Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Αποσπασμα από το βιβλίο



 Η μπάντα που είχε έρθει από την Κέρκυρα έπαιζε έναν σκοπό που μόνο σκοπός δεν ήτανε. Φύρδην μίγδην οι νότες και τα όργανα κι ο αρχιμουσικός το χαβά του χωρίς να νοιάζεται για την ορχήστρα. Έπειτα πέρασε από μπροστά μου ένα κοπάδι πρόβατα σφαγμένα και φοβήθηκα. Και άρχισα πάλι να πετάω, όλο πετάω γιατρέ, από την άκρη της Κασσάνδρου προς το νεκροταφείο της αγίας Ευαγγελίστριας. Κι εκεί ήταν που ξύπνησα αλλά και που δεν ξύπνησα, δεν ξέρω πια, αυτά τα δυο πράματα μπερδεύονται μέσα μου όλο και πιο συχνά. Αφού έλεγα άνοιξε τα μάτια σου Μιχάλη και τα άνοιγα. Κοίταξε τι ώρα είναι Μιχάλη και κοιτούσα. Κι έλεγε το ρολόι τέσσερις παρά είκοσι και έδινα εντολή στο χέρι μου να πατήσει το φωτάκι της νύχτας κι εκείνο δεν άναβε. Μέχρι που ήρθε ο Κερκυραίος μουσικός και μόνο που το κοίταξε εκείνο ξαφνικά έριξε ένα άπλετο φως μέσα στο δωμάτιο, ενώ με το άλλο χέρι του συνέχιζε να διευθύνει τη μπάντα. Και τα πρόβατα να πλημμυρίζουν τώρα το δωμάτιο, ντυμένα όμως με την προβιά τους και να βελάζουνε ανήσυχα με το τόσο φως που τα έλουζε. Έπειτα να πετώ πάλι πάνω από την Κασσάνδρου κι από την άκρη της Αγίου Δημητρίου κι όσο πιο βαθιά έπιανε το μάτι μου, έβλεπα να έρχεται ένα ετερόκλιτο πλήθος κρατώντας πλακάτ και πυρσούς αναμμένους και να πηγαίνει στο τουρκικό προξενείο, που είχανε τριπλασιάσει τις βάρδιες του γιατί περιμένανε επεισόδια. Το πλήθος θα αρχίσει να πλησιάζει απειλητικά ουρλιάζοντας συνθήματα και ρίχνοντας πέτρες στους παραταγμένους χωροφύλακες.
        Θα δω την Αϊσε (δες τώρα που μέσα στα όνειρα μου είχα δώσει κι όνομα), την κόρη του Τούρκου πρόξενου να κοιτάζει τρομοκρατημένη από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου, μια το πλήθος και μια εμένα, που παρακολουθούσα ανήσυχος τα όσα γινότανε. Έπειτα αρχίσανε να πέφτουνε πυροβολισμοί και το πλήθος εξοργίστηκε περισσότερο αντί να φοβηθεί. Ύστερα φέρανε κάτι πολιορκητικές μηχανές που κροταλίζανε οι ρόδες τους πάνω στο πλακόστρωτο και φτάσανε σε απόσταση που θα ξερνούσαν τις φωτιές τους.
         Και θα αρχίσω να κατεβαίνω για να σώσω την Αϊσέ. Η πίσσα και η βενζίνα θα μου καίνε τα μάτια και το λαιμό. Ένας ξεσκούφωτος λιανός καλόγερος με μακριά λιγδωμένα μαλλιά και γένια, κρατώντας ψηλά το χρυσό δισκοπότηρο της Αγια Σοφιάς θα φανατίζει το πλήθος. Οι πύρινες μπάλες θα αρχίσουνε να χτυπάνε και να σπάζουνε με δύναμη πόρτες και παράθυρα και η φωτιά θα απλωθεί από παντού στο προξενείο. Κι ένας δικέφαλος αετός θα φτερουγίζει πάνω από το πλήθος κρατώντας τα βυζαντινά σύμβολα των αυτοκρατόρων.
         Η Αϊσε να ουρλιάζει και να με παρακαλά κλαίγοντας να κάνω κάτι. Ύστερα θα κατέβω στο προξενείο κι από τη μικρή κερκόπορτα στα ανατολικά της αυλής, θα μπω και θα πέσω με ορμή στη τζαμαρία του ισογείου διαπερνώντας την.
