Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Διαβάστηκε στην εκπομπή ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ του Α προγράμματος της ΕΡΤ του Χρήστου Μιχαηλίδη στις   11.6.2021


ΤΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ

     Έρχονται στα χρόνια που απευχόμαστε την ύπαρξή τους. Στην αρχή αντιμετωπίζονται με χιούμορ, γιατί ακόμα νομίζουμε ότι έχουμε καιρό και για την ανυπαρξία τους μας βεβαιώνουν το περίγυρό μας και φίλοι. Όμως με τον τρόπο που το βεβαιώνουν ενυπάρχει η αλήθεια του ερχομού τους.

     Εμφανίζονται συνήθως με την επιθυμία της ανάγνωσης των κηδειόχαρτων σε στύλους της ΔΕΗ και σε φθαρμένους τοίχους. Μια επιθυμία που συνοδεύεται από ένα αίσθημα στιγμιαίου καθησυχασμού που δεν είμαστε εμείς στη θέση του αποβιώσαντος.

     Συνήθως σου χτυπάνε την πόρτα μετά τα εβδομήντα πέντε ή μετά από μια ασθένεια και το νιώθεις  όταν οι γιατροί σε κοιτάνε μ’εκείνο το ψεύτικο χαρούμενο ύφος και σε διαβεβαιώνουν ότι είσαι καλά.

     Αποφεύγουνε τις κηδείες λες κι ο θάνατος είναι κολλητικός αλλά κατά βάθος φοβούνται ‘ότι έτσι τον πλησιάζουν.

     Χαίρονται ιδιαίτερα τα μεσημεριανά τραπέζια με παιδιά και εγγόνια φιλοσοφώντας  ενίοτε για τη συνέχεια των γενεών, αποφεύγοντας να σκεφτούν σε τι κόσμο θα μεγαλώσουνε έτσι πως καταντήσανε σήμερα τα πράματα.  Και κάθε γουλιά κρασί που πίνουνε σ’συτά τα τραπέζια δεν έχει να κάνει με τη βιασύνη της νιότης τους αλλά με την πλήρη συναίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται και παραμένει όμορφη.

     Αν έχουν την τύχη να έχουν καλούς απογόνους τότε μπορούν να ελπίζουν σε μια θέση στο μεσημεριανό τους τραπέζι. Αν όχι, τους περιμένουνε οι οίκοι ευγηρίας όπου η συχνότητα επισκέψεων των δικών τους είναι ευθέως ανάλογη με την αγάπη που νιώθουν γι΄αυτούς

     Και ξαφνικά τους πιάνει μια διάθεση να δούνε παλιές φωτογραφίες της νιότης τους. Ο παλιός και ως εκ τούτου αδυσώπητος χρόνος θα αρχίσει τότε δια των συνειρμών να τους βάζει πια σ’έναν άλλο κόσμο. Έναν κόσμο σαν γλυκό και δροσερό μαξιλάρι ευχάριστου ύπνου. Θα ξαναγυρνάνε στη στιγμή της φωτογράφησης, με πλήρη συνείδηση ότι εκείνη τη στιγμή παγιδεύεται το σώμα τους στην Ιστορία κι εξορκίζεται ο Θάνατος. Ακούνε μουσικές που τους συνόδευαν στα νιάτα τους και διαβάζουν παλιά γράμματα φίλων ή βλέπουν υλικό ιστορικών γεγονότων που μάζευαν στα αρχεία τους.

     Όλοι νιώσαμε κάποτε την απατηλή αντίληψη του χρόνου. Μιλάω για τους γεννημένους το 40  με 45, όπου στα δεκαπέντε περίπου χρόνιας μας αναρωτιόμασταν αν θα ζούσαμε ως το μυθικό τότε έτος 2000. Μας φαινότανε μια χρονολογία βουνό. Σήμερα χαμογελάμε με πονηριά όταν ξαναφέρνουμε στο νου μας εκείνες τις παλιές σκέψεις και χρόνο με το χρόνο τον καλοπιάνουμε μπας και μας ξεχάσει όσο περισσότερο γίνεται.

