Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012



Αποσπάσματα από το τρίτο μυθιστόρημα ΟΙ ΑΤΑΦΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΒΛΑΠΤΟΥΝ στις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ

Σχεδόν κάθε βράδυ ο Λυκούργος περιφερότανε στα δρομάκια της πάνω πόλης κι ανεβοκατέβαινε σε ταβέρνες και αγορές. Καπάνι, Δόμνα, Τσιμισκή, Καυταντζόγλειο. Έπαιρνε την ανηφόρα της Επταπυργίου κι από τις δασωμένες μασχάλες του Σέιχ Σου χωνότανε βαθιά μέσα της και την απολάμβανε στα δεκαεννιά του χρόνια. Ανακάλυψε πολύ απλά και ξεκάθαρα ότι η ζωή είναι αφάνταστα ωραία όπως κι αν την έβλεπε κανείς και βάλθηκε να τη ζει όσο μπορούσε περισσότερο. Παρατούσε το διάβασμα και σαν να το χρωστούσε στον εαυτό του, έριχνε μέσα σε μια  γαλάζια τσάντα της Κατράντζος Σπορ το μαγιό του, ένα μακό μπλουζάκι, μια πετσέτα και τσιγάρα, πολλά τσιγάρα κι έτρεχε στη παλιά παραλία μαζί με τον Τάσο για να πάρουνε το καραβάκι της γραμμής για την Αγία Τριάδα. Τα μεσημέρια μετά το φροντιστήριο έπιανε την Τσιμισκή και κατέβαινε μέχρι το βιβλιοπωλείο του Μόλχο, βλέποντας από τους κάθετους δρόμους της παραλιακής τα αργά και μεγαλόπρεπα καράβια φορτωμένα με λιπάσματα ή μινεράλια, να χάνονται σιγά σιγά στην ανοιχτωσιά της θάλασσας. Άλλες φορές παρατούσε στα ξαφνικά το διάβασμα - όλο το παρατούσε - και κατέβαινε στη νέα παραλία. Κι εκεί, καθισμένος με τις ώρες, φόρτωνε την ψυχή του σε όποιο καράβι έβλεπε να φεύγει και να ξανοίγεται με ρότα την ανατολή κατά προτίμηση, αλλά μηδέ εξαιρουμένων και των χωρών της Αφρικής.

Από την κουπαστή της ΑΡΙΑΔΝΗΣ, καπνίζοντας τη βαριά ξύλινη πίπα μου, θα βλέπω το λοστρόμο που μαζί με τους δυο πακιστανούς, μαλώνανε από ώρα με μια μπερδεμένη κουλούρα σχοινί. Ανάσανα όσο μπορούσα πιο βαθιά μέσα στο χρόνο ενός ακόμα μακρινού ταξιδιού και κοίταξα την ανοιχτή θάλασσα. Κόλπος του Άντεν, Βομβάη και τέλος, μετά από τα στενά της Σουμάτρας, στα αχανή πελάγη του Ειρηνικού και στη Γιοκοχάμα. Ύστερα θα κατέβω τα λίγα σκαλιά της γέφυρας και θα προχωρήσω προς την πρύμνη του πλοίου. Ο ήλιος είχε βυθισθεί σχεδόν από ώρα στη θάλασσα αφήνοντας λίγα φλογισμένα σύννεφα που σβήνανε σιγά σιγά από το βαθύ κόκκινο προς το σκοτάδι της νύχτας. Θα δω τον Αρκάν, το γάτο του πλοίου, να κουβαλά έναν λαφιά που ακόμα σπαρταρούσε δαγκώνοντάς τον στο λαιμό. Φίδι στο πλοίο. Άλλο πάλι και τούτο. Από μακριά θα δω τρεις από το τσούρμο να με πλησιάζουνε δειλά και με σεβασμό τσαλακώνοντας τις σκούφιες στα χέρια τους.