         Έξω θα πυκνώνουν οι πυροβολισμοί και οι φωνές. Εγώ θα τους συγκεντρώσω όλους όσο πιο γρήγορα γινότανε στο κεντρικό σαλόνι του ισογείου. Έπειτα θ' ανάψω το κοντό φυτίλι της μπομπάρδας που βρισκότανε έξω από την κύρια είσοδο στρέφοντάς την προς τον ουρανό. Από τις φωτιές και τους καπνούς που θα γεμίσουνε παντού, θα βρω ευκαιρία και θα αρχίσω να τους φυγαδεύω. Η Αϊσε θα με περιμένει τρέμοντας σε μιά γωνιά έχοντας αγκαλιά το γάτο της.
        Ύστερα το άγριο πλήθος θα αρχίσει να μπαίνει στη μεγάλη σάλα ουρλιάζοντας και θα σπάζει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Η Αϊσέ θα τρέξει στην αγκαλιά μου. Κρατώντας τη γερά, θα πλησιάσω μιά βιτρίνα με όπλα, θα σπάσω το τζάμι αρπάζοντας ένα καλάσνικοφ και θ' αρχίσω να πυροβολώ πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Θα κάνουνε για λίγο πίσω και θα βρω την ευκαιρία να φύγω από ένα κρυφό πορτάκι, πυροβολώντας συνέχεια με την Αϊσέ γαντζωμένη στο λαιμό μου. Έξω θα βρω και θα καβαλήσω το σελωμένο μαύρο άλογο που θα με περιμένει. Έχοντας στην αγκαλιά μου την Αϊσέ με το γάτο της, θα αρχίσω να καλπάζω ξέφρενα στην Αγίου Δημητρίου με κατεύθυνση το Σιδηροδρομικό Σταθμό.
         Πίσω στο προξενείο το πλήθος θα σπάζει ότι έβρισκε μπροστά του. Οι εικόνες του Κεμάλ θα κατέβουν και θα μαζευτούνε σε σωρό μαζί με τα έπιπλα στην αυλή. Ο καλόγερος θα αρχίσει να χορεύει αφρίζοντας και θα χύνει με το δισκοπότηρο κάτι σαν αίμα ή κρασί πάνω στις κορνίζες. Σε λίγα λεφτά μια φωτιά θα καίει τα πάντα κι ο δικέφαλος θα φύγει από το ανοιχτό παράθυρο κατά τη μεριά της Βασιλεύουσας για να ξαναμαρμαρώσει στη κεντρική πύλη της αγιά Σοφιάς.
         Έπειτα βρέθηκα στην αυλή του σπιτιού μου στη Ζαγορά. Το σπασμένο εικόνισμα του αγίου Νικολάου που είχα δει σε ένα εκκλησάκι στην Αλόννησο το περσινό καλοκαίρι, ήτανε πεταμένο σε κάτι νερά που λιμνάζανε από τη βρύση της αυλής κι εγώ αισθάνθηκα ότι με κυνηγούσανε όλες οι αδικίες του κόσμου. Σου τα είχα διηγηθεί, θυμάσαι; Εκεί σκιάχτηκα και είπα να ξυπνήσω. Και ξύπνησα. Κι αν βγάλεις άκρη από αυτά τα όνειρα γιατρέ μου, εγώ θα κάτσω να με, τέλος πάντων. 
........................................................................................................................

 

Μια μέρα πριν το γάμο του πατέρα του, βρισκότανε στη Θεσσαλονίκη να κοιτάξουνε τις λεπτομέρειες που δεν ήταν και πολλές, σχεδόν παράνομα ένοιωθαν πως παντρευότανε οι άνθρωποι. Ο πατέρας του είχε ήδη συνεννοηθεί με τον ηγούμενο της μονής του Αγίου Στεφάνου, τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Κατέβηκε απροειδοποίητα. Το μυαλό του δεν είχε σχέσεις με κοινωνικές συμβάσεις και τα παρόμοια (ποτέ δεν είχε) και τους βρήκε να ετοιμάζονται για φαγητό.
         - Κάτσε, του είπε ο πατέρας του. Σόνια φέρε ακόμα ένα πιάτο. Έχουμε μουσαφίρη.