     Παλιά με έπιανε σχεδόν  μια αγανάκτηση για το ότι εγώ θα λείπω όταν όλοι οι άλλοι θα απολαμβάνανε τα μικροπράγματα της ζωής και την ευτυχία του να υπάρχουνε, όταν ξαφνικά έκανα μια μέρα την απλή, απλούστατη σκέψη  ότι μα και πριν γεννηθώ η ζωή υπήρχε κι όλοι την χαιρόντουσαν και κυλούσε γι’αυτούς παρόλο που εγώ ήμουν ανύπαρκτος. Ήτανε μια στιγμή λύτρωσης για μένα  Έκτοτε απολαμβάνω μια ζεστή σούπα, μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού, τον καυγά των εγγονών μου και το στραβομουτσούνιασμα της γυναίκας μου που δεν έπλυνα καλά τα πιάτα, να φοράς γυαλιά μου λέει συνέχεια

     Τελικό συμπέρασμα, μην τα φοβάστε τα γηρατειά. Κι αυτά θα περάσουν όπως όλες οι παιδικές ασθένειες.  Άλλωστε το είπε κι Βάρναλης. Ένα πουφ ειν’η ζω

Διαβάστηκε στην εκπομπή ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ του Α προγράμματος της ΕΡΤ του Χρήστου Μιχαηλίδη στις   9.8.2022

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

          Συνήθως τριγυρνάνε σε μνημόσυνα και κηδείες λες κι έχουν μια σχέση υπερκόσμια μ’αυτού του είδους τις τελετές Δεν ζητιανεύουν ποτέ, δείγμα κι αυτό μιας περηφάνιας που την έχουνε χωρίς ούτε καν να την ξέρουνε.

          Πάντα κάτι σιγομουρμουρίζουν περπατώντας. Εκείνη την ώρα κανείς δεν υπάρχει γι’αυτούς, παρά μόνο η απόλυτη μοναξιά ενός ταραγμένου μυαλού που ταξιδεύει μόνο του σε τόπους ασχημάτιστους όπου η ηρεμία και η απόλυτη σιγή βασιλεύουν.

          Κάθε χωριό έχει τον τρελό του. Και αν δεν έχει βρίσκουνε τον πιο αλαφροΐσκιωτο και τον χρίζουνε τρελό για να έχουνε οι ελληναράδες των καφενείων κάπου να ξεσπάνε την απάνθρωπη διασκέδασή τους θέλοντας ντε και καλά να επιβεβαιώσουν ην νοητική τους υπεροχή, κοροϊδεύοντάς τον, χωρίς να ξέρουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι καταγέλαστοι που δυο γαϊδουριών άχερα δεν μπορούν να μοιράσουν οι ανόητοι. Ενίοτε αντί να τον δουλεύουνε, τους δουλεύει.

          Συνήθως υπάρχει και μια μάνα που διακριτικά στέκεται δίπλα του να τον περιμαζέψει όταν αγριεύουν τα πράματα με τους σκληροτράχηλους αυτούς λεβέντες. Κι όταν σπάνια θυμώνει βγάζει άναρθρες κραυγές με σπαραγμό λες κι απευθύνεται σε έναν δικό του και μόνο Θεό.