- Καπετάν Λυκούργο, θα μου πει ο μπαρμπα Μιχάλης, ο πιο κοντός και μεγαλύτερος από τους τρεις. Το πλοίο γέμισε φίδια. Μέχρι και στου μαρκόνι βρήκανε μιαν οχιά να κάθεται ζαλισμένη πάνω στο βιβλίο με τα σήματα.  Μπήκανε μαζί με το σιτάρι. Εγώ ο ίδιος έβλεπα τις μηχανές να χύνουνε το σιτάρι στη κοιλιά του πλοίου. Κι έτσι όπως έπεφτε κι άπλωνε στ’αμπάρι, τα 'βλεπες να αναδεύονται από παντού και να κάνουν ανάκατα κύματα σαν τη θάλασσα. Φίδια. Πολλά φίδια καπετάνιο. Σε έψαχνα την ώρα που αδειάζανε το σιτάρι για να σου το πω αλλά έλειπες στα γραφεία. Για την ώρα, κλείσαμε όλα τα στεγανά. Θα χαμηλώσει τα μάτια του και θα αρχίσει να κομπιάζει. Και λένε, ξέρεις, αυτοί που ερμηνεύουν τα αλλόκοτα, φίδι σε πλοίο σημαίνει σκαρί με ρότα το Θάνατο.
- Μπαρμπα Μιχάλη, ξεμωράθηκες μου φαίνεται. Θα του πω. Κι ούτε που θ’ αφήσω εγώ το σιτάρι ν’ανάψει κλείνοντας τα στεγανά. Ανοίχτε τα και πες στο λοστρόμο τονε θέλω. Τώρα.
Θα κατέβω τα σκαλιά και θα τραβήξω για την καμπίνα μου. Σε λίγο θα ακούσω πίσω μου τη φωνή του Λευκαδίτη λοστρόμου.
- Με ζήτησες καπετάν Λυκούργο;

    Δίπλα του κάθισε ένα ζευγάρι μασουλώντας κι ανοίγοντας χαρτοσακούλες
    κόβοντάς του την ιστορία στα μισά.

…………………………………………………………………………………………

Για να περάσει τον ατέλειωτο χρόνο του ταξιδιού προσπάθησε να κάνει πάλι τους απολογισμούς του. Δεν του βγαίνανε. Ανάτρεξε στα τελευταία γεγονότα της Ιωάννας. Εύρισκε πως δεν μπορούσαν όσα έγιναν να γίνουν με διαφορετικό τρόπο. Ο αρραβώνας ήταν η πιο φυσική απόληξη αυτού του δεσμού. Τι σκατά θα είχε μαζί μου, σκέφτηκε, που ποτέ δεν σταυρώθηκα για χάρη της. Άλλαξε πλευρό. Έκλεισε τα μάτια του κι έμεινε μόνος με το μονότονο θόρυβο της μηχανής.

Σε λίγο θ’ ακούσω πίσω μου τη φωνή του Λευκαδίτη λοστρόμου.
- Με ζήτησες καπετάν Λυκούργο;
- Πες ν' ανοίξουνε τα στεγανά, ανέβασε ακόμα δυo κόμπους το πλοίο και πες του τιμονιέρη να κρατά πορεία με τον Σήρειο. Ο μπαρμπα Μιχάλης μου είπε ότι το πλοίο γέμισε φίδια από το σιτάρι της Θεσσαλονίκης. Δες το κι εσύ κι αν αληθεύει βλέπουμε.
Ο λοστρόμος θα φύγει σκεφτικός κλείνοντας  την πόρτα. Θα βάλω σ' ενα τσίγκινο κύπελλο ουίσκυ, θα βγάλω τις μπότες μου και στο μικρό τρανζιστοράκι που μου χάρισε η Μάρτα από το Μακάο, θα ψάξω να βρω τραγούδια γιατρικά για το καινούριο μου ταξίδι. Ο ήχος από τις μηχανές του πλοίου θα αρχίσει να με κοιμίζει σιγά σιγά. Θα βρεθώ και πάλι αγκαλιά με την Ιωάννα σ' ένα απόκρυφο λιμανάκι έξω από το Στρατώνι της Χαλκιδικής. Το πρωί μαζί με τον καφέ ο καμαρότος θα μου φέρει και τα χαμπέρια της νύχτας.
           - Μου είπε, λέει, ο λοστρόμος να σου πω πως έχουμε πήξει στα φίδια και σου ζητά την άδεια να σκορπίσει παντού γάλα με βόρακα.
Θα συμφωνήσω κοιτώντας έξω από το φινιστρίνι τη θάλασσα.
- Να βάλει παντού και πες να ξεκινήσουνε να βάφουνε από τη μάσκα.