        Κακή αρχή, σκέφτηκε ο Δημαράς όταν είδε τη μέλλουσα σύζυγο να φορά τα ρούχα της μητέρας του, τις παντόφλες της, ακόμη και το δαχτυλίδι που το φορούσε η μητέρα του ως το καλό της κόσμημα όταν πηγαίνανε σε βεγγέρες και γιορτές. Το κοιτούσε αφηρημένος και με παράπονο. Διαμοιράσθησαν τα ιμάτιά μου. Τέλος πάντων, σκέφτηκε. Δεν ήρθαμε εδώ για μνημόσυνα. Χαρές έχουμε, γάμους έχουμε, ας μη τα μαγαρίζω με τις εμμονές μου.
        Δεν είχανε και πολλά να κανονίσουνε αφού ο πατέρας του από νωρίς είχε φροντίσει για όλα, παλιός κομματάρχης, ήξερε από μεθόδους και κοινωνικά και το ρίξανε σε εκείνες τις γενικές κουβέντες που είχανε σκοπό να γεμίζουνε τα κενά. Ύστερα βέβαια το κρασί ζέστανε την ατμόσφαιρα και μέχρι αργά το απόγευμα οι διαθέσεις τους σχεδόν φτάσανε λίγο πριν τις αγκαλιές. Με το φαγητό τελειώσανε σχετικά νωρίς.
         - Εγώ θα βγω να περπατήσω στη Θεσσαλονίκη, στα μέρη που σύχναζα μήπως και βρω καμιά ψυχή, κι αν δεν έρθω το βράδυ μην ανησυχείτε, θα περνάω καλά, τους είπε με ένα ανόητο πονηρό χαμόγελο, που σκοπό είχε να σκορπίσει και τις τελευταίες υποψίες του πατέρα του για την αγγαρεία, ή έτσι τουλάχιστον το έβλεπε ο γονιός του, στο να τους παντρέψει. Γιατί σαφώς είχε μετανιώσει για το ναι που του είπε στη Ζαγορά, αφού έκτοτε πολλές φορές το σκέφτηκε και είχε βγάλει το τελικό του συμπέρασμα. Πρώτον, δεν ήταν αυτός για τέτοια πανηγύρια και δεύτερο, το κυριότερο, δεν θα ήθελε να έχει τη μάνα του να τριγυρνά στο μυαλό του, στα όνειρα και τις παραισθήσεις του, να τον κυνηγά με τα σκουπόξυλα για την άφεση αμαρτιών που έδωσε στο σύζυγό της.
        - Ούτε να το συζητάς, του είπε ο πατέρας του. Το βράδυ θα μείνεις εδώ. Η Σόνια θα στρώσει στο δωμάτιό σου, που από τη μέρα που έφυγες δεν πειράξαμε τίποτα. Πάρε και κλειδιά και γύρνα ό,τι ώρα θες. Το κρεβάτι θα είναι στρωμένο.
        Δεν μπόρεσε και πάλι να του αρνηθεί. Χρόνια θυμάται να υποτάσσεται στις απαιτήσεις του, αφού σε ο,τιδήποτε έκανε απέκλειε τις ερωτήσεις και τις αμφισβητήσεις των απόψεών του. Κι όσο γερνούσε ο πατέρας του, φαίνεται τα πράγματα γινότανε χειρότερα. Άρχισε να αποκτά τις συνήθειες που έχουνε οι γέροι. Μάλωνε για το παραμικρό για τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, κάθε πρώτη του μηνός, στεκότανε στην ουρά για να περάσει του τόκους των καταθέσεών στο βιβλιάριό του, έκανε θυμωμένος παρατηρήσεις στους ταξιτζήδες, πριν βγει έξω συμβουλευότανε πάντα το θερμόμετρο και τόσα άλλα που τους κάνανε να ξεχνούν το επερχόμενο τέλος. Γεροντικές συνήθειες, σκέφτηκε.
         - Ίσως αργήσω όμως, τους είπε φεύγοντας. Μη με περιμένετε.
        Κατέβηκε στο κέντρο με το παλιό του γνώριμο λεωφορείο της γραμμής κι από τη Διαγώνιο έστριψε προς τη θάλασσα, όπου γκαζάδικα και μαούνες ήταν αρόδο περιμένοντας τη σειρά τους να ξεφορτώσουν.