Μόνο αργά τη νύχτα κάθονται κάπου απόμερα κι ανατρέχουνε με το νου τους πράγματα που κανενός γνωστικού το μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει. Είναι η ώρα που πρέπει να τους σεβόμαστε. Είναι η ώρα που θα θέλαμε κι εμείς για τον εαυτό μας, 

          Ο τρελός του χωριού δεν έχει καμία σχέση με τον τρελό της πόλης. Ο πρώτος καθορίζεται και επαυξάνεται από την παίγμωνα διάθεση των συγχωριανών του κι ο δεύτερος από τη συχνότητα των επικύψεών του στον ψυχίατρο. Άλλωστε ο τρελός του χωριού δεν έχει την πολυτέλεια της ιατρικής παρακολούθησης. Από τα πρώτα ακόμα δείγματα της τρέλας, οι γονείς του αφήνονται στη μοίρα τους βλέποντάς τον να μεγαλώνει μακριά από παρέες και ομαδικά παιχνίδια και σίγουρα αυτός είναι ο λόγος που τον αγαπούνε περισσότερο σεβόμενοι τον ιδιόμορφο ψυχισμό του.

 

Τέλος ο τρελός του χωριού αποτελεί για μας την πυξίδα της ηθικής μας και ως εκ τούτου τον οφειλόμενο σεβασμό μας προς αυτόν.

Τρίτη 30 Μαΐου 2023

Από την εκπομπή του Χρήστου Μιχαηλίδη ΚΑΘΡΕΥΤΗΣ  στο Α' πρόγραμμα της ΕΡΤ στις  16.3.2021

(Κείμενο Λευτέρη Μαραγκάκη)

Κινούνται διακριτικά σε σχέση ανάλογη με την ατολμία τους απέναντι στη μικρή τους κοινωνία. Συχνάζουνε σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με μια διακριτικότητα που λίγο απέχει από την ενοχή. Παρατηρούνε με το αχόρταγο μάτι μικρών παιδιών, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να γίνουνε θαύματα που μόνο αυτοί τα βλέπουνε. Υποφέρουν από λέξεις που δεν μπορούν να μπούνε σε μια σειρά, γιατί από ανέκαθεν φοβότανε μη και τυχόν αυτές πάρουνε άλλο δρόμο και βγούνε στραβές κι έτοιμες να τα βάλουνε με τον σφιχτό κοινωνικό τους περίγυρο, όπου η μοίρα τους έριξε να μιλάνε για πράματα που οι άλλοι γύρω τους τα παίρνουνε ανάποδα και τους κατατάσσανε μόνιμα στους αλαφρούς της πόλης τους.

Κυρίες και κύριοι, μιλάμε για τους λογοτέχνες της επαρχίας. Αυτούς που η φήμη και η αναγνώριση δεν θα τους χτυπήσουνε ποτέ την πόρτα και που από μια παράξενη μοίρα, βρέθηκαν να υπερασπίζονται αξίες και να χαράσσουνε το δρόμο τους σε έναν ασφυκτικό κλοιό, όπου από τα πράγματα, όλα είναι καθορισμένα και υπακούνε στους σκληρούς κανόνες που κυβερνούνε την επαρχία τους.

Ξεκινάνε το μακρύ ταξίδι τους έξω από συμβατούς κανόνες, με μόνο εφόδιο τα λίγα βιβλία του πατρικού τους σπιτιού, ξανοίγονται με φόβο και ταραχή στη δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης τους και κρυφά τα βράδια γράφουνε σε χαρακωμένα παλιά τετράδια, αυτά που τους παιδεύανε ως αποτέλεσμα της βιβλιοφαγίας τους. Κι όταν με το καλό ξεπεραστούνε οικονομικές και εκ συστολής δυσκολίες, κρυφοκαμαρώνουνε το πόνημά τους στα βιβλιοπωλεία της πόλης.

Τον πρώτο καιρό έχουνε την εντύπωση ότι οι τέχνες και τα γράμματα θα ασχοληθούνε μαζί τους, κι ότι θα πάρουνε κι αυτοί μια θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας. Λίγο αργότερα κι όταν θα βλέπουν τα πράγματα από ψηλά και ως εκ τούτου πιο ξεκάθαρα, θα τους πιάσει θλίψη για τους μηχανισμούς που έχουνε αναπτύξει τριτοκοκλασσάτοι λογοτέχνες, οι οποίοι μέσω επαρχιακών εντύπων και περιοδικών λιβανίζανε ο ένας τον άλλο.

