέτοιους θιάσους υπήρχε το ΚΡΟΝΙΟ, ένα χειμωνιάτικο σινεμά, που διέθετε υποτυπώδη σκηνή και καμαρίνια.
Σ'αυτή την μικρή αλάνα πρωτοείδα θεατρική παράσταση. Ηρθανε ένα πρωί, στήσανε ένα τεράστιο αντίσκηνο όπου βάλανε μέσα πάγκους στη σειρά, απέναντι από μιά υπερυψωμένη εξέδρα που θα έπαιζε το ρόλο της σκηνής. Εργο, η Γενοβέφα. Αφού τελειώσανε τις προετοιμασίες, βγήκανε γύρα με το ίδιο φορτηγό που τους έφερε κι άρχισαν να καλούν το κόσμο στο βραδυνό τους υπερθέαμα, έτσι το έλεγαν.
- Προσοχή, προσοχή. Ο διεθνούς φήμης θίασός μας θα σας παρουσιάσει σήμερα το βράδυ στις οχτώ στην αυλή του καφενείου του Καραμανώλη, το ερωτικό δράμα του Λαμαρτίνου, η Γενοβέφα. Μή χάσει κανείς το μοναδικό αυτό υπερθέαμα. Παίζουν εκλεκτοί ηθοποιοί και πλούσια κοστούμια.
Δεν θυμάμαι άν βρήκα λεφτά γιά εισιτήριο ή όχι, πάντως ήμουν σε κείνη την παράσταση. Εμπαιναν κι έβγαιναν, οι ηθοποιοί, οι δολοπλοκίες έξελίσονταν, όμως εμένα μου έκανε εντύπωση η Γενοβέφα, που ήταν άσχημη και σχεδόν γριά μ'ενα μακρύ κατσαρό μαλί, το μόνο σημείο που μπορούσε να μοιάζει της πραγματικής Γενοβέφας, όπως τουλάχιστον την βλέπαμε σε διάφορα φυλλάδια της εποχής. Μπουλούκι της συμφοράς δηλαδή κι όταν, θυμάμαι, μπήκε από πίσω ο κακός να μαχαιρώσει τον καλό, του έβαλε το μαχαίρι κάτω από τη μασχάλη, τάχαμ δήθεν πισόπλατο μαχαίρωμα, τόσο ανόητα σαν να τούδινε παραμάσχαλα την εφημερίδα γιά το σπίτι, που όλο το κοινό έβαλε τα γέλια κι έλεγαν του πεθαμένου να ξανασηκωθεί γιά να μαχαιρωθεί καλύτερα.


*
Δίπλα στο σπίτι μας καθότανε η οικογένεια Κιοσέογλου. Και το δικό τους το σπίτι είχε το ισόγειο σαν έναν ενιαίο χώρο που τον χρησιμοποιούσανε γιά ξυλουργικό εργαστήριο και τον όροφο για κατοικία τους. Ο γέρο Κιοσέογλου, ένας βλογιοκομένος μελαχροινός θρακιώτης, είχε μιά κόρη, τη Χρύσα, ένα όμορφο και πρόσχαρο κορίτσι της παντρειάς τότε. Από την ηλικία της Χρύσας και από τα γηρατιά του πατέρα της, έβγαινε αβίαστα το συμπέρασμα ότι ήταν το στερνοπαίδι του.
Αυτή λοιπόν η Χρύσα ερωτεύτηκε η κακομοίρα έναν χωροφύλακα. Ενα όμορφο και καλόβολο κρητικό, τον Μπάμπη Λιντζάκη και λέω κακομοίρα γιατί τότε, ένας ανόητος νόμος εμπόδιζε τους χωροφύλακες να παντρεύονται πριν από την ηλικία των τριάντα χρόνων, γιά νάναι λέει απερίσπαστοι στο λειτουργικό τους έργο και πάντα στη διάθεση της πατρίδας. Δες αδερφέ μου ανόητους που διέθεταν τα υπουργεία τότε, όπως άλλωστε και σήμερα.
Εχοντας μάλιστα τότε και μιά διάθεση να εκδικηθούν το νόμο αυτό, στο σπίτι του Κιοσέογλου, όπως άλλωστε και σε όλων των άλλων ομοιοπαθών τα σπίτια, ταχτικά συζητούσανε περιπτώσεις ζευγαριών που έγινε η ζωή τους δύσκολη από τις προσταγές αυτής της ανόητης διάταξης.
Ελεγαν πως μιά φίλη τους από τη Ζίχνη, η Χρυσάνθη, αρραβωνιάστηκε κρυφά τον καλό της, ένα χωροφύλακα παίδαρο, τον Πέτρο τον Σφεληνιώτη, που καταγότανε από το Σφεληνό του νομού Σερρών και περιμένανε να περάσουνε εφτά χρόνια παρακαλώ γιά να παντρευτούνε, γιατί τότε θα συμπλήρωναν τις προϋποθέσεις του νόμου. Βέβαια δεν χρειάστηκε κάτι τέτοιο γιατί μέ ένα νόμο αστραπή του Παπάγου, όλοι όσοι ήταν αρραβωνιασμένοι μπορούσαν να παντρευτούν, αλλά μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Με τη ψυχή στο στόμα λοιπόν η Χρυσάνθη έβγαλε τα χαρτιά του γάμου στη Ζίχνη και έτρεξε σχεδόν με το νυφικό φορεμένο στη Φλώρινα, όπου τότε υπηρετούσε ο Πέτρος και παντρεύτηκαν εκεί γιά να προλάβουν την παράλογη αυτή εικοσιτετράωρη προθεσμία. Τέτοια παρανοϊκά πράμματα.
Στα δικά μας τώρα πάλι. Είδαν κι απόειδαν που λές οι ερωτευμένοι κι αποφάσισαν να παντρευτούν κρυφά. Θυμάμαι ένα απόγευμα φωνάξανε τη μάνα μου και τον πατέρα μου στο σπίτι τους, γιά να βρίσκονται κι αυτοί στο μυστήριο, ποιός ξέρει ίσως από φόβο μη τυχόν και δεν υπάρξουν μάρτυρες γιά το ότι συνέβη το πολυπόθητο γεγονός. Ηρθε κι ένας παπάς ψηλός σα βουνό και καταχαρούμενος, λες και πάντρευε την κόρη του κι άρχισε να ψέλνει και να παντρεύει. Εγώ ως αμελητέα ποσότητα, γυρνούσα μέσα στα πόδια τους κι ούτε που κάναν τον κόπο να με διώξουν.
Εκείνο το βράδυ πρωτοκοιμήθηκε κι ο Μπάμπης στο σπίτι της Χρύσας, σε ένα δωμάτιο που το είχαν από πρίν ανάλογα προετοιμασμένο, με τις ευλογίες θεού και ανθρώπων, αφήνοντας το νόμο απ’εξω.


*
Σ'αυτό το σπίτι αποκτήσαμε και το πολυπόθητο ραδιόφωνο. Ηταν από μαύρο βακελίτη, γυαλιστερό, μ'ενα ματάκι πάνω δεξιά που πρασίνιζε σιγά σιγά κι άνοιγε, λες και μας έβλεπε, όταν γυρνούσαμε το κουμπί γιά να παίξει. Τόφερε ο πατέρας κουβαλώντας το με τα πόδια μέσα στο κουτί του, το ακούμπησε πάνω στο καλό τραπέζι του σαλονιού και το άνοιξε αργά και προσεχτικά, γιά να μη σκισθεί καθόλου το κιβώτιο. Επειτα μ'ενα κοφτερό μαχαίρι έκοψε όλη την πλαϊνή επιφάνεια της μιάς πλευράς του, κι αφού έκανε τις συνδέσεις, το ξανάβαλε μέσα στο κουτί από την τρύπα, γιά νάναι λέει σε μόνιμη προστασία από τις σκόνες και τις φθορές. Επειτα έμαθε σ'ολους τον χειρισμό του, εκτός εμού βεβαίως, αφού είχε αναπόσπαστα συνδεθεί ο χαρακτήρας μου με ζημιές τις οποίες πλήρωνε ο πατέρας μου και στη συνέχεια τις ξεπλήρωνε σε μένα καταχερίζοντάς με.