        Κάθισε στο παλιό φοιτητικό του στέκι, στο Αχίλλειο, παρήγγειλε μια βότκα, σήμερα ξεκινούσε νωρίτερα, αλλά τον παρέσυρε το μεσημεριανό κρασί που ήτανε για αυτόν μια καλή δικαιολογία να παραβεί τις πρόσφατες αποφάσεις του να ελαττώσει και πάλι το πιοτό. Άφησε το μυαλό του στο χαρούμενο πλήθος που τον περιτριγύριζε. Απόφευγε συνειδητά κάθε σκέψη και λίγο αργότερα, ή πολύ, ποιός καθορίζει τον χρόνο τέτοιες στιγμές, είδε τον Αιμίλιο απέναντι, στην άκρη της παραλίας, να κάθετε σε ένα παγκάκι, να τον χαιρετά χαρούμενος και να τον γνέφει να έρθει.
        Πλήρωσε βιαστικά κι αφού διέσχισε το δρόμο με τα αυτοκίνητα να κορνάρουνε και να τον βρίζουν, έκατσε δίπλα του.
        - Σου έχω νέα, του είπε. Η μικρή γύρισε από την Αμερική και μένει τώρα στο πατρικό της στην διεύθυνση που σου έδωσα.
        Του είπε κι άλλα. Του είπε για τις ζήλιες της Σούρας, αλλά πρόσεξε του είπε, η Σούρα δεν ζήλευε τόσο τον Αττίκ, όσο τον Θόδωρο τον Άγγλο. Έσκυψε στο αφτί του. Και η Σούρα πότε πότε την έκανε την ζημιά. Με τον Άγγλο καιγόταν η καρδούλα της. Αλλά κι ο Αττίκ άρχοντας. Τα τελευταία γιασεμιά τα έγραψε για τη τελευταία τους συνάντηση. Τα ήξερε όλα για τον Άγγλο. Άστα, μην τα ψάχνουμε πολύ και τον στενοχωρούμε εκεί πάνω.
        Πήρε να βραδιάζει όταν συνειδητοποίησε ότι καθότανε μόνος στο παγκάκι ανάβοντας και σβήνοντας τσιγάρα. Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά και να κάνει άσκοπα γύρους στα τετράγωνα της πόλης, μέχρι να καταλήξει αργά το βράδυ στο Όλυμπος Νάουσα για φαγητό. Ο Αιμίλιος ήρθε και κάθισα πάλι δίπλα του.
        - Ξέχασα να σου πω ότι ο Αττίκ ήξερε για τον Άγγλο. Τα τελευταία γιασεμιά ήτανε γραμμένα για αυτή την ιστορία. Γεροντική άνοια, σκέφτηκε ο Δημαράς αφού τα ίδια του είπε πιο πριν στο παγκάκι. Έπειτα τον χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε λες κι αυτό που του είπε ήταν ένα μεγάλο μυστικό ή ψέμα που τον βασάνιζε σε όλη του τη ζωή.
        Οι σερβιτόροι συνηθισμένοι από χρόνια σε παράξενους πελάτες δεν δώσανε σημασία στα παραμιλητά του. Τον αφήσανε να τρώει ήσυχος και τον συνοδεύσανε ευγενικά μέχρι την πόρτα απόλυτα ικανοποιημένοι από το φιλοδώρημα που τους άφησε.                                                                                                           
        Περπάτησε για λίγο στην παραλία κι από το Λευκό Πύργο πήρε ένα ταξί για να πάει στο σπίτι. Ήταν αργά, ο πατέρας του με τη νύφη κοιμότανε κι όσο μπορούσε πιο αθόρυβα (τον έπιασε τρόμος να ξυπνήσουνε και να αρχίσουνε την κουβέντα), κλείστηκε στο δωμάτιό του. Δεν είχε ύπνο. Το λιγοστό φως από τα φώτα του δρόμου που έμπαινε από τις γρίλιες κόβανε τον τοίχο σε οριζόντιες γραμμές. Ξεφύλλισε κάτι παλιά περιοδικά κόμιξ από συλλογές που μετά μανίας μάζευε όταν ήταν στο σχολείο. Ξαναψαχούλεψε συρτάρια και ράφια σαν να συναντούσε στέκια και φίλους παλιούς. Έπειτα άνοιξε το παράθυρο κι απόμεινε να ακούει το γκιόνη να λέει ξανά και ξανά το ίδιο μονότονο τραγούδι του, μέχρι που βαρύνανε τα μάτια του κι έπεσε με τα ρούχα να κοιμηθεί.