Κι όταν τολμήσουν να στείλουνε τα βιβλία τους σε κριτικούς της Αθήνας, λίγες μέρες αργότερα, αν πηγαίνανε μια βόλτα από το Μοναστηράκι, θα τα βλέπανε καταχωνιασμένα στα ράφια των παλαιοπωλείων με κομμένη τη σελίδα της αφιέρωσης.

Όμως παντού υπάρχουνε και οι εξαιρέσεις. Τα καλά κείμενα, ή και τα μέτρια (αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες γνωριμίες), ίσως να έχουνε την τύχη να διαβαστούν και να κριθούνε από αυθεντίες της πρωτεύουσας κι έτσι να έρθει η πολυπόθητη αναγνώριση. Οι περιπτώσεις όμως αυτές είναι ελάχιστες, γιατί, κακά τα ψέματα, αν δεν είσαι στην Αθήνα να προβάλεις το έργο σου από πόρτα σε πόρτα δημοσιογράφων και κριτικών, να λιβανίζεις και να αυτολιβανίζεσαι, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουνε κάτι περισσότερο από τα στενά όρια της επαρχίας τους.

 Ίσως το σημείωμά μου αυτό να έχει πολύ πίκρα μέσα του, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων βεβαίως), συνεχώς επαληθεύεται κι έτσι οι λογοτέχνες της επαρχίας καταλαβαίνουνε αργά και σταθερά ότι αποτελούν μια δικιά τους συνομοταξία, όπου η αναγνώριση σταματά στα στενά σύνορα της πόλης τους. Όμως μη σας πιάνει θλίψη. Στο κάτω κάτω από το εύφορο χώμα των γραφτών τους μπορούνε και ξεπηδάνε μερικές φορές οι λίγοι που τυχαίνουνε μια θέση στην καταξίωση.

 

 


Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ


Η θειά του η Αντιγόνη έφυγε από το Αδραμμύτι μαζί με τους γονείς του. Έφυγε κουβαλώντας θανάτους, πολλούς θανάτους μέσα της, από τα όσα έζησε εκείνες τις μέρες. Δεν ήτανε της ώρας να μπλέξει και τη θειά του στα όσα έγιναν την προηγούμενη μέρα στο χωριό. Άλλωστε όποια τυχόν επικοινωνία τους με τον πατέρα του, θα γινότανε όταν αυτός θα ήτανε στον Πειραιά από μέρες. Έτσι νόμιζε. Αλλά ούτε και η θειά του θα τον ρωτήσει τίποτα, ίσως γιατί δεν ήθελε να πάρει μέρος σε μια αόριστη ενοχή, που ψυλλιαζότανε από την ώρα ακόμα που είδε στην πόρτα της τον ανιψιό. Κι έτσι αρκεστήκανε και οι δυο τους στη γνωριμία του με τη θάλασσα, μια και οι δουλειές στο χωριό ήτανε πολύ μικρότερες από το μπόι που έδινε ο ανιψιός της στις επιθυμίες του. Καθίσανε να φάνε στην αυλή έχοντας απέναντι το Αδραμμύτι, την πατρίδα της. Χώρο που από την πρώτη μέρα επέλεξε, φτάνοντας εδώ κυνηγημένη, πριν προλάβει να κλάψει τον άντρα της μέσα στην εκκλησιά μαζί με άλλους ογδόντα νοματαίους. Φαρμακώθηκε να την ακούει  να μιλάει ώρες για τα πάθη της κοιτώντας απέναντι τα μέρη που μεγάλωσε.