Πριν τον διώξω θα θυμηθώ τον Αρκάν.
- Και, πού’σαι, τον γάτο να τονε κλείσουνε στο αποθηκάκι με τα σήματα. Μη μαζί με τα φίδια χάσουμε και τον Αρκάν.
Έξω μια χυμένη παντού γκρίζα συννεφιά ένωνε ουρανό και θάλασσα κάνοντας την ΑΡΙΑΔΝΗ μια ζωγραφιά μικρή σαν ψείρα πάνω σε παιδικό μπλοκ ζωγραφικής, όπου μόνο τα πιτσιρίκια μπορούνε και χωράνε το άπειρο. Θα ρίξω μια ματιά στον καιρό από το τηλέτυπο που ακόμα κροτάλιζε με τα μηχανικά του δοντάκια έναν ζεστό σιρόκο στα ανοιχτά του Λιβυκού  και ανεβαίνοντας στη γέφυρα, θα δώσω εντολή στο γραμματικό να μαζέψει το πλήρωμα στη τραπεζαρία. Θα αλλάξουμε λίγες κουβέντες με τον τιμονιέρη για τα σινιάλα περιμένοντας να μαζευτούνε όλοι στη σάλα. Από την πλώρη θ' αρχίσει σιγά σιγά ν' ανεβαίνει μια ομίχλη που θα τυλίξει το πλοίο για τα καλά.
- Κράτα αναμμένα τα πλευρικά και χτύπα τη σφυρίχτρα κάθε τέταρτο.
Ύστερα θα κατέβω στη τραπεζαρία.
- Παλικάρια, θα τους πω. Το πλοίο έχει γεμίσει φίδια από το σιτάρι που βάλαμε. Πώς και τι, δεν είναι της ώρας. Ο λοστρόμος θα σκορπίσει παντού γάλα με φαρμάκι. Εσείς το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να προσέχετε για τον εαυτό σας. Όχι γυμνά πόδια και πριν ξαπλώνετε θα ψάχνετε κουκέτες και στρωσίδια. Αυτά.
Τις επόμενες μέρες και μέχρι που θα βγούμε από τον Περσικό, θα πετάμε με τα φτυάρια ψόφια φίδια από το φαρμακωμένο γάλα. Ο Αρκάν θα νιαουρίζει όλον αυτό το καιρό με παράπονο κλεισμένος στο αποθηκάκι, μακριά από το γλέντι του κυνηγιού που του το στερήσανε. Τη Κυριακή το πρωί θα μου φέρουνε τα πρώτα κακά μαντάτα. Ο μπαρμπα Μιχάλης θα μπει αλαφιασμένος στη καμπίνα μου.
- Τρέχα καπετάνιο. Ο μάγειρας τουμπάνιασε και ψήνεται στο πυρετό.
Θα κατέβω γρήγορα στη κουκέτα του και θα τον βρω να τρέμει από τον πυρετό με το αριστερό του πόδι τουμπανιασμένο. Θα χαθεί αρκετή ώρα μέχρι να βρω τα σημεία που τον δαγκώσανε τα φίδια, ώστε να του κάνω την τομή για να φύγει το χαλασμένο αίμα. Ο μάγειρας θα παραμιλά στη γλώσσα του θανάτου μπουκωμένος από άγνωστες για όλους μας λέξεις. Θα μπήξω βαθιά το μαχαίρι μου στην αριστερή του γάμπα και θ' αρχίσει  να τρέχει ένα πηχτό σχεδόν μαύρο αίμα.
- Δεν τον βλέπω να τα καταφέρνει, θα μουρμουρίσει ο λοστρόμος που έφτασε κι αυτός λίγο αργότερα. Πρέπει να τον δαγκάσανε από νωρίς το βράδυ στον ύπνο του.
Θα περιμένουμε ανήμποροι το τέλος του. Στο λίγο και μουντό φως που έμπαινε από το φινιστρίνι, οι σκιές πήρανε να μεγαλώνουν, αλλάζοντας ανεπαίσθητα θέση με το κούνημα του καραβιού.