        Την άλλη μέρα το πρωί πήρανε στέφανα, βέρες, ένα μπουκαλάκι κρασί για το μυστήριο και ξεκινήσανε κατά τις δώδεκα για τη μονή. Στο δρόμο ο πατέρας του έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο, μη και χαθεί το κλίμα της επανένωσης με το γιό του, κι ο ίδιος να σκέφτεται από μέσα του, για ποιο λόγο να του κρατώ κακίες μέχρι σήμερα, τι μου έφταιξε και σχεδόν δυο χρόνια του είχα κόψει και την καλημέρα, που στο κάτω κάτω ενοχές έπρεπε να έχω εγώ αφού με μεγάλωσε και με σπούδασε. Τι σκατά χαρακτήρα τέλος πάντων κουβαλώ να τα βάζω με τους πιο δικούς μου ανθρώπους.
         Έπειτα από αυτόν τον εξάψαλμο με τον εαυτό του, μπήκε στην κουβέντα και ήτανε σαν να μπήκε ξαφνικά σε παραμύθια, γιατί ο πατέρας του έλεγε άκρως ενδιαφέροντα πράγματα από την παιδική του ηλικία, αυτό το ατελείωτο καζάνι της ευτυχίας. Για τη μακριά γαϊδάρα που παίζανε και την πλήρωνε πάντα το μαξιλάρι, τις παράνομες εφόδους στα λιγοστά οπωροφόρα της Μάνης, τους υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς της Κυριακής που από τη μια πόρτα μπαίνανε και βγαίνανε από την άλλη. Την απαγορευμένη για αυτόν πατρίδα του που, ας όψονται τα συγγενολόγια, τού τη στερήσανε νωρίς κι απότομα κι έτσι έμενε τώρα, όποτε τον πιάνανε οι νοσταλγίες, να παίρνει τηλέφωνο στο καφενείο του χωριού του στον Κάμπο Αβίας και να παραγγέλνει στον καφετζή να του βάζει στο κασετόφωνο μανιάτικα τραγούδια να τα ακούει τηλεφωνικώς. Να νοιώθει κι αυτός πατριώτης και συγχωριανός, κόντρα στα πεπραγμένα της συζύγου του και σε ανάλγητους συγγενείς, που του αρνηθήκανε μερίδιο από τα δυο κτηματάκια του πατέρα του, γιατί έφυγες, του λέγανε, χρόνια τώρα από το χωριό κι όλον αυτό τον καιρό εμείς παιδευόμασταν στις βροχές και τις ξέρες. Να τις πούμε όμως κι αυτές τις ιστορίες. Το πώς δηλαδή γεννήθηκαν, πόσοι ήτανε από το Δημαραίικο και πόσοι μείνανε. Γιατί οι ιστορίες είναι κι αυτές σαν τα όνειρα του Δημαρά. Θέλουνε να βγούνε και σπρώχνει η μια την άλλη αδιαφορώντας για το αν είναι η ώρα τους ή όχι.
         Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Ο πατέρας του μετά το στρατό, που τον υπηρέτησε σχεδόν όλο σε στρατόπεδα της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ως γραμματιζούμενος (τέλειωσε το οκτατάξιο γυμνάσιο της Αρεόπολης στη Μάνη), τον πήρε στη δουλειά ένα λογιστικό γραφείο, πριν προσληφθεί ως υπάλληλος στη Νομαρχία της Θεσσαλονίκης. Με την εξυπνάδα του που τις περισσότερες φορές την ξεπερνούσε η πονηριά, έγινε το δεξί χέρι του αφεντικού του κι από τον κύκλο του άρχισε να μεγαλοπιάνεται με πολιτικούς.
        Ο πατέρας του πατέρα του, επίσης Μιχάλης Δημαράς αλλά του Παύλου, παντρεμένος με την Αγγελική το γένος Πέτρου Βασιλάκου, βαρελάς το επάγγελμα, ευτύχισε να κάνει έξι παιδιά, με μικρότερο εν ζωή τον πατέρα του, που μάλιστα βγήκε δίδυμος με τον Σωτήρη. Ο μεγαλύτερος, ο Χρήστος, έμεινε στο χωριό δουλεύοντας κι αυτός το βαρελάδικο και τα δυο πατρικά κτηματάκια στη Χινοβίνα του Κάμπου. Η δεύτερη, η Γεωργία, παντρεύτηκε κι έμεινε στη Σπάρτη με σύζυγο στρατιωτικό καραβανά. Ο τρίτος, ο Σταύρος, ο σπουδαγμένος της οικογένειας (το απαίτησε αυτός να σπουδάσει, όχι ότι ο μπάρμπα Μιχάλης καιγότανε για κάτι τέτοιο), αφού τελείωσε την ιατρική στην Αθήνα, έφυγε στην Αγγλία και παντρεύτηκε εκεί. Τέλος η Μαρία που γεννήθηκε μετά από τον πατέρα του και πέθανε δυο μήνες αργότερα από τύφο.