«Τρεις μέρες πριν μπούνε στο Αδραμύττι εγώ είχα τα χρέη μου. Πήγα στο νεκροταφείο και ζήτησα από τους νεκροθάφτες να σκάψουνε στο μνήμα των γονιών μας. Ένα μετζίτι μου πήρανε. Όλοι τότε ζητούσανε παράδες. Τους πήρα μέσα σε ένα τσουβάλι, στο σπίτι τους έπλυνα με νερό και ξύδι και τους έφερα εδώ μαζί μου. Δεν ήθελα να τους αφήσω πίσω μου. Κι έπειτα, Παρασκευή ήτανε θυμάμαι, μπήκε ο στρατός τους. Ζητούσανε ρούχα, ζητούσανε μπακίρια, ζητούσανε τρόφιμα. Κι αγριεύανε με τα όχι μας κι απειλούσανε να μας σφάξουν. Αλλά η τράπουλα ήτανε σημαδεμένη ανιψιέ. Σίγουρα την άλλη μέρα το πρωί μας περίμενε μαχαίρι. Όμως η ελπίδα, τι μεγάλη, τι θεόρατη λέξη είναι πανάθεμά τη. Κι ελπίζοντάς, τα μοιράζαμε κι εμείς από τα παράθυρα στους λίγους στρατιώτες που φτάσανε στη γειτονιά μας. Οι Μπασιμπουζουχτσήδες, αυτοί ήτανε πιο άγριοι από τους Τσέτες, ήρθανε αργότερα. Πότε λίρες, πότε ρούχα, πότε σοδιές. Ελπίζαμε. Τι λέω ελπίζαμε. Σχεδόν ήμασταν σίγουροι ότι την άλλη μέρα το πρωί οι συναλλαγές θα φέρνανε τη σωτήρια μας. Γι’αυτό σου λέω, μεγάλο πράμα η ελπίδα. Κι όταν την επομένη από τα χαράματα, με ξυλιές και καμτσικιές μας βγάλανε στην αυλή να μας μετρήσουν, λες και ξέρανε να μετράνε οι αχόρταγοι, μας βρίσκανε πότε λειψούς και πότε περίσσιους και να οι βουρδουλιές στις πλάτες μας και να οι χαλασμένες συμφωνίες, φτιαγμένες από την απόγνωση της προηγούμενης νύχτας. Για τον άντρα μου δεν θα σου πω τίποτα. Δεν αντέχω να ξαναζήσω εκείνη την ώρα. Όλα γραφτήκανε από καλαμαράδες λίγες μέρες αργότερα. Και ύστερα σχεδόν γυμνοί με ένα νερό που το βαφτίζανε σούπα, ξεκινούσαμε με την πλάτη στη θάλασσα, να βαδίζουμε ώρες κάτω από τον ήλιο και να μας απογυμνώνουνε με την πρώτη ευκαιρία από το λιγοστό βιός που κουβαλούσαμε, με υποσχέσεις για λίγο νερό ή ένα γράμμα σε συγγενείς και φίλους. Σου τα λέω γιατί με πνίγει το δίκιο. Τους νοιαζόμασταν και τους είχαμε σαν αδέρφια μας και ξαφνικά γυρίσανε και μας σφάζανε σαν τραγιά. Γιατί έτσι τους αφιόνισε ο Κεμάλ, που κακόχρονο νάχει. Το τρίτο βράδυ μας μάντρωσαν έξω από το Δημαρχείο σε ένα χωριό που ούτε το θυμάμαι.  Ο πατέρας σου τα ζύγιασε μέσα του σωστά. Τι μαχαίρι, τι σφαίρα. Δεν ξέρω πώς, μέσα στη νύχτα κατάφερε κι απομακρυνθήκαμε από το σωρό, αυτός η μάνα σου εσύ και η Μαρίκα και πήραμε πάλι το δρόμο για τη θάλασσα στα κρυφά και μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Τη Μαρίκα θειά τη φωνάζαμε χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι συγγένεια μας έδενε». Πήρε να σκουπίζει με τη μαντίλα της κάτι ψίχουλα στο τραπέζι. «Τα νέα τρέχουνε πιο γρήγορα από τα καράβια» του είπε μετά από μια μεγάλη παύση, μήπως και φύγουνε από την αυλή τα όσα τη στοίχειωναν. «Παλιότερα με ειδοποίησε με συγχωριανό του ο πατέρας σου ότι ήθελες να φεύγεις για την Αμερική. Δεν θα κρίνω εγώ αν είναι σωστό ή όχι. Και μη στεναχωριέσαι. Αλλά πόσοι θα μείνουμε για να πάμε απέναντι όταν θα το ορίσει ο Θεός. Και ξέρεις τι λέμε στον Θεό; Την φωτεινή πατρίδα παράσχουμι. Οι παπάδες μπορεί να το λένε για τον παράδεισο, αλλά εγώ τόχω για το Αδραμύττι. Εκεί είναι ο παράδεισος για μένα». Μπήκε στο σπίτι και ξαναγύρισε έχοντας στη μασχάλη της μια πάνινη σακούλα.

«Με τον πατέρα σου δεν λέγαμε και πολλά πολλά μεταξύ μας. Εσύ μας έφερες κοντά όταν ρωτούσε και ήθελε τη γνώμη μου για την επιθυμία σου να φύγεις από το χωριό. Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια. Να φύγεις. Μια και το θέλεις, εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Κι ούτε σε κουβαλάμε και στην πλάτη μας. Καθένας το ριζικό του το γράφει μόνος του. Λίγα πράματα ορίζει ο Θεός». Κάθισε έχοντας τη σακουλα στην αγκαλιά της. Κι αλλάζοντας θέμα ξαναγύρισε στο Αδραμύττι. «Δεν ξέρω τι σου είπε ο πατέρας σου, αλλά άκουσέ με κι εμένα. Φτάνοντας στο ΑκΤσάι, η παραλία ήταν σαν ένα καζάνι που έβραζε. Κόσμος να τρέχει από δω κι από κει. Μυρμήγκια, να γυρεύουνε βάρκες γυροφέρνοντας στα ντόκια με στριγκλίσματα και φωνές κι από δίπλα ψαθάκια, μπαστούνια με ασημένιες λαβές και κολλαριστά πουκάμισα. Ένας αχταρμάς. Ξέχασα να σου πω το χειρότερο». Σηκώθηκε παίρνοντας την κανάτα να τη γεμίσει νερό, μα περισσότερο για να σιάξει μέσα της λόγια που την καρφώνανε στο σταυρό του δικού της μαρτυρίου. «Όταν καταφέραμε και φύγαμε κρυφά από το χωριό που μας μάντρωσαν, έξω από το Μπαλίκεσιρ βρήκαμε και πληρώσαμε για ένα κάρο πέντε μεζίτια. Όλοι γδέρναν όλους τότε. Κι όταν του ζήτησα να ανεβάσουμε και τη θειά μας την Μαρίκα, κουτσή κι ανήμπορη τότε από τα σακάτικα της γέννας της, μου μίλησε σκληρός σαν πέτρα. Αντιγόνη μου είπε, εγώ έχω να σώσω τη φαμίλια μου. Τη Μαρίκα έπρεπε να την φροντίσουνε τα αδέρφια της. Για μένα θα είναι βάρος. Οι Τσέτες έχουν άλογα κι εμείς κάρο. Αν έχω και τη θειά μας βαρίδιο θα μας σφάξουν όλους».

      Κοίταζε μακριά με δάκρια στα μάτια. «Και ξέρεις ποιο είναι αυτό που με καίει περισσότερο από όλα τα άλλα; Η Μαρίκα έτσι πως άκουγε να μαλώνουμε γι’αυτήν, δεν είπε τίποτα. Μόνο το βράδυ όταν γείραμε για λίγο ύπνο, έφυγε μόνη της κουτσαίνοντας κι ανέβηκε τα βουνά του Μπαλίκεσιρ με μιαν ελπίδα να γλυτώσει χωρίς να κινδυνεύσουμε εμείς. Δεν την ξανάδα. Αλλά μέσα μου κουβαλάω τα χειρότερα που θα μπορούσανε να της κάνανε. Τη Μαρίκα την αγαπούσα περισσότερο από όλους. Αυτή με μεγάλωσε και με πήγαινε να παίζουμε στην αυλή του Παπάζογλου. Έτσι πως ήτανε με ένα πόδι στραβό ποιος να την πλησιάσει. Κι έταξε η έρμη τη ζωή της σε ανίψια κι αδερφούς. Θα την πάρω στην πλάτη μου, του είπα, Όπου χρειάζεται εγώ θα την κουβαλώ. Αυτός τίποτα. Ούτε που με άκουγε όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε το πρωί. Από τη γειτονιά μας στο χωριό μόνο οι δυο κόρες του Αβτζιλαριώτη γλυτώσανε. Αυτό έγινε παλιότερα. Ακούστηκε ότι είχανε την τύχη να τις σώσει ένας Ταμετσής. Ξέρεις, εκείνοι που κάνουν όλες τις δουλειές, μάστορας. Αυτός όμως είχε και μπακάλικο και ήτανε φίλος καρδιακός με τον Αβτζιλαριώτη. Τις έκρυψε στο υπόγειο και γλυτώσανε τα κορίτσια. Υπήρχαν και καλοί Τούρκοι γύρω μας. Τέλος πάντων. Άλλα σου έλεγα. Όταν φτάσαμε στη Μυτιλήνη έτρεξα που λες από δω κι από κει. Τι αιτήσεις, τι παρακάλια στα προξενεία, ως που έλαβα ένα γράμμα από τον πρόξενο μας. Όπου μου έλεγε ότι αυτοί που προσπαθούσανε να βρούνε καταφύγιο στα βουνά του Μπαλίκεσιρ, σφαχτήκανε όλοι τους από τους Τσέτες. Μαρίκα Μπέγιογλου, έγραφε. Μέσα στους νεκρούς. Η αγαπημένη μου θεία. Και μη νομίζεις ότι δεν την έχω συνέχεια στο νου μου. Στο νεκροταφείο της Συκαμνιάς έχω αγκαζέψει έναν τάφο, Μαρία Δημητρακούδη έγραφε ο ξύλινος σταυρός κι ούτε θα μου ζητήσει λογαριασμό που της φόρτωσα και τη θειά μας. Μια χούφτα κόλυβα έγινε και η Μαρίκα. Κάθε χρόνο πηγαίνω στον τάφο και την ταϊζω μ’αυτά. Πέτρο, δεν γίνεται να μην έχει τάφο ο άνθρωπος. Γυρνάει παντού βρικόλακας και σκορπά κατάρες. Κι έτσι την έχω μαζί μου. Να μου θυμίζει τη σκληράδα του πατέρα σου».

Στύλωσε το βλέμμα της στη θάλασσα. «Τι κάνουν άραγε οι νεκροί τις νύχτες. Ποιούς επιθυμούν. Ποιούς αποφεύγουν. Με ποιούς θυμώνουν και για ποιούς λόγους. Αν και σίγουρα δεν υπάρχουν λόγοι για να θυμώνει κανείς μετά τον θάνατό του. Κι αν θυμώνουνε, σίγουρα πρώτος θα ήτανε ο πατέρας σου, έτσι όπως φέρθηκε στη Μαρίκα». Έκανε μια μεγάλη παύση χαϊδεύοντας την πάνινη σακούλα και συνέχισε θυμωμένη πια για τα όσα την βασανίζανε. «Κι έπειτα έρχονται νόμοι και διατάγματα να σβήσουνε θανάτους και πνιγμούς, με εκείνα τα σβηστήρια που κουβαλούσανε οι διπλωμάτες στις βαλίτσες τους και  να χαράζουνε σύνορα όπως τα θέλουνε, κι ούτε να νοιάζονται για περιουσίες και για χωράφια που συγγένευαν τους Τούρκους με τους Έλληνες. Το Αδραμύττι μας γέννησε, το Αδραμύττι θα μας θάψει. Και δος του να φτερουγίζουν δίπλα μου οι ψυχές και να μου λένε, εσύ τρελή γεννήθηκες, τρελή θε να αποθάνεις, Κι αν θες να σκύψεις πιο βαθιά από αυτά που σου λέω, να ξέρεις πως η τρέλα είναι το μόνο φάρμακο γι’αυτά που ζήσαμε εκείνα τα χρόνια Γιατί εγώ δεν τόχω μέσα μου να με συμμαζεύουν. Γεννήθηκα τρελή και τα γεγονότα του Αδραμυττιού όχι καρφώσανε, αλλά ξεκαρφώσανε τα κιβούρια αυτών που φύγανε γεμάτοι παράπονο, ενώ άλλα περιμένανε από τον Θεό. Έναν Θεό άδικο, που άλλα υπόσχεται σε εκκλησιές κι άλλα αποφασίζει στα καθημερινά μας». Κι έπειτα, σα να συνήλθε κάπως «Γι’αυτό κι εγώ κράτησα τέτοια μαυρίλα μέσα μου για τον πατέρα σου. Αλλά ο χρόνος όλα τα γιατρεύει ανιψιέ. Ο πατέρας σου λίγο αργότερα μάζεψε τα όσα κατάφερε να σώσει και έφυγε για την Ικαρία. Εκεί λέει τα πράματα ήτανε ήρεμα».

Πριν την αποχαιρετήσει του έδωσε την πάνινη σακούλα. «Είναι γράμματα που δεν φτάσανε ποτέ στον προορισμό τους. Οι Νεότουρκοι ξέρανε καλά να φυλάνε τα μυστικά τους. Κάνανε λογοκρισία ακόμα και στην ανάσα μας. Ένας Θεός ξέρει πώς βρεθήκανε όλα αυτά στα χέρια του πατέρα μιας φίλης μου, που πριν να τον αρπάξουνε από το κρεβάτι του οι Τσέτες, τα άφησε στη θυγατέρα του κι αυτή στον ξάδερφό του τον Σαράντη που μου τα έδωσε όταν φτάσαμε εδώ στο νησί. Χάρι με χέρι. Μακριά από τα ταχυδρομεία του Κεμάλ. Μιλάνε και για γεγονότα που ξεκινήσανε πολύ πριν το είκοσι δυο. Κι ούτε που τα διάβασα. Τι να μου πούνε. Όσα ζήσαμε τα μαρτυράνε καλύτερα. Θέλω να μου ορκιστείς ότι θα τα πάρεις μαζί σου στην Αμερική κι από κει, όπου μπορείς καλύτερα. Προξενεία θάναι, εφημερίδες θάναι, εσύ θα το κρίνεις. Κάπου πρέπει να μιλήσουν όλοι αυτοί οι νεκροί. Κι εδώ σου έχω μια διεύθυνση ενός συντοπίτη μου από το Ζεϊτινλί. Ονόματι Βαγιάκης Μανώλης. Δουλεύει σε μια ελληνική εφημερίδα. Κήρυκα νομίζω την λένε. Είμαι σίγουρη πως θα σε βοηθήσει».

Αποχαιρετώντας τον, του έδωσε κι αυτή κάτι λίγα χρήματα που είχε. Τον φίλησε σταυρωτά. «Στο καλό» του είπε «Όπου κι αν πας να είσαι καλά». Κατέβηκε στο λιμάνι πολύ πριν ο ήλιος δύσει. Ο καπετάνιος τον περίμενε. «Έλα» του είπε «Φεύγουμε. Τελειώσαμε πιο νωρίς από ότι περίμενα».