- Θα' χουμε καιρό. Άκουσα πίσω μου τον μπαρμπα-Μιχάλη, που από την ώρα που έμαθε το κακό, έπιασε τους ψαλμούς και τους δυνάμωνε σιγά σιγά όσο η ψυχή του μάγειρα ετοιμαζότανε για το ταξίδι της. Πάνω από το προσκέφαλο του θα δω να λείπει ο Άγιος Νικόλαος που από την πρώτη μέρα που είχε μπαρκάρει ο μάγειρας μαζί μας, τον είχε κολλήσει από παντού και καλά με ψαρόκολλα.
Θα ξεψυχήσει λίγες ώρες αργότερα χωρίς να συνέλθει. Θα ζητήσω να μου φέρουνε καθαρά σεντόνια και θα βάλω να τον τυλίξουνε καλά, με τον μπαρμπα-Μιχάλη να συνεχίζει τους ψαλμούς του, αφού νόμιμα πια πήρε τη θέση του νεκροπομπού. Θα τον βάλουμε στο ψυγείο μέχρι τη Γιοκοχάμα. Κι από κει στη πατρίδα. Νάχουνε οι δικοί του ένα σώμα να κλάψουνε. Και στο κάτω κάτω μια απόδειξη ότι πέθανε. Κουφάρι που δεν το βλέπεις μπροστά του για να το κλάψεις, δεν σβήνει τον πόνο του θανάτου αν δεν θαφτει μαζί με το νεκρό.
Ο καιρός άρχισε να γυρίζει άσχημα κι ένας παλαβός τραμουντάνας έκανε τις αντένες να σφυρίζουν αδιάκοπα κι ανάλογα με την ένταση του ανέμου. Κύματα βουνά αρχίσανε να χτυπάνε τα πλαϊνά του πλοίου. Με δυσκολία θ' αρχίσω να ανεβαίνω τη γέφυρα. Κι εκεί δίπλα στη μπούκα του αέρα θα δω τον άγιο να κάθεται στηριγμένος στο μακρύ στραβό ραβδί του και να με κοιτά με πύρινα μάτια. Θα θυμώσω.
- Τι σας έφταιξε ο μάγειρας, θα του πω. Ποιός έχει τώρα σειρά να πληρώσει. 
 - Καπετάνιε, μην τα βάζεις με το Θεό. Ό,τι γίνεται, γίνεται για τη δόξα Του. Μετακίνησε τη ξύλινη μαγκούρα του πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, χαράσοντας περίεργα σχήματα, κι έπειτα γυρνώντας πάλι σε μένα. Ο φόβος και η απόγνωση τρέφουνε τη δόξα Του καπετάνιο. Οι συμφορές κάνουνε το μεγαλείο Του κι έτσι θρέφονται τα θεία. Σηκώθηκε και χτυπώντας σαν καμπάνα το ραβδί του στο μεταλικό πάτωμα απομακρύνθηκε. Πριν χαθεί πίσω από τους γερανούς, γύρισε και
 - Αυθαδίασες, μου είπε. Δεν μιλάνε έτσι σε άγιο. Και για να το νιώσεις στο πετσί σου, θ'ακολουθήσουν κι 'αλλα.
 Θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας μέχρι τη Γιοκοχάμα κι έπειτα θ'αρχίσουνε οι συμφορές που υποσχέθηκε. Ο μαρκόνης αφού για μια βδομάδα θα κάθεται καθημερινά και με τις ώρες έξω από τα κλουβιά με τους πίθηκους, θα φουντάρει στη θάλασσα και θα πνιγεί. Ο μπαρμπα Μιχάλης θα φύγει σαν τρελός για την πατρίδα μετά από ένα τηλεγράφημα που τούγραφε για το θάνατο του μοναδικού του εγγονού. Τέλος - για την ώρα - ο σενεγαλέζος θερμαστής, αποταγμένος βραχμάνος γιατί πιάστηκε να κλέβει τα τάματα των πιστών, θα αυτοκτονήσει και θα τον βρούνε κρεμασμένο απο τα δοκάρια του ταβανιού στην ορθόδοξη εκκλησία της αγίας Κυριακής στη Γιοκοχάμα.  
……………………………………………………………………………………
Στου Λεβέντη κάνανε στάση για φαγητό. Βρήκε ένα τηλέφωνο και τηλεφώνησε στις δίδυμες, με πρόφαση πως κάτι ξέχασε να πει στους δικούς του, αλλά στη πραγματικότητα για να έχει περισσότερες πληροφορίες από τους αρραβώνες. Το σήκωσε η Λένα. Ό,τι είχε να πει τα είπε και γυρόφερνε τα λόγια του για να ακούσει από κείνη αυτά που περίμενε. Η Λένα ή δεν κατάλαβε τις αγωνίες του ή και το κυριότερο, μια και δεν είχε τίποτα να προσθέσει πάνω σ’ αυτά που αυτός περίμενε, ήταν τρία πουλάκια κάθονταν. Βιάστηκε να την αποχαιρετήσει με πρόσχημα την κόρνα κάποιου λεωφορείου. Μπαίνοντας μέσα για να πάρει ένα σάντουιτς αναρωτήθηκε αυτό που από χρόνια έπρεπε να είχε βγάλει ως συμπέρασμα. Τι διάολο, δεν υπήρξα ποτέ σ’ αυτή την ιστορία;
Κατά τις πέντε και μισή θα μπούνε στο σταθμό λεωφορείων της Κηφισού. Θα πάρει ένα ταξί και θα ξεκινήσει για την ακτή Φρεαττύδας, από όπου θα τους μάζευαν όλους μπροστά από το Ναυτικό Νοσοκομείο για να τους πάνε στη Σαλαμίνα στο κέντρο εκπαίδευσης Παλάσκα. Ο ταξιτζής που τον πήγαινε έσκαγε για κουβέντα.
- Τι έγινε πατρίδα, παρουσιαζόμαστε;
Τον άφησε να μιλά συνεχώς αντιδρώντας στα λεγόμενα του με τους γνωστούς κοφτούς του ήχους που τους είχε έτοιμους όταν ήθελε να κατεβάσει τα ρολά του μυαλού του για να ασχοληθεί με τα δικά του. Φτάνοντας στη Φρεαττύδα μαζί με τη διαδρομή θα τελειώσουν και τα λόγια του ταξιτζή.
- Ένα να ξέρεις, θα του πει. Ο στρατός είναι σαν τις πουτάνες. Όλοι πηγαίνουν αλλά κανείς δεν μένει μαζί τους, αφήνοντάς τον με μια έντονη περιέργεια για το τι του έλεγε πιο πριν, όταν ο ίδιος βρισκότανε αλλού με τις σκέψεις του και που οπωσδήποτε θα είχαν ενδιαφέρον και θα πλούτιζαν τη συλλογή του Θάνου.
Στη Φρεαττύδα ήτανε μαζεμένα περίπου τριακόσια άτομα. Ξεχώρισε πολύ λίγους στην ηλικία του. Θα καθίσει παράμερα σ’ ένα πεζούλι που χώριζε το δρόμο από τη θάλασσα. Μπροστά του τα νερά που είχανε απομείνει από μια δυνατή βροχή αντικατόπτριζαν ανάποδα το Ναυτικό Νοσοκομείο, σπάζοντάς το σε χίλια κομμάτια από το ελαφρό ρίπισμα του αέρα. Με ελεεινή ψυχική διάθεση θα καπνίζει συνεχώς. Δίπλα του θα ακούει εικοσάχρονους γαβριάδες, που θέλοντας από την αρχή να καθορίσουνε τα όρια της δικαιοδοσίας τους όσο πλατύτερα μπορούσαν, θα μεγαλύνουν τα λεγόμενά τους μέχρις υπερβολών, θα αντρειεύονται στο ναυτικό τέρας πριν ακόμα το γνωρίσουν και γενικώς θα αποπνέουν φιγούρες βαθιά νυχτωμένες για το τι τους περίμενε. Αισθάνθηκε ξαφνικά αδύναμος μπροστά στους μηχανισμούς που τον ανάγκαζαν να παρατήσει ξαφνικά τη ζωή του και να στρατευτεί για δυό χρόνια, υπηρετώντας κάτι που βρισκότανε έξω από κάθε λογική. Κατέφυγε στον απάνεμο και γλυκύτατο όρμο των φίλων του.

Καθότανε απέναντι σε ένα μικρό καφενείο πνιγμένο στο πράσινο και στα γάργαρα νερά και περνούσανε ζάχαρη. Ο Χάρης μ’ ένα κοντό φανελάκι κατάσαρκα προσπαθούσε μαζί με τον Γιαμαλίδη να πιάσουν έναν κόκορα που τον είχανε στριμώξει στη γωνιά της αυλής. Ο Νικηφόρος έχοντας δίπλα του την ξανθιά του Πιγκάλ, σήκωσε το ποτήρι του με τη ρετσίνα και μου ευχήθηκε από μακριά καλός πολίτης. Ύστερα γύρισαν όλοι κι αρχίσανε να με χαιρετάνε με γέλια και χαρές. Ήτανε σαν να βρισκόμουνα πάνω σ’ ένα βαγόνι κι έφευγα για ταξίδι. Ο Κατσάνης χάθηκε γρήγορα μέσα στο καφενείο και σε λίγο βγήκε μαζί με τους ήχους του παλιού ρεμπέτικου
Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά
και φεύγω μανούλα στα ξένα
Για σένα, μου φώναξε. Για σένα. Καλό σου ταξίδι. Ύστερα πήγε γρήγορα με τους άλλους κι αγκαλιάζοντας τη Σωτηρία Μπέλλου, αρχίσανε να τραγουδάνε όλοι μαζί. Ο Θάνος με τη Βασιλική καθισμένοι σε μια γωνιά, συζητούσαν τα όσα είχανε σταματήσει στη ταβέρνα του κυρ Ζαφείρη. Η Ναυσικά με την Κάτια προσπαθούσαν να τραγουδήσουνε, αλλά η χοντρή και φάλτσα φωνή της Κάτιας έκανε τη Ναυσικά να βάζει τα γέλια. Και στην άκρη, εκεί που σμίγανε τα νερά με τα αγριόχορτα, ο κυρ Απόστολος, έχοντας ριγμένη την καρό πετσέτα του στον ώμο, καθότανε στο τελευταίο τραπεζάκι του καφενείου κι έπινε γουλιά γουλιά τον καφέ του, ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές. Ύστερα γύρισε στους υπόλοιπους, δείχνοντάς τους με μια κίνηση του κεφαλιού του.
- Έτσι έρχονται πάντα και μου τα κάνουν γυαλιά καρφιά, παραπονέθηκε τρυφερά καμαρώνοντάς τους.

Τον συνέφερε η κόρνα ενός φορτηγού που χτυπούσε ρυθμικά όσο προσπαθούσε να διαβεί ανάμεσα από το πλήθος που περίμενε. Χωρίς κι ο ίδιος να αναγνωρίζει τις κινήσεις του, θα βγάλει το σημείωμα της Ιωάννας, θα το κάνει με αργές κι αφηρημένες κινήσεις ένα μικρό χάρτινο βαρκάκι και θα το αφήσει στα λιμνάζοντα νερά, βλέποντάς το να χορεύει γερμένο μονόμπαντα στους αναπαλμούς του νερού που το ρυτίδωνε ο τσουχτερός αέρας. Έπειτα θα αγοράσει από το κοντινότερο περίπτερο μια κόλλα χαρτί κι ένα φάκελο. Θα γράψει με βιαστικά και μεγάλα γράμματα, Καλή αντάμωση, θα διπλώσει την κόλλα και θα τη βάλει μέσα στο φάκελο. Ψάχνοντας γύρω του θα τον κολλήσει και θα γράψει τη διεύθυνση του σπιτιού του στις Σέρρες. Θα φτάσει μέχρι την αυλή του Ναυτικού Νοσοκομείου και θα το πετάξει στο χαλικόστρωτο διάδρομο που οδηγούσε στην είσοδο.
Κατά τις εφτά και μισή είδε να έρχονται από το βάθος της παραλιακής τέσσερα μεγάλα λεωφορεία με το σκούρο μπλε χρώμα του πολεμικού ναυτικού και να σταματάνε με θόρυβο στο κύριο όγκο των νεοσύλλεκτων, που αρχίσανε να ανεβαίνουνε με σκουντιές και με τους πιο ξεθαρρεμένους να χαχανίζουν με τα ίδια τους τα αστειάκια. Ένας χοντρός σαραντάρης αρχικελευστής που προσπαθούσε να τους βάλει σε μια τάξη, τα παράτησε γρήγορα και τους άφησε να ζορίζονται, κοιτώντας τους με ειρωνεία και μονολογώντας πότε πότε.
-         Από αύριο αρχίζουνε τα δύσκολα παλικάρια μου. Από αύριο.