         Όταν ο Σταύρος (ο άγγλος) ζήτησε από τον πατέρα τού δικού μας μια ληξιαρχική πράξη γέννησης για να βγάλει καινούριο διαβατήριο, ο Παύλος Δημαράς (ως καθ’υλην αρμόδιος που λένε, ξέροντας πέντε γράμματα και όντας μέσα στα πράγματα), τηλεφώνησε στο ληξίαρχο της κοινότητας να του στείλει το χαρτί.
        - Και πού’σε Βαγγέλη, του είπε. Μια που κάνεις το καλό δεν μου βγάζεις και μένα μια, να την έχω για την ιστορία βρε παιδί μου, του παρήγγειλε με τον αέρα του κομματάρχη που τα μικρά ονόματα των υποτακτικών τους τα επικαλούντο κατά παραχώρηση.
       Την άλλη μέρα του τηλεφώνησε ο ληξίαρχος. Κύριε Δημαρά, του είπε. Δεν σας βρίσκω. Δεν υπάρχετε πουθενά στο έτος 1922. Τι είναι αυτά ρε Βαγγέλη, του είπε. Είναι δυνατόν να μη γεννήθηκα; Την επομένη μέρα πάλι ο Βαγγέλης. Δεν σας βρίσκω, δυστυχώς. Δεν ξέρω τι γινότανε εκείνα τα χρόνια. Άλλωστε εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα. Για ψάξε την προηγούμενη χρονιά, του παρήγγειλε ο πατέρας του. Πράγματι την άλλη μέρα το μυστήριο λύθηκε κατά τον πιο μυστηριώδη τρόπο. Κύριε Δημαρά, του είπε ο Βαγγέλης. Σας βρήκα. Μπράβο Βαγγέλη του λέει. Στείλε μου δυο αντίγραφα να τα έχω. Από την άλλη μεριά ο ληξίαρχος κόμπιασε. Τι γίνεται βρε Βαγγέλη, του λέει ο πατέρας του. Τι έχεις; Εγώ, τίποτα. Του είπε ο Βαγγέλης. Σε σας είναι το πρόβλημα. Στο περιθώριο της πράξης γέννησής σας είναι σημειωμένος και ο θάνατός σας. Ένα μήνα μετά. Τι είναι αυτά ρε Βαγγέλη. Τι λες, του είπε ο πατέρας του, μη πιστεύοντας στα όσα άκουγε. Εγώ; Τι να πω, του είπε ο ληξίαρχος. Τα χαρτιά μιλάνε. Θα σας στείλω δυο αντίγραφα.
        Σε δυο μέρες ο πατέρας του πήρε τα αντίγραφα που του έστειλε ο ληξίαρχος. Με εκείνα τα γράμματα της πένας που αλλού παχιά αλλού λεπτά, αναγγέλλανε τη γέννηση και το θάνατο του. Δεν πίστευε στα μάτια του. Ανάτρεξε πάλι στις ιστορίες της μητέρας του της Αγγελικής για το πότε, πού και με ποιες συνθήκες γεννήθηκαν αυτός και ο Σωτήρης, ο δίδυμος αδερφός του. Μάλιστα, σκέφτηκε μέσα του. Δηλαδή είμαι ο Σωτήρης.