Εκείνα τα ραδιόφωνα δεν ήταν σαν τα σημερινά, που μ'ενα εφ εμ νομίζουν πως εκπληρώνουν τον σκοπό τους. Εκείνα τα ραδιόφωνα ήταν σαν πλοία ταξειδιάρικα που σε πήγαιναν παντού, από το Παρίσι στο Λουξεμβούργο κι από το Κάιρο στη Λισαβώνα. Είχαν γραμμένα, συνήθως πάνω σ'ενα μαύρο γυαλί, τα ονόματα όλων των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής. Κι από τα ανόητα που λες τυρολέζικα τραγούδια, μ'ενα γρούπ, ξαφνικά στα τούρκικα ταξίμια ή στα ατέλειωτα τραγούδια της Αιγύπτου.
Κι όταν αργότερα άρχισα κι εγώ να το χρησιμοποιώ, κρυφά στην αρχή και φανερά αργότερα, αφού πείσθηκε ο πατέρας μου ότι με το γύρισμα ενός κουμπιού δύσκολα μπορούσε να χαλάσει το θαυματουργό αυτό μηχάνημα, καθόμουνα με τις ώρες από πάνω του και χωνόμουνα βαθειά στις χώρες που επέλεγα ν'ακούσω τις μουσικές τους.
Αλλωτε πάλι σε κείνες τις ατέλειωτες ανακοινώσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που μέσα τους κρυβόταν ο σπαραγμός ενός λαού, πότε πότε η μάνα μου περισσότερο λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος, αφού και η ίδια ήρθε εδώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ακούγοντάς τες, άφηνε ένα δάκρυ να κυλίσει αναλογιζόμενη τη σκληρή μοίρα των συγγενών της που χάθηκαν και της μάνας της που πέθανε από δυσεντερία πάνω στο πλοίο της φυγής από το Μπέικος της Μικράς Ασίας.



*
Στις δυό τελευταίες χρονιές του δημοτικού, άρχισα να επεκτείνω τις εξερευνήσεις μου και στην αγορά της πόλης. Αρχισαν πιά να μη μου φτάνουν τα στενά σύνορα της γειτονιάς. Διέσχιζα την οδό Νιγρίτης, που στο τέλος της είχε έναν τεράστιο καλαμιώνα και μετά έμπαινα στην καθ'αυτό πόλη, που ακόμα όμως στις παρυφές της δεν είχε καταστήματα, παρά μόνο σπίτια, διώροφα τα περισσότερα, που όσο πλησίαζες προς το κέντρο της πόλης, γινότανε πιό όμορφα και μεγάλα.
Οταν έφτανα στην οδό Ραιδεστού, πρώην Αϊζενχάουερ και μετά Γεωργίου Παπανδρέου, τον δρόμο δηλαδή που περνά μπροστά από την εκκλησία του Σταυρού, βρισκόμουνα περίπου στο κέντρο της πόλης.
Και πλατάνια. Παντού πλατάνια. Θεόρατα, με τις σκιές τους να πέφτουν πάνω σε πολλά σπίτια και να δροσίζουν στην κάψα του καλοκαιριού μιά ολόκληρη γειτονιά.
Εφτανα μέχρι το ΚΡΟΝΙΟ και χάζευα τις φωτογραφίες του έργου που παιζότανε. Τότε οι κινηματογράφοι επιτελούσαν κοινωνικό έργο κι αυτοί που εργαζότανε εκεί, ένοιωθαν τον εαυτό τους σαν δημόσιο υπάλληλο, αφού στις μέρες που συνωστιζότανε πολλοί γιά να κόψουν εισιτήριο, συνήθως στις ελληνικές ταινίες, έπαιρναν το αυστηρό τους ύφος και καθόριζαν τη σειρά της ουράς, αλλά πολλές φορές και την συμπεριφορά του κόσμου που περίμενε. Λέω βέβαια ουρά, όμως τότε δεν την ξέραμε ακόμα, αλλά και να την ξέραμε, δεν μπορούσαμε να πειθαρχήσουμε σ'αυτήν. Μόνο σαν ένα μικρό κοπάδι που προσπαθούσε να μπεί από την στενή πόρτα στο μαντρί, σπρώχναμε όλοι μαζί με τά χέρια απλωμένα, κρατώντας τα χρήματα γιά το πολυπόθητο ρόζ ή συνήθως λευκό χαρτάκι του εισιτηρίου.
Εξω από το ΚΡΟΝΙΟ καθότανε στις κρύες νύχτες του χειμώνα κι ένας καστανάς, που πουλούσε βρασμένα κάστανα. Φώναζε λοιπόν κάθε λίγο και λιγάκι, με μιά τραγουδιστή φωνή,
-Βρασμένα κάστανα σα χαλβάδες είναι.
Εκανα χάζι το τραγουδάκι του, όποτε περνούσα από κεί. Μιά μέρα μάθαμε ότι τον πιάσανε γιά κατάσκοπο της Βουλγαρίας. Ποιός ξέρει πάλι τι παλιά μίση αναμοχλεύτηκαν, τι άνομα κέρδη ήτανε στη μέση και τι καρφώματα πέσανε, που κάνανε εκείνο τον κακόμοιρο ανθρωπάκι, βορά στην καλοστημένη τότε μηχανή της εθνικής ασφάλειας, που είχε βάλει σκοπό της να ξεκαθαρίσει την κοινωνία μας από τα κομμουνιστικά μιάσματα. Δεν τον ξαναείδαμε, αλλά ακόμα και σήμερα κουβαλώ μέσα μου εκείνο το αχνό σαν ψίθυρο τραγουδάκι του. Βρασμένα κάστανα σα χαλβάδες είναι.



*
Ενα απόγευμα που γύρισα από το σχολειό στο σπίτι, είδα τη μάνα μου ανήσυχη και τον πατέρα μου να την περιμένει να ντυθεί, γιά να πάνε στην κλινική του Στάγκου, όπως μου είπανε, γιά να δούνε τον ανηψιό τους τον Πασχάλη, το γιό της αδερφής του της Καλλιόπης, που κάτι έπαθε και θα μου λέγανε αργότερα. Πρόσεξες ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου λέγονται λίγα για ν'ακολουθήσουν πολλά και φοβερά, απλώνεται μιά παράξενη ησυχία στο χώρο; Τα αδέρφια μου είχαν πάει νωρίτερα κι αυτά στη κλινική κι έτσι από πουθενά δεν μπορούσα να μάθω περισσότερα.
Γύρισαν αργά το βράδυ κι έμαθα πράμματα και θάματα. Ακου να δείς. Προσπάθησε λέει ο ξάδερφός μου ο Πασχάλης ν' αυτοκτονήσει από ερωτικό καημό. Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή. Σου έχω ξαναπεί γιά την θειά μου, πόσο τσαούσα κι αφέντης ήτανε. Αυτή λοιπόν η γυναίκα ετοίμαζε γιά τον γιό της ένα γάμο από προξενιό με μιά Πειραιώτισσα, κόρη μιάς φίλης της από τα διάφορα ταξείδια που κατά καιρούς και συχνά έκανε.
Μαλιστα και η θειά της η Μαριγώ, που έμενε εκείνα τα χρόνια μαζί της στο χωριό, γιά την ιδιότητά της αυτή την αποκαλούσε χωριογύρα. Αλλη τσαούσα κι αυτή. Την είχανε παντρέψει μικρή, δώδεκα χρονώ. Μάλιστα στο Μυστήριο τη βάλανε όρθια πάνω σε μιά καρέκλα για να φτάνει το γαμπρό. Ενα μόνο σου λέω γι’ αυτή και μή νομίζεις ότι μεγαλοποιώ τα πράγματα. Στο διάβα της Μαριγώς, οι γάτες και τα σκυλιά ζαρώνανε. Ηταν γιά μας η περίφημη γιαγιά με τα τρία τα μάγουλα, από το μεγάλο προγούλι που είχε. Αυτή λοιπόν η γιαγιά τίποτα δεν συγχωρούσε και γιά όλους είχε έναν αυστηρό λόγο να πεί.
Ξανά στα δικά μας. Ο Πασχάλης τότε υπηρετούσε τη θητεία του στην αεροπορία, σμηνίτης, και μετά από εντολή της μάνας του, με το ζόρι κατέβηκε στην Αθήνα να γνωρίσει την Πειραιώτισα. Τίποτα όμως δεν πήγε καλά και το προξενειό δεν έλεγε να στεριώσει. Από τη μιά λοιπόν σκουντούσε η θειά μου κι από την άλλη ο Πασχάλης αντιστεκότανε με τη βοήθεια του πατέρα του, του Αντώνη και της Βασιλικούλας, μιάς Μυρκινιάς μικρής που από αρκετούς μήνες ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν τολμούσε να πεί τίποτα στη μάνα του.
Καιρός τώρα να σού γνωρίσω κι έναν άγιο άνθρωπο. Το θειό μου τον Αντώνη, τον άντρα της Καλλιόπης. Ητανε πρόεδρος στο Μύρκινος, σχεδόν ισόβιος, αφού πάντα στις εκλογές καθάριζε γιά λογαριασμό του η Καλλιόπη. Ο θείος μου λοιπόν αυτός, είχε το παντοπωλείο του χωριού και με τη βοήθεια των συγχωριανών του, ιδιαίτερα τα βράδυα, έλυναν όλα τα προβλήματα του τόπου αλλά και της ανθρωπότητας γενικότερα. Ολη τη μέρα δούλευε σα σκυλί πίσω από τον πάγκο, στις αποθήκες, στα ράφια, αλλά το βράδυ, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού, δηλαδή γιά την ακρίβεια μόλις βράδυαζε γιά τα καλά, γιατί στα χωριά τότε τα ωράρια ήταν ακόμα άγνωστα, το βράδυ λοιπόν, κρατούσε μερικούς φίλους που ξέμεναν προς το τέλος της μέρας, κι άρχιζε να πίνει και να καπνίζει μαζί τους. Επινε όμως και κάπνιζε, όχι αστεία. Και λίγο πρίν τα μεσάνυχτα κάθε μέρα, σοβαρός και ευθυτενής, έσβηνε τα φώτα κι ανέβαινε γιά ύπνο, δίπλα στη συμβία του, η οποία από νωρίς και γεμάτη από ακόμα μιά μέρα δολοπλοκιών και κουτσομπολιού, αναπαυόταν του καλού καιρού. Αυτή ήταν η σιωπηρή τους συμφωνία. Αυτός να τελειώνει το βράδυ του μέσα στα ντουμάνια και στο μουχαμπέτι, κι αυτή ν'αλωνίζει και να την προσκυνούν.
Ξανά τώρα στην ιστορία της αυτοκτονίας. Οταν λίγο αργότερα ο Πασχάλης κατάφερε και βρήκε το θάρρος να της πεί ότι αγαπούσε άλλη, η μάνα του τού τόκοψε.
- Ακου να δείς, Δε σ’εχω για να χαντακωθείς με χωριάτισσα. Καιρός να σταματήσεις τις ανοησίες και να κατέβεις στον Πειραιά γιά να λογοδοθείς με μιά που σου αρμόζει.
Και μετά από μικρή παύση.
- Βλάκα.
Βλέποντας ο Πασχάλης ότι η μάνα του ούτε που χαμπάριζε γιά τον νταλγκά του, αποφάσισε να χοντρύνει το παιχνίδι. Ενα πρωϊ, κοντά στα μποστάνια, μιά τοποθεσία διακόσια μέτρα έξω απ'το χωριό, βάζει το δίκανο του πατέρα του στο δεξί πλάι της μέσης, άκρη άκρη, αφού πρώτα τόψαξε καλά να μην έχει τίποτα ζωτικά όργανα, και με το πόδι του πατά την σκανδάλη. Φρόντισε πιό πρίν να είναι παραδίπλα του συγχωριανοί που δουλεύαν στα μποστάνια τους. Και με το μπάμ, όλα προγραμματισμένα ο μπαγάσας, αμολά με στεντόρια φωνή ένα
- Αχ! Βασιλικούλα σ'αγαπώ.
Τρέξαν όλοι, τον σήκωσαν λιπόθυμο και μ'ενα φορτηγό τον κατέβασαν στις Σέρρες στην κλινική.
Οταν πήγα κι εγώ την άλλη μέρα να τον δώ, είχε ένα πονηρό χαμόγελο και κάπνιζε ήρεμος κι ευτυχισμένος. Σημάδι πως η μάνα του είχε ενδώσει τελικά στον παράφορο έρωτά του.


*
Το καλοκαίρι του 55 αν θυμάμαι καλά, δίπλα στη ταβέρνα του Καρεκλά εμφανίσθηκε ξαφνικά το Ρίο. Ηταν ένα αναψυκτήριο που από τη μιά μέρα στην άλλη οι Σερραίοι έδιναν την εντύπωση πως δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αυτό. Κάθε μέρα από νωρίς το απόγευμα έβγαζε τα τραπέζια του σε μιά μεγάλη έκταση γύρω του και σε λίγη ώρα δεν είχες πού να κάτσεις. Το κτίσμα του ήταν υπερβολικά μοντέρνο γιά την εποχή του, πανταχόθεν ελεύθερο που λένε και οι πολεοδόμοι, με μεγάλες τζαμαρίες και καθαρούς πάγκους μέσα κι αποτελούσε την προκλητική απάντηση στους καφενέδες και στα ζαχαροπλαστεία.
Μέχρι πριν από την εμφάνισή του υπήρχαν δυό ζαχαροπλαστεία αντικρυστά στην οδό Μεραρχίας, εκεί που κάθε βράδυ γινότανε η βόλτα και το νυφοπάζαρο. Εσύ δεν τα πρόλαβες. Ο Χριστοδούλου, που καθότανε σ'αυτό οι οικογένειες με την καλύτερη οικονομική επιφάνεια, ή όσοι τέλος πάντων νόμιζαν κάτι τέτοιο, κι ο ΚΡΙΝΟΣ του Καϊμακάμη, με λαϊκώτερο κόσμο, που από τις αρχές της βδομάδας προγραμμάτιζαν τη Κυριακάτική τους έξοδο. Και βεβαίως οι θαμώνες αυτών των δυό μαγαζιών είχαν το προνόμοιο της ενδελεχούς έρευνας των περαστικών που ανεβοκατέβαιναν τη Μεραρχίας και της διαμόρφωσης, με τις δικές τους δυστυχώς αισθητικές προδιαγραφές, του κοινωνικού κώδικα της ένδυσης και της συμπεριφοράς.
Γι'αυτό λοιπόν το Ρίο ήταν ο καινούριος άνεμος στη πόλη. Εκεί πρωτοεμφανίσθηκε και η γρανίτα, την οποία βεβαίως μετά μανίας πίναν τότε όλοι. Ειχε βγάλει και μεγάφωνα έξω κι ακουγότανε τα μοντέρνα και αλλοδαπής προελεύσεως, ως επί το πλείστον, τραγούδια του μέχρι μακρυά. Το τοπίο θύμιζε αμερικάνικα έργα κι όλα τα θυμάμαι χαρούμενα. Ερχότανε παρέες παρέες και καθότανε στα τραπεζάκια του φορώντας τα καλά τους, οι πιτσιρικάδες τρέχανε και παίζανε γύρω απο τα τραπέζια και μεγαλοκοπέλες με απαραίτητη συνοδεία συγγενούς, ρουφούσαν αργά τη γρανίτα τους, εποπτεύουσες το γύρω χώρο μπάς και πετύχουν τον άντρα των ονείρων τους γιά την ώρα την καλή. Ηταν η προσωποποίηση της ξέγνοιαστης δεκαετίας του πενήντα. Σ'αυτό το μαγαζί πρωτοδοκίμασα μπύρα και ήτανε σα να μου βάλανε στο στόμα μιά χούφτα καρφίτσες. Τα γκαρσόνια του άψογα και καθαρά, φορούσαν στη μέση μιά μακρυά ποδιά που τους έκανε λίγο αστείους, αφού ποτέ μέχρι τότε δεν είχαμε δεί κάτι παρόμοιο σ'αυτού του είδους τα καταστήματα.
Αυτο το μαγαζί, αφού γιά τρία ή τέσσερα χρόνια συγκέντρωσε όλη τη πόλη τα καλοκαίρια στα τραπεζάκια του, έσβησε έτσι ξαφνικά όπως άνοιξε. Τίποτα όμως πια δεν θα έμενε όπως πριν. Δειλά στην αρχή και με μεγαλύτερη συχνότητα αργότερα, άρχισαν να ξεπροβάλουν μαγαζιά με μοντέρνο κόψιμο και πρακτικές, ως που σήμερα το κάθε μαγαζί στην επαρχία, να συναγωνίζεται σε διακόσμηση και χλιδή τα καλύτερα του είδους. Φτάσαμε να κάνουμε τη διασκέδαση βαριά βιομηχανία της Ελληνικής οικονομίας.


*
Πρόσεξα πως σε πολλά σημεία των γραφτών υπήρχε μιά διάθεση του πατέρα μου να τα βάζει με τις μέρες του σε σχέση με τις εποχές της παιδικής του ηλικίας. Η πίκρα του για τη χρήση της γης και τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί της, η ασχήμια στα κτίρια και στα αγάλματα, η αλλαγή στο τρόπο διασκέδασης και στις εμπορικές συνήθειες κι άλλα που δεν τα θυμάμαι, αλλά ενυπάρχουν μέσα μου σαν ένα δυσάρεστο αίσθημα για λογαριασμό του, βάλανε μέσα μου το δίλημμα. Νομιμοποιούμαστε τελικά ή όχι γιά συγκρίσεις και αρνητική κατά το πλείστον κριτική που προέρχεται από τις διαφορές στα πράγματα και στη συμπεριφορά με το πέρασμα του χρόνου; Τι είναι εκείνο που μας κάνει να νομίζουμε ότι οι πράξεις των ανθρώπων και τα έργα τους, ήταν καλύτερα σε εποχές παλιότερες από τη δική μας. Η διάθεση ωραιοποίησης των όσων ζήσαμε και είδαμε στα νιάτα μας οφείλεται μήπως στην οριστική απώλεια της νιότης και την ασυνείδητη ανάγκη να γυρίσουμε στην αρχαία μήτρα ή είναι απλά θέμα αλλαγής της αισθητικής που έχουμε για τα πράγματα.
Φοβάμαι ότι έξω από το χρόνο και από κανόνες αισθητικής δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Κάθε εποχή καθορίζεται από τα έργα της και είναι απόλυτα σεβαστή. Αλλωστε το ίδιο μπορεί να αποφασίσει και η επόμενη γενιά γιά τη δικιά μας. Δηλαδή το σημερινά άσχημο νάναι αύριο ωραίο και ούτω καθ’εξής μέσα στο βάθος του μελλοντικού χρόνου κι από γενιά σε γενιά. Η διάθεση να γυρίσουμε σε παλιές μορφές νομίζω ότι κατά ένα μεγάλο μέρος προέρχεται από την ανάγκη μας να ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν όπου εναποθέσαμε τα νιάτα μας. Ισως αυτό να είναι και το κυρίαρχο.


ΟΔΟΣ ΝΙΓΡΙΤΗΣ
*
Οταν πήγαινα στην έκτη δημοτικού και προς το τέλος της χρονιάς, μετακομίσαμε στην οδό Νιγρίτης. Απείχε από το προηγούμενο σπίτι μας περίπου τριακόσια μέτρα και όπως ήταν γιά κείνα τα χρόνια φυσικό, κάναμε τη μετακόμιση με τα πόδια. Ιδιαίτερα βαρειά πράγματα δεν υπήρχαν, τις ξύλινες ντουλάπες τις διαλύσαμε και τις μεταφέραμε κομάτι κομάτι κι έτσι γιά δυό μέρες σαν τα μυρμήγκια κουβαλούσαμε κιλίμια, μαξιλάρια, γκαζιέρες και πιατικά.
Το σπίτι ηταν ακριβώς πίσω από το σχολείο και είχε κι αυτό μιά πολύ μεγάλη αυλή, που στην ανατολική της άκρη έτρεχε ένα μικρό ποταμάκι. Δεν σου κάνω πλάκα. Ειχε πλάτος περίπου ένα μέτρο και το χρησιμοποιούσαν οι παρακείμενοι σ'αυτό μπαξεβάνηδες γιά να ποτίζουν τα ζαρζαβάτια τους. Ξεκινούσε από τον Πλάτανο, εκείνο το θεόρατο πλατάνι που υπάρχει ακόμα και σήμερα, λίγο μαδημένο όμως, στη διασταύρωση των οδών Ανατολικής Θράκης και Νιγρίτης και κατέληγε στη γούρνα της τούρκικης βρύσης της πλατείας των Σαράντα Μαρτύρων. Πριν από τον Πλάτανο πρέπει να ήταν σκεπασμένο, αλλά δεν θυμάμαι πώς και σε ποιό σημείο ακριβώς. Είχε στο πλάι του καλαμιές σχεδόν μέχρι το ύψος της οδού Ανατολικής Θράκης. Τώρα όλα αυτά μετατράπηκαν σε πολύβουες πολυκατοικίες.
Οπως σ'ολα τα σπίτια που μέναμε, έτσι κι αυτό δεν είχε μέσα βρύση. Τότε δύσκολα έβρισκε κανείς τέτειες πολυτέλειες, τις οποίες άλλωστε τις πλήρωνε και ακριβά. Είχαμε λοιπόν κι εκεί μέσα στη κουζίνα ένα νυπτηράκι και το γεμίζαμε συχνά πυκνά με νερό που το κουβαλούσαμε από τη βρύση του δρόμου. Δεν ήταν εύκολη δουλειά, αφού η βρύση απείχε περίπου εκατό μέτρα από το σπίτι και το νερό το κουβαλούσαμε με δυό γκαζοτενεκέδες, γιά να υπάρχει ισομερής κατανομή του βάρους στο σώμα.
Από εκείνο το πρώτο καλοκαίρι στο σπίτι της οδού Νιγρίτης, εγκαινιάσαμε και το γεμάτο με νερό βαρέλι γιά να δροσιζόμαστε. Γέμιζε με οχτώ γκαζοτενεκέδες νερό, τέσσερις δρόμους δηλαδή από τη βρύση, και μπαίναμε μέσα ένας ένας, όπου την αράζαμε γιά ένα τέταρτο ο κάθ'ενας με τη σειρά. Το γεμίζαμε από νωρίς γιά να σπάσει λίγο η κρυάδα του νερού με τον ήλιο και κατά τις τρείς το μεσημέρι, μετά το φαγητό, αφού αγνοούσαμε λόγω χαμηλού πολιτισμικού επιπέδου τον επικίνδυνο συνδιασμό του γεμάτου στομαχιού με το νερό, αρχίζαμε τα πλατσαρίσματα. Τις μπανιέρες τότε τα περισσότερα σπίτια ούτε που τις ξέρανε κατ'ονομα ή τι σκοπό εξυπηρετούσαν.
Εκείνο το σπίτι είχε δύο ισόγεια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκες. Είχανε κι αυτά χωμάτινο πάτωμα και ήταν χαμηλοτάβανα και τα δύο, σε σημείο που έπρεπε να σκύψεις γιά να μπείς. Από πάνω υπήρχε ο μοναδικός όροφος του σπιτιού που καθόμασταν.
Εμπαινες στο σπίτι από το καθημερινό που ήταν αρκετά μεγάλο και επικοινωνούσε με όλα τα δωμάτια. Μπαίνοντας σ'αυτό από δεξιά είχε ένα δωμάτιο όπου κοιμόμασταν η γιαγιά, ο Ιορδάνης κι εγώ. Στη συνέχεια ήταν το δωμάτιο της Ελένης, η οποία ως μεγάλη πιά, έπρεπε να έχει το δικό της δωμάτιο και μετά ήταν η κουζίνα. Από την άλλη μεριά, μπαίνοντας δηλαδή στην αριστερή μεριά, πρώτα ήταν το σαλόνι, μετά το δωμάτιο όπου κοιμότανε ο Μιχάλης κι ο Βασίλης και τέλος η κρεβατοκάμαρα των γονιών μας. Ούτε παραγγελία να το είχαμε.
Είχε μπροστά μιά μεγαλόπρεπη είσοδο με φαρδειές σκάλες που κατέληγαν σε μιά μπετονιένια άνετη βεράντα, που έλεγες, βρε παιδί μου τι ιταλική έπαυλη είναι αυτή. Από αυτή τη βεράντα έμπαινες στο καθυστικό που ήταν μεγάλο και άνετο. Επειδή όμως ως συνήθως, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, στο πίσω μέρος του σπιτιού, υπήρχε μιά άλλη βεράντα αλλά ξύλινη, που νόμιζες ότι από μέρα σε μέρα θα έπεφτε. Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκείνο το σπίτι από μπρός ήταν μεγαλόπρεπο κι από πίσω η καλύβα του Καραγκιόζη.
Ηταν το πρώτο σπίτι που το αποχωρητήριό του δεν βρισκόταν στου διαόλου τη μάνα, αλλά κολητά στο σπίτι, σε ξεχωριστό βέβαια χώρο, δίπλα στο ανατολικό ισόγειο. Κάτι ήταν κι αυτό σε σχέση με τα άλλα σπίτια, όπου γιά να πάς προς νερού σου, έπρεπε πολύ να το σκεφτείς και σχεδόν να εξαναγκασθείς γι'αυτό. Σ'αυτό το καμπινέ κατεβαίναμε από μιά σκάλα ξύλινη κι όχι πολύ σόι από ασφάλεια. Τα σκαλοπάτια της είχανε φαγωθεί από τη χρήση και παντού είχανε τρύπες από σαράκι, γι'αυτό και καρφώσαμε κάτω από το καθένα γιά ενίσχυση από ένα πρόσθετο μαδέρι.
Μιά και είχαμε μεγάλη αυλή, αρχίσαμε να εκτρέφουμε, κατά το συνήθειό μας, κότες και κουνέλια. Εχω καθαρίσει εγώ κουτσουλιές από τα κοτέτσια τους, σχεδόν ένα βουνό. Είχαμε το κοτέτσι κάτω από την πίσω ξύλινη βεράντα του σπιτιού και ήταν μεγάλο, σε σημείο που έμπαινα μέσα άνετα όρθιος γιά να το καθαρίσω δυό φορές τη βδομάδα, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή. Ο πατέρας είχε την υψηλή επιστασία τους και κάθε κότα είχε τ'ονομά της. Τόσο δε τις είχαμε εξημερώσει που ερχόταν και τρώγαν απ'τα χέρια μας.
Επειδή όμως δεν είχαμε με τα ζωντανά την ίδια γλώσσα, πολλές φορές γινόντουσαν εκνευριστικά. Ενα απόγευμα που ο αδελφός μου ο Βασίλης διάβαζε στη πίσω βεράντα γιά τους διαγωνισμούς της πέμπτης γυμνασίου, άρπαξε μιά κότα που μπερδευότανε συνέχεια στα πόδια του και την πέταξε με δύναμη στο χώμα. Η κακομοίρα σχίσθηκε στη κοιλιά από τη δύναμη του χτύπου κι ο αδερφός μου την άρπαξε μετανοιωμένος, ξανάβαλε μέσα της τα χυμένα άντερα και μ'ενα βελόνι και κλωστή την έραψε κανονικά σα γιατρός. Και επέζησε φίλε μου. Τότε νομίζω πρέπει να πήρε και την απόφαση να σπουδάσει γιατρός.

*
Στα έντεκα μου χρόνια κι όσο πια μεγάλωνα η σχέση μου με το ραδιόφωνο γινόταν όλο και πιό έντονη. Ακουγα μουσικές εκπομπές που μου έκαναν εντύπωση και σημείωνα την ώρα και τη μέρα γιά να τις ξανακούσω την επόμενη βδομάδα. Τότε ακόμα δεν υπήρχαν τα περιοδικά που καταχωρούσανε τα προγράμματα του ραδιοφώνου ή τουλάχιστον εγώ τα αγνοούσα.
Το είχαμε στο σαλόνι ακουμπισμένο πανω στη σιφονιέρα και εκτός του χαρτοκιβωτίου του, αφού πείσθηκε ο πατέρας μου ότι δεν κινδυνεύει ο μηχανισμός του από τη σκόνη, που άλλωστε η μάνα μου, ποτέ δεν την άφηνε να καθίσει πάνω στο πολύτιμο αυτό αντικείμενο.
Αρκετά βράδυα κι όταν όλοι κοιμόντουσαν, σιγοπερπατώντας πήγαινα στο σαλόνι, έκλεινα πίσω μου τη πόρτα και το άναβα. Στο σαλόνι δεν κοιμότανε κανείς, αφού ήτανε γιά όλους μας το απαγορευμένο δωμάτιο, όπως άλλωστε τότε γιά κάθε οικογένεια, και άνοιγε μόνο σε επισκέψεις και γιορτές. Καθόμουνα λοιπόν δίπλα του, είχα μάθει όλους τους σταθμούς και με κολημένο το αφτί για να μη μ’ακούσουν στο στρογγυλό του μεγάφωνο που ήταν σκεπασμένο με ένα ακριβό γιά τα μάτια μου πανί κεντημένο με χρυσές κλωστές, άφηνα τη μουσική να μπαίνει βαθειά μέσα μου και να με γιατρεύει από την απονιά, που όλοι σε κείνη την ηλικία νομίζουμε ότι μας κατατρέχει.
Εκείνο το καλοκαίρι θα'ρχότανε και οι Πλάτερς στην Αθήνα. Είχαν βάλει ένα διαφημιστικό στο ραδιόφωνο, που σου έπαιρνε τη ψυχή. Αρχιζε ξαφνικά με το Οnly you ή με το Μy pray και μετά από λίγα μέτρα μουσικής, μιά επιβλητική ανδρική φωνή μας πληροφορούσε
- Οι Πλάτερς στην Αθήνα.
Και ξανά η μουσική τους. Τίποτ'αλλο. Την έχω μέσα μου σαν τη πιό μαγευτική στιγμή του ραδιοφώνου. Μην ψάχνεις. Είναι μερικά πράγματα που μένουν μέσα μας και τα κουβαλάμε σ'ολη μας τη ζωή, όχι τόσο γιά την ομορφιά που αντιπροσωπεύουν, αλλά γιατί πιστοποιούνε την πορεία μας μέσα στο χρόνο, που όσο τον προσπερνούμε, τόσο πιό πολύτιμος γίνεται. Και τη διαφήμηση αυτή τη λέγανε ταχτικά εκείνο το καλοκαίρι. Σε σημείο που αυτοί που τραβούσε η καρδούλα τους τσάμικα και καλαματιανά, να ξεχέζουν το ραδιόφωνο λες και τους έφταιγε η συσκευή. Τώρα βέβαια τι σχέση είχαμε εμείς εδώ που ζούσαμε με κείνη τη συναυλία, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Τσιμπολογούσαμε όμως κι εμείς κάτι μέσα από το μαγικό κουτί από αυτά που μπορούσαν να απολαμβάνουν οι προνομιούχοι κάτοικοι της πρωτεύουσας. Λίγο το'χεις;


*
Το 1955 ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Μιχάλης, τέλειωσε το εξατάξιο τότε γυμνάσιο κι αποφασίσθηκε από τον πατέρα με τη σύμφωνη γνώμη και του ίδιου, να πάει στη ναυτική σχολή του Ασπρόπυργου, γιά να ακολουθήσει καριέρα στο εμπορικό ναυτικό. Ηταν μιά σχολή που σε λίγο χρόνο και με σχετικά συνοπτικές διαδικασίες εκείνα τα χρόνια, μπορούσες να πάς κατ'ευθείαν πάνω σε καράβι γιά να συνεχίσεις σε πρακτική βάση τις σπουδές και παράλληλα νάχεις και κάποιο μισθό να πορεύεσαι.
Λίγους μήνες μετά, αρχίσαμε να παίρνουμε κάρτες και γράμματα από μέρη με ονόματα άγνωστα κι από την άλλη μεριά της γής. Διώρυγα του Παναμά, Ρίο, Καλκούτα και δε συμμαζεύεται. Από τότε, και με αφορμή αυτές τις κάρτες, χρονολογείται και η διάθεσή μου ν'αφήνω το μυαλά μου μέχρι και σήμερα να κάνουν μακρυνές βόλτες και να βουτάν στα βαθειά νερά παρέα με τον Κόρτο Μαλτέζε. Μου μιλούσε ώρες ολόκληρες γιά φίλους και γνωστούς που αφήσανε τα πάντα γιά τη θάλασσα κι έκανε συχνές αναφορές σ'ενα φίλο του απόφοιτο του Γέηλ, που μπέρδευε τα λόγια του ανάμεσα στον Πάουντ και στον Χιμένεθ, που ίσως και γι'αυτό να μπάρκαρε τελικά. Κι όταν μου μιλούσε γιά λιμάνια και γιά τη Σκυριανή πουτάνα τη Γιώτα από το Σίδνευ, τον έβλεπα να χάνεται μέσα σ'αυτά που μου εξιστορούσε.
Τη πρώτη φορά που ήρθε από τα ταξείδια του, μετά από δυό χρόνια περίπου, έφερε μαζί του και φωτογραφίες που τις τραβούσε ο ίδιος με τη μηχανή του. Δεν τις χόρταινα. Αλλοτε πάλι όταν άρχιζε να μιλά γιά τα λιμάνια αλλά και γιά τη σκληρή δουλειά στο πλοίο, τον άκουγα σα μαγεμένος και είχαμε συμφωνήσει ότι, μόλις θα έπαιρνα το πτυχίο της νομικής, θα πηγαίναμε μαζί σε ένα ταξείδι προς τα ανατολικά, όχι Ρότερνταμ, Κάρντιφ και άλλα τέτοια αντισυπτικά. Είχε γίνει και πλοίαρχος κι έλεγε μετά το κοινό μας ταξείδι, να αποτραβηχτεί στη Θεσσαλονίκη και να γίνει πλοηγός, γιά μιά πιό ήσυχη ζωή μαζί με την οικογένειά του, που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει.
Ολα αυτά όμως τέλειωσαν με τραγικό τρόπο. Στις 25 Αυγούστου του 1974, όταν ήμουν ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του Γιώργου Κοσιτζίδη, με ζήτησαν στο τηλέφωνο από την εταιρεία του Μαμιδάκη, γιά να μου πούν με χίλια μασημένα λόγια ότι
-Να, ξέρετε δεν έχουμε νέα από το καράβι του αδελφού σας, κάτι μας είπαν για μια έκρηξη στο πλοίο, περιμένουμε σήμα και θα σας ενημερώσουμε.
Μισόλογα δηλαδή, που κάνουν το κακό να ξεπροβάλει θεόρατο στο μυαλό του αποδέκτη της κακιάς είδησης. Με κράτησαν έτσι τριάντα περίπου ώρες με κουβέντες ήξεις αφίξεις και είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι όλα θα πήγαιναν καλά, γιαυτό τίποτα δεν είχα πεί στούς γονείς μου και στ'αδέρφια μου. Υστερα, πάλι με μισόλογα, άρχισαν να μου τα λένε πιό μαύρα, ώσπου το κακό έγινε είδηση στο ραδιόφωνο και στη τηλεόραση, που ήδη είχε κάνει τότε την εμφάνισή της στη ζωή μας.
Το πετρελαιοφόρο ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της εταιρείας Μαμιδάκη, ανοιχτά του πελάγους της Τσιταγκόγκ στην δυτική Αφρική, βούλιαξε κάτω από σειρά εκρήξεων που ξεκίνησαν από τους κεντρικούς αγωγούς αερίων του πλοίου και επεκτάθηκαν σ'ολο το καράβι. Σώθηκαν τα περισσότερα μέλη του πληρώματος. Αγνοούνται ακόμη ο πλοίαρχος, ο δεύτερος μηχανικός και ο ασυρματιστής του πλοίου.
Και βέβαια ως καλός καπετάνιος, φρόντισε σ'εκείνο το χαμό να φύγει όλο το πλήρωμα σώο, και να μείνει τελευταίος μέ άλλους δυό, που δεν προλάβανε και τους κατάπιε μιά τεράστια έκρηξη.
Η μάνα μου δεν ήθελε να δεχθεί εναν τέτοιο θάνατο. Κάναμε ένα τρισάγιο πάνω σ'εναν τάφο κάποιου στρατιώτη που κι αυτόν τον λέγανε Μιχάλη, ομως μέσα μας, ποτέ δεν πιστέψαμε ότι χάθηκε οριστικά. Κακά τα ψέμματα, αν δεν έχεις μπροστά σου το νεκρό σώμα γιά να κλάψεις, μένει βαθιά σου μιαν άρρωστη ελπίδα ότι κάπου ζεί. Κι αυτό φοβάμαι είναι το χειρότερο, αφού αυτός ο ποτέ οριστικός γιά σένα θάνατος, αποθέτει μέσα σου ένα πέπλο οριστικής θλίψης.
Οταν μετά από μέρες κατέβηκα στην Αθήνα γιά κείνες τις θλιβερές διατυπώσεις με την εταιρεία, ζήτησα να βρώ τους επιζώντες εκείνης της καταστροφής. Ο πρώτος που συνάντησα, μου έφερε το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, που καταφέρανε και το σώσανε από το πλοίο.
- Του φωνάζαμε να βιαστεί, να τ’αφήσει όλα και να τρέξει. Λίγο και θα γλύτωνε. Τον είδαμε να τρέχει με το ημερολόγιο παραμάσχαλα, ώσπου σε μιά τελευταία έκρηξη, προλάβαμε να δούμε μόνο το σκούφο του να πετάγεται κι αυτόν να χάνεται μέσα σε μιά θάλασσα από φωτιά.
Δεν άντεξα να δώ τους υπόλοιπους. Γύρισα στις Σέρρες κουβαλώντας μαζί μου το εικόνισμα του Αγιου, που από εκείνη τη μέρα του έχω μόνιμα ένα παράπονο γιά τους άδικους θανάτους. Από τότε σκέφτομαι ταχτικά πως η ήρεμη ζωή που περίμενε να κάνει, ίσως νάτανε μιά πρόκληση γιά τη σκληρή καραβίσια ρότα αυτών των ανθρώπων, που άθελα τους αναπτύσουν μιά σχέση παράφορη με τη θάλασσα, που θυμώνει μαζί τους όταν σκέφτονται να τη παρατήσουν γιά μιά ήσυχη ζωή. Θα μου πείς προσπαθώ να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Ομως ο νούς μου δεν έχει χωρέσει ακόμα αυτό το χαμό.


*
Στις 2 Νοεμβρίου 1955 κάναμε μάθημα στο σχολείο κατα τις 11 το πρωί, όταν ξαφνικά ένας δυνατός και μακρινός κρότος, έκανε τα τζάμια του σχολείου να τρίξουν και εμείς να μείνουμε παγωμένοι κι ακίνητοι από το ξάφνιασμα. Σταματήσαμε το μάθημα, ο δάσκαλος μας ο κύριος Δημουλάς, ψηλός και με γαμψή μύτη όσο δε μπορείς να φανταστείς, βγήκε να μάθει τί έγινε και από στόμα σ'αφτί, έφτασε μέχρι σε μας το κακό μαντάτο.
Εγινε λέει, έκρηξη στο μαγαζί του Στύλλα. Ο Στύλλας είχε το κατάστημά του στην οδό Σκρά και πουλούσε ντουφέκια και είδη κυνηγιού. Στα υπόγειά του όμως φαίνεται είχε συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες δυναμίτιδας κι άλλων εκρηκτικών κι έγινε το κακό. Εκείνο τον καιρό η νομοθεσία για τη προστασία των πολιτών από τέτοιου είδους κινδύνους ήταν ανύπαρκτη.
Αυτόπτες μάρτυρες και παθόντες οι περισσότεροι, περιγράφουν με τα χειρότερα χρώματα το μακελειό. Πόδια κομμένα και κρεμασμένα πάνω σε δέντρα, σώματα ματσαλιασμένα και σε αφύσικες στάσεις σκορπισμένα παντού, κόσμος να τρέχει πανικόβλητος και τζάμια σπασμένα μέχρι και σε ακτίνα χιλίων μέτρων από το σημείο που έγινε η έκρηξη.
Συνεχίσαμε το μάθημα όπως - όπως και με το μυαλό στο αποτρόπαιο συμβάν, μέχρι που σχολάσαμε και τρέξαμε όλοι, δάσκαλοι και μαθητές στο σημείο του χαμού. Είχε βέβαια περάσει αρκετή ώρα από την έκρηξη, αλλά η περιοχή έδειχνε ότι ακόμα δεν είχε συνέλθει. Οι καταστηματάρχες των γύρω μαγαζιών, σκουπίζανε τα απομεινάρια της καταστροφής κι άκουγες τον στριγγλό ήχο σπασμένων γυαλιών από τζάμια και παντού χυμένα νερά γιά να ξεβγάλουνε τα αίματα των θυμάτων της καταστροφής. Παρέες παρέες κουβεντιάζανε το κακό κι ο κάθ'ενας έδινε την δικιά του εκδοχή, που βέβαια ήταν ανάλογη με το βαθμό της φαντασίας του.
Σ’εκείνο το συμβάν είχε χτυπηθεί κι ένας φίλος του πατέρα μου ο Ηλίας Λιαπάκης, κρητικός κι αυτός και φρουτέμπορας. Του κοπήκανε κάτι δάχτυλα και σημαδεύτηκε ελαφρά στο πρόσωπο. Καθότανε, λέει, και πίνανε καφέ τρείς δρόμους παρακάτω κι ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε μεσ’ στα αίματα. Πήγε ο πατέρας μου να τον δει στο νοσοκομείο.
- Κόλαση, Παύλο μου. Κόλαση. Αφού να φανταστείς ότι όλα τα κρεβάτια γύρω μας γέμισαν από φουκαράδες σα κι εμένα.
Εκανε μιά παύση όλο νόημα για το πόνο που τραβούσε και συνέχισε.
- Πάλι καλά που μου φύγανε δυό δάχτυλα μόνο. Σκέψου τους άλλους που τους κλαίνε τώρα.
Η πόλη έκανε μήνες να συνέλθει από το κακό και γιά πολύ καιρό, η καταστροφή αυτή υπήρξε και ως χρονικό ορόσημο στα στόματα όλων, αφού όταν θέλαν να προσδιορίσουν πότε έγινε ένα γεγονός, λέγανε πως έγινε πρίν ή μετά την έκρηξη του Στύλλα.


*
Στο δημοτικό σχολείο ποτέ μου δεν θυμάμαι να διάβασα. Βλέπεις εφάρμοζα από τότε μοντέρνες μεθόδους της εκπαίδευσης που λένε ότι δεν πρέπει να βάζουν οι δάσκαλοι στα παιδιά δουλειά γιά το σπίτι. Μόνο κάτι αντιγραφές που αναγκαστικά τις έκανα, αφού κάθε μέρα ο δάσκαλος έκανε έλεγχο γιά να δεί ποιός τις έγραψε και ποιός όχι, λές κι από αυτό εξαρτιότανε η εξυπνάδα και η επιμέλειά μας.
Γι αυτό μου κακοφάνηκε όταν πέσαν όλοι πάνω μου και με υποχρέωσαν να διαβάσω, γιά να μπώ στις εισαγωγικές του γυμνασίου. Βέβαια χρόνια τώρα έχει καταργηθεί αυτό το σύστημα, αφού η εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική μέχρι την τρίτη γυμνασίου. Αλλού τώρα μεταφέρανε τις δυσκολίες και τις συχνές αλλαγές. Αναφέρομαι στις εισαγωγικές γιά το πανεπιστήμιο, όπου ο εκάστοτε υπουργός παιδείας, θέλοντας φαίνεται να μείνει με χρυσά γράμματα στις δέλτους της εκπαιδευτικής ιστορίας του τόπου, άλλάζει τις διαδικασίες αυτές κατά το υπουργικό του δοκούν, αδιαφορώντας πλήρως γιά αυτούς που υποτίθεται ότι νοιάζεται και πασχίζει, γιά τους μαθητές.
Εκατσα που λες και διάβασα γιά τις εξετάσεις. Πασαλείματα δηλαδή. Και κοίτα να δείς, είχα αγωνία γιά τα αποτελέσματα. Φαίνεται όταν κάτι σε τσουρουφλίζει με τις μέρες είναι ικανό και να σε ψήσει.
Τέλος πάντων, τη μέρα που θα έβγαιναν τα αποτελέσματα, πήγα με χτυποκάρδι στο γυμνάσιο όπου γινότανε χαμός από στραβόγιαννα που συνωστίζονταν έξω από τη βαρειά σιδερένια πόρτα όπου είχανε αναρτήσει τα αποτελέσματα. Με κόπους κατάφερα να φτάσω και να δω κι εγώ το όνομά μου στους επιτυχόντες.
Πού νάξερα ο έρμος ότι εκείνη τη στιγμή εγκαινίαζα τη πιό αγωνιώδη περίοδο της ζωής μου, όπου γιά πολλά χρόνια σερνόμουνα σε τεράστιες κλειστές τζαμόπορτες ή πίνακες ανακοινώσεων, ψάχνοντας να βρώ τ'όνομά μου στους επιτυχόντες με αρνητικά τις περισσότερες φορές αποτελέσματα.


*
Μου έμεινε μιά αίσθηση ότι το κείμενο στις τελευταίες του σελίδες γινότανε σχεδόν περιληπτικό και δεν ήθελε να ολοκληρώσει αυτά που ξεκίνησε. Την αίσθηση αυτή την δυνάμωνε το γεγονός ότι πουθενά δεν έγραφε ΤΕΛΟΣ. Ισως νάταν κι έτσι. Αλλά ίσως και νάταν η δικιά μου διάθεση κι επιθυμία, να συνεχίσω αυτό το μακρυνό ταξείδι στον παρελθόντα χρόνο της εξιστόρησης.
Σηκώθηκα και ξαναμπήκα μέσα στο σπίτι. Ανέβηκα πάλι στο σαλόνι κι ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα, έσειρα με δύναμη τα παντζούρια που από το χρόνο είχανε σκαλώσει κι αντιστεκότανε. Ενα ελαφρύ αεράκι πήγαινε πέρα δώθε τα λίγα κίτρινα φύλλα που είχαν πέσει στην άκρη του μπαλκονιού. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την κατηφόρα κι ο ορίζοντας στο βάθος άρχισε τους ιριδισμούς του πριν πέσει το βράδυ. Από μακρυά ακουγότανε ένα ρεμπέτικο τραγούδι που το θυμόμουνα από τη συλλογή του πατέρα μου. Στα πόδια μου η ανατολική πλευρά της πόλης, είχε αφήσει από ώρα τη μεσημεριάτικη ζάλη και οι θόρυβοι άρχισαν να πληθαίνουν.
Ακούσθηκαν χτυπήματα στη πόρτα που με παραξένεψαν. Κατέβηκα από το σαλόνι και πήγα ν'ανοίξω την κεντρική είσοδο. Στο δρόμο θυμήθηκα πως δεν είχα κλειδιά από κεί και ξαναγύρισα προς τη πλαϊνή μικρή εξώπορτα. Βγήκα στην αυλή και είδα μιά μεσόκοπη γυναίκα να στέκεται στην κεντρική εξώπορτα και να κοιτά προς το μέρος μου. Με πλησίασε με ένα πλατύ χαμόγελο και δειλά βήματα.
Οπως όταν η μνήμη προσπαθεί με βιάση να συλλάβει μερικά πράμματα που έχουν από καιρό σκεπασθεί με τον όγκο του μετέπειτα χρόνου,
- Χαρούλα.
Η λέξη βγήκε αργά και καθαρά από τη ψυχή μου.
Το στήθος, όπου εναποθέτουμε ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε από αυτά που έχει από καιρό ταξινομήσει η επιστήμη, φτερούγισε και σαν να έσκασε ένα ρόδι μέσα μου, αναγνώρισα τον έρωτα των παιδικών μου χρόνων να με κοιτά μ'ενα χαμόγελο προσμονής που μεσολαβεί από την πρώτη ματιά μέχρι την αναγνώριση. Ηταν εκεί, απέναντί μου, όμορφη όπως παλιά με λίγα κιλά παραπάνω και μέ το χρόνο να αγωνίζεται γιά να επιβληθεί πάνω της.
Είχα να τη δώ από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν μιά ανοησία γιά την οποία έφταιγα αποκλειστικά εγώ, μας χώρισε κι από κεί και πέρα είχε τραβήξει ο καθ'ενας το δρόμο του στην ίδια βέβαια πόλη, αλλά με ξέχωρους φίλους και σε διαφορετικά περάσματα και στέκια.
`Ητανε αναισθησιολόγος στο νοσοκομείο Σερρών, είχε παντρευτεί με έναν γιατρό που γνώρισε λίγο μετά το διορισμό της και είχε από το γάμο της αυτό δυό κόρες περίπου της παντρειάς.
Ηταν περαστική από το δρόμο, γιατί και το δικό τους πατρικό ήτανε κοντά, και είδε ένα αυτοκίνητο με ξένους αριθμούς. Ηξερε πως έλειπα έξω και υπέθεσε ότι θάμουν εγώ.
Κοιταζόμασταν και πίσω από τα μάτια μας τρέχανε τα χρόνια της εφηβείας να προλάβουνε με ακατάπαυστες ερωτήσεις, να κλείσουν το χάσμα του χρόνου που εν τω μεταξύ μεσολάβησε. Είπαμε χίλια δυό. Φέραμε στο νού μας από παιδικά πάρτυ μέχρι σχολικές εκδρομές, ιδιαίτερα με δικιά μου πρωτοβουλία λόγω και της άμεσης επίδρασης του κειμένου που μόλις είχα τελειώσει. Την έβλεπα απέναντί μου και συχνά πυκνά ξεχνιόμουν σε δικούς μου χρόνους και αναφορές, χάνοντας τον ήχο της φωνής της μέσα στα δρομάκια της Θεσσαλονίκης που περιδιαβαίναμε φοιτητές γιά τρία ολόκληρα χρόνια.
Σηκώθηκε να φύγει όταν άρχιζε να βραδυάζει κι ανταλλάξαμε διευθύνσεις γιά μιά ταχτικώτερη επαφή, όπως είπαμε, αλλά κατά βάθος νομίζω γιά να μή παραβούμε τις συνηθισμένους κοινωνικούς κώδικες.


*
Εφυγα παίρνοντας μαζί μου τα χειρόγραφα του πατέρα μου και τη παλιά δερμάτινη τσάντα, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα και τις πόρτες ανοιχτές, γιά όποιον θα μπορούσε να τα χρειαστεί, και την ίδια μέρα το βράδυ ξεκίνησα γιά την Αθήνα όπου με περίμεναν κάτι ανόητα γραφειοκρατικά προβλήματα παραμονής μου στο εξωτερικό.
Στην Αθήνα αφού έχασα δυό μέρες σε διάφορες υπηρεσίες προσπαθώντας να αποδείξω απλά και αυταπόδεικτα πράγματα, έδωσα το κείμενο του πατέρα μου στις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ που τις είχε ένας φίλος μου, παλιά γνωριμία από το ναυτικό όπου υπηρετήσαμε μαζί. Του ζήτησα να συμπεριλάβει μαζί με το κείμενο του πατέρα μου και μερικές δικές μου σημειώσεις, γιά να του κάνω παρέα στα βαθειά πελάγη των Ελληνικών εκδόσεων.
Στη δημοσίευσή του σεβάσθηκα την λεπτομερή τοπογραφία, αλλά άλλαξα μερικά επώνυμα, όχι γιατί σκέφθηκα ότι θα πείραζε τους αναφερόμενους, μακάρι να ζούσανε οι άνθρωποι κι ας μου βάζανε τις φωνές, αλλά γιατί πιστεύω ότι δίκαια κανείς φέρεται απέναντι στη σχετικά πρόσφατη ιστορία που αφηγείται ή έχει γραφεί, όταν αποφορτίζει τα πρόσωπα από το βάρος της επωνυμίας τους.
Και τέλος του ζήτησα να κλείσω το βιβλίο κάνοντας εγώ εκείνο το άνευ ουσίας, περιτό αλλά και πάντα υπάρχον μικρό κείμενο, που μας πληροφορεί, έτσι χωρίς λόγο, γιά τον τύπο του χαρτιού, το βάρος των γραμμαρίων του και το τυπογραφείο που τυπώθηκε το βιβλίο. Εβαλε τα γέλεια και δεν μου το αρνήθηκε.







ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΜΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 2032 ΣΤΟ
ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ
XXXXXXΧΧXXX ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ ΣΕ
ΧΑΡΤΙ ΧΧΧΧΧΧ ΤΩΝ 300 ΓΡΑΜ -
ΜΑΡΙΩΝ ΣΕ 1000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