       Έκτοτε κουβαλούσε και διακωμωδούσε την ανύπαρκτη ύπαρξη της αφεντιάς του, που βεβαίως η ληξιαρχική αυτή πράξη τού ανέβαζε την ηλικία κατά ένα χρόνο, που ναι μεν τότε το είχε πάρει αψήφιστα, όμως όσο μεγάλωνε ένιωθε αυτόν τον χρόνο βαρίδιο στη πλάτη του και δικαιολογία για τους πρόσθετους πόνους που ένιωθε μετά την ανακάλυψη της πραγματικής του ηλικίας. Κι όταν παλιότερα ανάμεσα στις οικογενειακές τους ιστορίες προσπαθούσε να θυμηθεί τις διηγήσεις της μάνας του για το πότε ακριβώς γεννήθηκαν όλοι τους και κάτω από ποιες συνθήκες εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η Αγγελική ξεκινούσε να ψάχνει τις ημερομηνίες όχι με τα ημερολόγια, αλλά με γιορτές αγίων και νηστείες, όμως για ένα πράμα ήταν ξεκάθαρη. Καλοκαίρι, του έλεγε του πατέρα του γεννήθηκες. Όχι Χειμώνα. Άσε τι λέει η ταυτότητά σου. Εκείνα τα χρόνια ο πατέρας σου ούτε ήξερε τι δήλωνε στο ληξίαρχο, αφού πήγαινε μήνες μετά να σας δηλώσει, κι αυτό πάλι δεν είναι τόσο σίγουρο. Να φανταστείς, ο Χρήστος ούτε καν φαινότανε πως ήταν γεννημένος στο ληξιαρχείο του χωριού, όπως και η Μαρία, που πέθανε μια βδομάδα μετά τη γέννα της, δεν είχε δηλωθεί ούτε κι αυτή. Είχε βαρεθεί φαίνεται να δηλώνει ο πατέρας σου και να τρέχει κάθε τρεις και λίγο στον ληξίαρχο. Καλοκαίρι γεννήθηκες. Τέρμα. Γεννήθηκε πρώτα ο Σωτήρης και μετά εσύ. Βράδυ ήτανε θυμάμαι και τρέχαμε να βρούμε τη μαμή, που εκείνη τη νύχτα ξεγεννούσε αλλού και την περιμέναμε. Μετά από μια ώρα γεννήθηκες κι εσύ. Κι όταν επάνω στο μήνα πάθατε και οι δύο διφθερίτιδα και σας φορτώσαμε στο κάρο για να σας πάμε στην Καρδαμίλη στον γιατρό, είκοσι χιλιόμετρα δρόμος, αφού σας βαφτίσαμε άρον άρον για να πάει η ψυχούλα σας στον παράδεισο με όνομα, στο δρόμο πέθανε ο Σωτήρης. Τι τα θες, δύσκολα χρόνια. Μην τα ψάχνεις, του έλεγε κάθε φορά που τελείωνε τέτοιες ιστορίες. Τότε δεν είχανε τα σόου που έχουνε σήμερα οι θάνατοι. Τύλιξα σε ένα τσουβάλι τον Σωτηράκη, αυτόν για τα σανά που τρώγανε τα ζώα και στον γιατρό εμφανίσαμε μόνον εσένα, από έναν αόριστο φόβο για το τι μπορούσε να μας συμβεί. Εγώ έμεινα στο κάρο έχοντας αγκαλιά τον αδερφό σου και περίμενα. Ώρες περίμενα. Ή τόσο μου φάνηκε. Και τα μάτια μου τρέχανε συνέχεια. Δεν ήξερα γιατί έκλαιγα. Για το θάνατο του Σωτήρη ή για την αδικία που μοίραζε ο Θεός θανάτους και ζωές, έτσι ανάκατα στη βιασύνη του να τα φέρει βόλτα. Εσείς οι αρσενικοί δεν τα καταλαβαίνετε αυτά τα πράγματα. Νομίζετε ότι η ζωή είναι μόνο δουλειά και καφενείο. Ως που γύρισε ο πατέρας σου και ξεκινήσαμε χαράματα για το χωριό. Και πριν καλά καλά ξυπνήσουνε οι χωριανοί, πήραμε παραμάσχαλα τον παπά και το θάψαμε το μωρό κάπου παράμερα χωρίς σταυρό, χωρίς τίποτα. Κι εκεί πάντοτε βούρκωνε. Σταματούσε το μονόλογο και κοιτούσε αφηρημένα απέναντι με το μυαλό της να μπαίνει βαθιά σαν σφήνα στο χρόνο, να αναλογίζεται τα τούτα και τα εκείνα, μιας ζωής δύσκολης που την έκανε ακόμα δυσκολότερη ο χαρακτήρας του άντρα της. Ούτε και τη Μαρία είχαμε δηλωμένη, που γεννήθηκε ένα χρόνο μετά από σένα και πέθανε πάνω στη βδομάδα, έχοντας κι αυτή βιαστικά βαφτίσια και βιαστικότερο θάνατο. Τόσα παιδιά, μονολογούσε, που να προλαβαίνεις και τα ληξιαρχεία, ρίχνοντας πάντα την ώρα του σχολίου της ένα φαρμακερό βλέμμα στον άντρα της, για να του θυμίσει την ανικανότητα του για πράγματα που είναι οριοθετημένα στις αρμοδιότητες των αρσενικών. Εκείνα τα χρόνια οι γεννήσεις δεν ήτανε και τίποτα ξέχωρο στα μυαλά των αντρών, έλεγε καρφώνοντας ξανά τον άντρα της. 
         Πίσω στα δικά μας. Βλέποντας ο πατέρας του πως ξύπνησε, άρχισε ιστορίες του γιού του να τις ακούει και η Σόνια για να μπει πιο εύκολα στη ζωή τους, τότε που μικρός έτρωγε τις βανίλιες κρυφά, που αργούσε να μιλήσει και η μάνα του τον έτρεχε σε ευχέλαια κι όταν άρχισε πια να μιλά και δεν σταματούσε, τον ξανάτρεχε πάλι σε ευχέλαια να σταματήσει (προφανώς αστειευότανε), το γράμμα που τους άφησε, όταν δώδεκα χρονών σκατό, θυμωμένος από μια ηχηρή σφαλιάρα του πατέρα του,  σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι του, για να πάει λέει στα καράβια. Το μόνο περιβάλλον που καταλάβαινε τον πόνο του.
        - Το έχω κρατημένο το σημείωμα, του είπε. Θα σου το δώσω όταν θα γυρίσουμε στο σπίτι.
        Ο ηγούμενος τέλειωσε το μυστήριο βιαστικά κι άχαρα σαν να τους μάλωνε. Πού να χωνέψει η αγιοσύνη του τέτοιους στραβούς γάμους. Ας είναι καλά η δωρεά που έταξε ο Παύλος Δημαράς στο μοναστήρι. Κι έπειτα στο γυρισμό ο πατέρας του να επιμένει να τον φέρει στη Θεσσαλονίκη.
        - Τι γυρεύεις βρε παιδί μου μέσα στα άγρια βουνά και στα χιόνια. Σε ποιόν να πεις εκεί μια κουβέντα. Κι αν δεν την μπορείς την τάξη (έτσι, λίγο δειλά ακούμπησε την αρρώστια του), θα κοιτάξω να μπεις σε γραφείο στη Διεύθυνση. Ο Δημαράς του έκοψε τη φόρα όσο μπορούσε πιο ευγενικά.
         - Μην επιμένεις, του είπε. Είμαι μια χαρά. Το δάσος και οι Ζαγοριανοί είναι η καλύτερή μου γιατρειά.
        Φτάσανε στη Θεσσαλονίκη αργά το μεσημέρι και καθίσανε σε μια παραλιακή ταβέρνα, κι έπειτα στο σπίτι να προλάβει τις συγκοινωνίες για την Ζαγορά. Αγκαλιαστήκανε.
        - Στο καλό του είπε η Σόνια. Να ξέρεις ότι εδώ είναι το σπίτι σου κι ό,τι θελήσεις κάνε μου ένα τηλέφωνο. Άσε τον πατέρα σου. Αυτός έχει δυο χρώματα μόνο στο μυαλό του. Το άσπρο και το μαύρο.
         Λόγια που του αρέσανε ώστε να τη σφίξει περισσότερο στην αγκαλιά του. Στο χωριό έφτασε αργά και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του. Στην Ελπίδα δεν είπε ότι θα γυρνούσε αμέσως μετά την παντρειά. Ήθελε να μείνει μόνος μια τέτοια σημαδιακή μέρα, μέλος κι αυτός μιας καινούριας οικογένειας, όπου το αστείο και το περίεργο γυρνούσανε στο μυαλό του με αποτέλεσμα, πολύ αργά τη νύχτα, να κοιμηθεί κεφάτος ως άρτι γεννηθέν βρέφος από τη νυφική παστάδα της κρεβατοκάμαρας του πατέρα του και της συζύγου του. Μέχρι εκεί έφτανε το άρρωστο μυαλό του.



Δεν υπάρχουν σχόλια: