Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ



Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ

Απόσπασμα


Η Άνκα ζύγιζε και ξαναζύγιζε το αλεύρι στη μικρή τσιγκελωτή ζυγαριά, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νούμερα για να πετύχει η πίττα που ετοίμαζε στην εγγονή της. Δεν τα κατάφερνε κι άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό της, που τώρα τελευταία δυό νούμερα μαζί δεν μπορούσε να συγκρατήσει και μπέρδευε γραμμάρια και δόσεις, όταν τις μπαίνανε στο νου άλλα πράματα σοβαρότερα από το πλάσιμο μιάς ζύμης, όπως τα κακά όνειρα της νύχτας που πέρασε.
Διότι δεν είναι μικρό πράγμα να σε κυνηγάει ο Χάρος, φορώντας ριγωτή πιτζάμα παρακαλώ και βαδίζοντας μάλιστα στους τοίχους - κι όχι στο πάτωμα όπως είναι το σωστό, με το δικαίωμα που δίνουνε τα όνειρα φαίνεται - και να σου φωνάζει από μακριά κρατώντας το μπλάστρι της κουζίνας, αυτό που σε λίγο είχε σκοπό να πλάσει την πίττα της, ομοιοπαθητικά φερόμενη στα όνειρά της, το κακό με το κακό να πολεμάει, και το μπλάστρι του Χάρου με το μπλάστρι το δικό της, προκειμένου να ξορκίσει τα πράματα και να της φωνάζει από μακριά,
- Τι θα γίνει με σας. Αυτόν που μας κουβαλήσατε, ο Τερζής ντε, όλο φασαρίες και μουγκρητά είναι στον ύπνο του και δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί με την ησυχία του, όλο γιατί και γιατί είναι και θέλει λέει να γυρίσει απαξάπαντος, γιατί δεν απόσωσε να κάνει κάτι το σημαντικό, λες και οι άλλοι βολεύονται εκεί που τους έχουμε.
Άκου να δεις τώρα πώς μας βγαίνουνε τα όνειρα, μουρμούρισε θυμωμένη ανακατώνοντας το αλεύρι στη μικρή ξύλινη σκάφη και προσθέτοντας με το μαστραπά νερό, όποτε ξαναθυμότανε τα αλλόκοτα της νύχτας. Σούπα θα το κάνω, γρύλισε τελικά προσθέτοντας κι άλλο αλεύρι στο μείγμα, που σαν το μυαλό της κι αυτό νερούλιαζε ή έσφιγγε κατά το δοκούν κι ανάλογα με το πώς μας πασπάλιζε με τα αλεύρια του ο Ύψιστος από ψηλά, κάνοντας κι αυτός τα δικά του κουρκούτια, που από τότε που τα πρωτοέπλασε, ψυλλιάστηκε πως τα έπλασε λάθος, δεν δικαιολογούνται δα αλλιώς τόσα στραβά στην οικουμένη.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά προσπαθούσε η άμοιρη να κρατήσει μακριά τις κακές μαντείες, που της δίνανε τα όνειρα εκεί που δεν το περίμενε. Να μην τολμάς να κοιμηθείς δηλαδή και να καταπιάνεσαι με τον Θεό κάνοντάς τον γείτονά δικό της, συγκάτοικό και μπατζανάκη της εν ανάγκη, προκειμένου να ξεχάσει τα όσα την πονούσανε και τα όσα ντε και καλά από μικρή ήθελε να ερμηνεύει όταν έβλεπε ανάλογους με τον χτεσινό εφιάλτες.
Πρέπει να της τηλεφωνήσω, μουρμούρισε ξύνοντας τις ζύμες με ένα μαχαίρι από τις παλάμες της. Τώρα κιόλας. Δεν είναι δυνατόν να μου’ ρχεται ο Χάρος αυτοπροσώπως στα όνειρά μου κι εγώ να πλάθω πίττες. Ήτανε νωρίς και η μικρή θα αργούσε ακόμα να γυρίσει από το σχολείο. Σκέπασε τη ζύμη με μια πετσέτα, πήρε το πορτοφόλι της από το μικρό εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας, θέση που νόμιζε ότι κανείς δεν θα τολμούσε να πλησιάσει, κοίταξε ύποπτα την επιστολή μήπως για όλα έφταιγε αυτή, έριξε μια άγρια ματιά στους άγιους που συνωστιζότανε στο μικρό για την αξία τους χώρο, για το τι της φορτώσανε πάλι μεσημεριάτικα και πήρε το δρόμο για το τηλεγραφείο. Όλα ήτανε απαράλλακτα όπως τα είχε αφήσει την προηγούμενη φορά. Τριάντα δύο μέρες. Μάλιστα. Ακριβώς τριάντα δύο. Πόσες έχω να μετρώ ακόμη, μουρμούρισε.
Έδωσε το νούμερο στην υπάλληλο κι έκατσε να περιμένει με το νου της στην Ραλούκα και στη χώρα της. Χώρα χρονίως επιθυμητή πλην όμως απαγορευμένη, όχι τόσο από τις οικονομικές της δυνατότητες - πάντα πίστευε ότι μπορούσε να τα βολέψει κανείς με τα χρήματα - όσο από δικούς της εσώτερους λόγους, που είχανε να κάνουνε με τη μανία της να μη θέλει να μετακινείται τίποτα στη ζωή της, αφού την είχε αναγάγει στην ακρίβεια μόνιμων και καθημερινών απαράλλακτων κινήσεων, που η μαθηματική τους συμμετρία την έκανε να αισθάνεται ευτυχής.
Από τα ανέξοδα και ξεκούραστα ταξίδια της την έβγαλε το μεγάφωνο που φώναξε τον διπλανό της να μπει στον πρώτο θάλαμο. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου κι άρχισε να δαιμονίζεται από την καθυστέρηση. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα της έλεγε. Αν έμενε στα καθημερινά ρωτώντας και παίρνοντας λίγο πολύ τις ίδιες απαντήσεις όπως όλος ο κόσμος ή αν θα της εξιστορούσε τα σημάδια της προηγούμενης νύχτας. Πού να την στεναχωρώ τώρα, σκέφτηκε. Τι σκατά μ’ έπιασε και ήρθα μέχρι εδώ. Τι φταίει το κορίτσι αν εγώ έχω παλαβώσει. Λες και είμαι η μόνη που βλέπει τέτοια όνειρα. Η αναμονή παραδόξως άρχισε να την καλμάρει κάπως. Μόνο αν είναι καλά θα τη ρωτήσω, επανέλαβε σχεδόν φωναχτά πολλές φορές, για να πείσει τον εαυτό της περισσότερο, αφού ξέροντας τα χούγια της, δεν απέκλειε ξαφνικά ξεσπάσματα ειλικρίνειας.
Ξαναγύρισε στην καθυστέρηση του τηλεφωνήματος κι άρχισε να θυμώνει με τον τρόπο που δουλεύανε οι υπηρεσίες. Λίγο πριν αγανακτήσει και βάλει τις φωνές - ο Ύψιστος από πάνω ξέρει να παίζει με τα νεύρα μας - φωνάξανε το όνομά της. Πετάχτηκε να μπει στον θάλαμο που θα της λέγανε.
- Δεν το σηκώνουνε, της είπε η υπάλληλος.. Δεν απαντά κανείς. Να την ακυρώσω;
Έφυγε με ένα αίσθημα ανακούφισης που τρίτοι της απέκλειαν έστω και την μικρή πιθανότητα να αγχώσει στα καλά καθούμενα την Ραλούκα από τη συχνή ακράτεια του λόγου της.
Στον γυρισμό πήγαινε κι έφερνε στο νου της την ψυχοκόρη της να τρέχει σε μνημόσυνα, σε μακεδονίτικα χωριά να τα λέει με τη θειά της και σε νησιά του Αιγαίου που τα γνώριζε μόνο από κάτι βιβλία που κουβαλούσε ο Μιχάλης. Κι όταν τα χειρότερα σκουντιόντουσαν στο μυαλό της, τη φανταζότανε ολημερίς να ψάχνει για δουλειά στους δρόμους κι ακόμα, χτύπα ξύλο, να έχει πάθει τίποτα, πολύ θέλει να γίνει το κακό; Μουρμούριζε σταυροκοπούμενη και βρίζοντας τον εαυτό της που όπως η μύγα κυνηγά τα μέλια έτσι κι εγώ, πανάθεμα με, ο νους μου όλο στο κακό.
Στην αυλή την περίμενε η εγγονή της αφού είχε ήδη πέσει έξω στους υπολογισμούς της με τις καθυστερήσεις του τηλεγραφείου.
- Αντε ρε γιαγιά, της είπε. Δόσμου τέλος πάντων ένα κλειδί να μη σε περιμένω με τις ώρες.
Η Άνκα έκανε πως δεν άκουσε τα παράπονα της εγγονής της, αφού δεν είχε πειστικούς λόγους να της αρνείται ένα κλειδί δέκα έξι χρονώ γαϊδούρα πιά, αλλά έλα που της καρφώθηκε, ή μάλλον δεν της είχε ξεκαρφωθεί ποτέ, ότι ένα κλειδί σημαίνει ανεξαρτησία αλλά και περισσότερο, την παραδοχή της γι’ αυτή την ανεξαρτησία που για την Άνκα σήμαινε από το έρχομαι και φεύγω ό,τι ώρα θέλω, μέχρι Σόδομα και Γόμορα, όταν αυτή θα απουσίαζε, που βεβαίως ποτέ της δεν είχε απουσιάσει εκτός από τη μέρα που εκτελέσανε τον Τσαουσέσκου και την γυναίκα του και μαζί σχεδόν με όλο το χωριό, βλέπανε και ξαναβλέπανε στις λιγοστές τηλεοράσεις των καφενείων με άγρια χαρά τα τεκταινόμενα εκείνης της ημέρας. Άσε που η πρόφαση της απαγόρευσης υπήρχε και ήταν μάλιστα αδιαπραγμάτευτη για την Άνκα.
- Εγώ τέτοια ευθύνη δεν την αναλαμβάνω, της έλεγε. Ας έρθουνε οι γονείς σου κι ας σου δώσουνε χίλια κλειδιά. Κλειδί στα δεκαοχτώ, της είπε. Για να μυρίσω τα δάχτυλα, της είπε πιάνοντας ξαφνικά το δεξί της χέρι και μυρίζοντάς το σαν σκυλί φέρμας να βρει ίχνη καπνού αφού τόσα και τόσα γινότανε πια σ’ όλο τον κόσμο, τα βλέπανε στη τηλεόραση που καθημερινά τους βομβάρδιζε από παντού. Όσο περνούσανε οι μήνες τόσο και πιο πολλά νοικοκυριά την αποκτούσανε. Τους είχε φτάσει πια σε απόσταση αναπνοής. Μέχρι κι ο πεταλωτής Γιόν Μπάντεα αγόρασε κι αρχίσανε όλοι σιγά σιγά να παλαβώνουνε από την πληροφόρηση. Να σταυροκοπιούνται για τα τόσα που γινότανε στον κόσμο εν αγνοία τους. Να γουρλώνουνε τα μάτια τους από τα όσα απίστευτα βλέπανε και να κάνουνε συνέχεια τσκ τσκ τσκ, μήστητί μου Κύριε. Και οι πιο ψυλλιασμένοι από αυτούς ήδη να διαβλέπουνε δεινά και να αποκαλούνε χαζοκούτι το ωραιότερο πράμα που μπήκε στη ζωή τους εδώ και λίγα χρόνια.
Η μικρή πιάστηκε τραγουδώντας - μανία αυτό το παιδί με τα τραγούδια - να ετοιμάζει τα μαθήματα της επόμενης μέρας μέχρι να στρώσουνε να φάνε. Αφού τελειώσανε το φαγητό ξαναπιάστηκε και πάλι με τα βιβλία της και η Άνκα πήρε να αποτελειώσει την πίτα. Την έβαλε στο φούρνο, πήρε βελόνα και κλωστές κι άρχισε να μπαλώνει καλτσάκια της εγγονής. Τι διάολο, πως τα καταφέρνουνε και λιώνουνε τόσο γρήγορα. Λες και σκοπός τους είναι αυτός, να τρέχουνε ολημερίς για να χαλάνε κάλτσες και παπούτσια. Κατά τις εφτά η μικρή την ξάφνιασε.
- Γιαγιάκα μου, της είπε. Πάω στο τηλεγραφείο. Έχω κλήση από τον πατέρα μου.
- Α, ναι; Της είπε κάνοντας τη χαρούμενη ενώ αναρωτιότανε πως και ήτανε αυτό. Πώς και τους θυμήθηκαν αφού πάνω από μήνα είχανε να δώσουνε σημάδια ζωής. Και καλά γι’ αυτήν. Ποιος νοιάζεται γι’ αυτήν. Αλλά διάολε, έχουνε κι ένα παιδί. Θύμωσε κι άρχισε πάλι να τα βάζει με τη Μάρσα τη νύφη της, που μόνο στα λεφτά είχε το νου της. Να γυρίσουμε, λέει, πλούσιοι. Οικονομημένοι. Με κανέναν πούστη πάνω από το κεφάλι τους. Λες και η κόρη τους ήτανε μηχάνημα σαν εκείνα που έχουνε στα καζίνα. Να την ταϊζουνε κατοστάρικα για να τους αγαπάει. Εκεί θα καταντήσουν, κατέληξε αποχαιρετώντας την με τη γνωστή επωδό.
- Μην αργήσεις γιατί σ’ έφαγα.
Έτσι πως την είδε να φεύγει ανάλαφρη και χαρούμενη κι επειδή ως γνωστόν η καχυποψία δίνει μια αίσθηση ατέλειωτης γνώσης και εμπειρίας σ’αυτούς που τη διαθέτουνε σε ισχυρότατη δόση, άρχισε και πάλι να αναρωτιέται όπως και κάθε φορά που την έβλεπε να φεύγει, αν της έλεγε αλήθεια ή πήγαινε να συναντήσει μορφονιούς, που σχεδόν στην αρρωστημένη από την αγαμία φαντασία της, τους φανταζότανε μεγάλους στην ηλικία, κακούς κι έτοιμους για τα όσα πάντοτε απευχότανε. Αϊ στο διάολο, σκέφτηκε. Γιατί να μη μου λέει την αλήθεια. Ηρέμησε σκατόγρια, είπε μέσα της. Στον πατέρα της πάει. Αϊ σιχτίρ, είπε θα το κόψω. Δεν πρόκειται να ξανασκεφτώ τίποτα. Κατέβασε ένα μπουκάλι ρακί από το πάνω ντουλάπι της κουζίνας, εντριβές ήτανε η επίσημη ονομασία της ύπαρξής του, το ακούμπησε θυμωμένη στο τραπέζι, έκοψε ένα κομμάτι από τη ζεστή ακόμα πίτα της κι άρχισε αμίλητη να διασταυρώνει γουλιές και μπουκιές.
Ήτανε θυμωμένη χωρίς να ξέρει το γιατί. Κι ούτε ήθελε να παραδεχθεί ότι η αόριστη ανησυχία για την τύχη της Ραλούκας ή τα καμώματα της εγγονής φταίγανε για τα νεύρα της. Την κύκλωνε ένα αίσθημα εγκατάλειψης. Και μη μπορώντας να το συνειδητοποιήσει τα έβαζε με τα καθημερινά μικροπράγματα που της συνέβαιναν και που σαν αποτέλεσμα είχανε να ξεσπά στην τύχη της ή στην εγγονή της. Πιανότανε από μια λέξη ή κάτι που της τύχαινε, το φούσκωνε, το χτυπούσε αλύπητα από δω κι από κει, τρύπωνε στα λογικά και στα παράλογα, έπιανε τα χειρότερα που κι αυτά με τη σειρά τους την οδηγούσανε σε άλλα χειρότερα. Κοντολογίς έφτανε να δηλητηριάζει τη ζωή της με πράγματα που δεν έγιναν ενώ μπορούσανε να γίνουν και με πράγματα που έγιναν ενώ μπορούσανε να μη γίνουν. Με το νου της μόνιμα στην κακιά μοίρα και που σίγουρα υπόλογος γι’ αυτό ήτανε τα πιο κοντινά της πρόσωπα, συναπαντούσανε σ’αυτό τον απύθμενο δρόμο του νου, συμφορές και λάθος γεγονότα για να τα ξορκίσει αλλά και για να θυμώσει περισσότερο. Πράγμα που το είχε φαίνεται ανάγκη να ξεπερνά τη θλιβερή της πραγματικότητα. Όμως και μη θέλοντας να ξεκόψει από αυτή, αφού και ο Μιχάλης όταν αποφάσισε με την κόρη του να φύγει στην Ελλάδα, αλλά κι ο γιός της – άφηνε απ έξω τη νύφη της - όταν φύγανε για τη Γερμανία, την παρακαλούσανε να πάει μαζί τους.
- Να πάτε στην ευχή του Θεού, τους είπε. Για μένα ότι δεν είναι η πατρίδα μου, είναι ζούγκλα. Κι έπειτα, μετανάστης στα γεράματα δεν γίνομαι.
Η εγγονή της γύρισε πιο γρήγορα απ’ότι την περίμενε, ή είχε αυτήν την εντύπωση κάτω από την επίδραση της ρακής που ξεχειλώνει ή μαζεύει το χρόνο ανάλογα με τα αισθήματα που ποτίζει. Της έφερε χαιρετίσματα. Της είπε πως θα ερχότανε αρχές Οκτώβρη για δέκα μέρες, τόση μόνο άδεια τους δίνανε. Πάλι καλά, σκέφτηκε η Άνκα. Και πως θα την παίρνανε μαζί τους στην Στουτγάρδη να συνεχίσει εκεί το σχολείο της, σε ένα ελληνικό σχολείο, μια που ήξερε καλά τη γλώσσα από τον Μιχάλη που της την έμαθε, επιμένοντας για το ότι ήταν η πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου. Και ότι τώρα πια θα την παίρνανε κι αυτή μαζί τους, ήθελε δεν ήθελε. Μη μου πεις ότι μ’ αγάπησε ξαφνικά η νύφη μου, ξανασκέφτηκε η Άνκα κι ότι τέλος η Στουτγάρδη είχε περισσότερους Ρουμάνους από ότι όλη η Ρουμανία και είχανε και συλλόγους και κάνανε και γιορτές, ζωή χαρισάμενη την περίμενε λέει. Έκοψε τη φόρα της εγγονής της.
- Ούτε κουβέντα. Εγώ θα μείνω εδώ, της είπε κι άιντε τώρα στο κρεβάτι σου γιατί άργησες. Που δεν άργησε, αντίθετα ήρθε και πολύ νωρίτερα, αλλά που έπρεπε η Άνκα να κρατά τα γκέμια γιατί έτσι κι αυτή μικρή ένοιωθε τους δικούς της στο πετσί της κι έτσι έπρεπε να κάνει και η ίδια και κάθε άλλος τρόπος της φαινότανε αφύσικος.
Η μικρή πεισμωμένη από τον τρόπο της γριάς πήρε δυό τρία βιβλία και κλείστηκε στο δωμάτιο, φορτώνοντάς την τύψεις για τα όσα απότομα της πέταξε κόβοντας κάθε γέφυρα. Τι μου φταίνε γαμώ τη φύτρα μου οι άλλοι, μουρμούρισε τρώγοντας τα νύχια της και προσπαθώντας να βρει τρόπο να μαλακώσει τη μικρή.
Οι πληροφορίες της εγγονής την τυλίξανε σαν δίχτυ που δεν ήξερε αν έπρεπε να το εκλάβει ως προστασία ή βρόχο. Η αδιαπραγμάτευτη θέση του γιού της αλλά και της νύφης της, αφού η εγγονή τής μετέφερε έναν σαφέστατο πληθυντικό, έκανε να ξυπνήσουν - όχι πως είχανε κοιμηθεί - αισθήματα που από τότε που φύγανε στη Γερμανία, θαμπώνανε συνεχώς, βοηθούσης εδώ που τα λέμε και της στάσης τους, που ούτε γράμμα ούτε γραφή, παρά μόνο αριά και που τηλέφωνα. Γράφουνε παιδάκι μου οι άνθρωποι. Γράφουνε. Όχι μ’αυτά τα μαύρα κόκαλα που σου τρυπάνε το αυτί και κατεβάζουν με αν κλικ τα κεπέγκια τους όποτε αυτά θέλουν.
Ξαναγέμισε το ποτήρι της. Δεν ήθελε να αφήνει αναπάντητα ερωτήματα κι ούτε το είχε συνήθιο να αργεί στις αποφάσεις της. Αντίθετα με τους υπόλοιπους πίστευε ότι δεν έπρεπε να σκέφτεται αρκετά πριν αποφασίσει. Όσο αργούσε να πάρει μιαν απόφαση τόσο περισσότερο νερουλή θα ήτανε αυτή και έξω από τον χαρακτήρα της. Δεν ήθελε ποτέ της να βλέπει ψύχραιμα τα πράματα και πίστευε πάντα στις φουρτούνες της με ό,τι καλό ή κακό κατέβαζαν αυτές.
Παράλληλα όμως με το ευχάριστο συναίσθημα της επιβεβαίωσης για την αγάπη που της τρέφανε, υπήρχε όγκος δυσθεόρατος, ο φόβος της για το άγνωστο που θα είχε ως επακόλουθο τον ξεριζωμό της από την πατρώα γη. Εδώ αισθανότανε τα πράματα γύρω της όχι τόσο με την όραση ή την ακοή, όσο με την αόρατη αύρα που βρισκότανε ανάμεσα σ’ αυτήν και τον κόσμο της. Το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτά από την πρώτη ώρα που γεννήθηκε, την γεμίζανε σιγουριά. Ήθελε τις φωνές και τους τριγμούς του δάσους σαν απαραίτητους θορύβους που θα συνοδεύανε το τάισμα των ζωντανών και τη λάτρα του σπιτιού. Το συναπάντημα ξανά και ξανά των ίδιων ανθρώπων στο χωριό, της έδινε τη σιγουριά πως θέλανε δεν θέλανε, θα ήτανε φύλακες και συμπαραστάτες σε ό,τι κακό θα της τύχαινε. Και οι ίδιοι δρόμοι με τους ίδιους ανθρώπους στις ίδιες σχεδόν κάθε μέρα κινήσεις τους, την κάνανε να νιώθει απαραίτητη σ’αυτό το καθημερινό κούρντισμα του ρολογιού που το λέγανε ρουτίνα και εξόρκιζε τα απρόοπτα. Άδειασε το ποτήρι της με μια γρήγορη γουλιά, έβαλε σε ένα πιάτο τρία κομμάτια πίττα και μπήκε στο δωμάτιο της εγγονής να της ανακοινώσει τις αποφάσεις της. Η μικρή έδειχνε ακόμα θυμωμένη.
- Έλα της είπε, μην ακούς τι λέω. Μην κοιμάσαι νηστική. Στάθηκε στο παράθυρο κοιτώντας έξω τη νύχτα. Δεν μπορώ Σιμόνα μου, της είπε. Δεν είμαι για ταξίδια κι αλλαγές. Εσύ να πας και καλά θα κάνεις. Κι άμα είναι να βρω εκεί Ρουμάνους, να μου λείπει. Τους έχω κι εδώ. Άλλωστε η θέση σου είναι με τους γονείς σου. Όλα τα σκέφτεται ο Θεός. Αν οι γέροι μπορούσανε να μεγαλώσουνε παιδιά τότε θα τα γεννούσανε κιόλας.
Ανακοίνωσε την απόφασή της με ένα δάκρυ να της θολώνει τα μάτια, μη ξέροντας αν οφειλότανε στο αλκοόλ ή στην σοβαρότητα της στιγμής. Βγήκε με βαριά βήματα αφήνοντας την εγγονή της να συνεχίσει τα όνειρα που ξαφνικά σταμάτησε με την είσοδο της και που είχανε να κάνουνε με ό,τι καλύτερο μπορούσε να σκεφτεί. Γερμανία λέει, για φαντάσου.. Άρχισε να την καταλαμβάνει ευχάριστα εκείνο το αίσθημα που γλυκαίνει το σώμα από τον οισοφάγο μέχρι βαθιά στο στομάχι και κάνει να γουργουρίζουμε από ευτυχία.
Συμμάζεψε λίγο την κουζίνα, τοποθέτησε την πίτα στον κρύο πια θάλαμο της μασίνας και πήρε να βάλει στη θέση του το θυμιατό.
- Θεέ και Κύριε, μουρμούρισε, τόσες ώρες κι ακόμα ζεστό. Ποια ψυχή να τυραννιέται. Κι αφού γι’ αυτόν που το άναψε, τον κουβαλούσε χρόνια μέσα της ζωντανό κι έπειτα πεθαμένο, άρχισε να ψιθυρίζει προσευχές. Έβαλε μια πρέζα θυμίαμα στη ζωντανή ακόμα κάφτρα και πήρε ξανά βόλτα όλα τα δωμάτια να ξορκίσει και πάλι το κακό που, όπως και νάχουνε τα πράματα, δεν είναι κανείς να τα βάζει μαζί του κι ούτε να του αντιστέκεται παρά να το μπουκώνει με προσφορές. Γιατί ο θάνατος του δίνει μια δύναμη ανελέητη έξω από τα μυαλά ή και τη φαντασία ακόμα των ζωντανών, άκριτη και παράλογη που ούτε καν το ακουμπούσανε οι θλιβερές για τη ζωή τους επικλήσεις των ανθρώπων.
Το σώμα της δεν έλεγε να χαλαρώσει από την ώρα που είχε ξαναπάρει στα χέρια της το ζεστό θυμιατό. Το άφησε μέσα στον νεροχύτη, μακριά από κάθε επικίνδυνη εστία που θα μπορούσε να το ξαναζωντανέψει, ούτε λόγος να το σβήσει με βία ή με νερό - δεν παίζουνε με τις ψυχές των πεθαμένων - ξαναγέμισε το ποτήρι της, στην υγειά σας, πήγε να πει αυθόρμητα και καλό κατευόδιο, αποτέλειωσε την ευχή μαζί με το ποτήρι. Ύπνο Άνκα πρόσταξε στον εαυτό της. Τα ζωντανά δεν ξέρουνε από μνημόσυνα κι ευτυχώς δεν έχουνε κι αναμνήσεις και πήγε στο καμαράκι της να ξαπλώσει για να της φύγουνε τα όσα κουβαλούσε καλώς ή κακώς, δεν ήξερε κι αυτή τι να αποφασίσει. Και τα κοκόρια από νωρίς πιάνανε δουλειά και χαλούσανε τον κόσμο κάθε μέρα.

Τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα την ξυπνήσανε τρομαγμένη. Αφουγκράστηκε για λίγο κι ένιωσε την καρδιά της να κλωτσά όταν τα χτυπήματα ξανακούστηκαν δυνατότερα. Σηκώθηκε βιαστικά, έριξε κάτι στην πλάτη της και,
- Ποιος είναι τέτοια ώρα, είπε θυμωμένα ξεμανταλώνοντας την πόρτα κι ανοίγοντάς τη λίγο, ποιος ήταν αυτός που τέτοια ώρα ζητούσε την ανάγκη της.
Ένας ψηλός ξερακιανός με μάτια σκούρα στο χρώμα της νύχτας σαν από χρόνια αόμματος, την κοίταζε κοιτώντας πίσω κι απ’ αυτήν, λες κι έψαχνε πράγματα θολά και μέσα από στάχτες.
- Τι θέλεις χριστιανέ μου τέτοια ώρα. Ποιόν ζητάς. Του είπε η Άνκα σιάχνοντας το πανωφόρι της να κρύψει τη ζεστή από τον ύπνο νερουλιασμένη λευκή σάρκα.
- Τον Μιχάλη Τερζή, της είπε στα ελληνικά, σηκώνοντας το κεφάλι του με τις κινήσεις της οχιάς, εξερευνώντας πίσω από τους ώμους της Άνκας. Μου είπανε πως μένει εδώ. Η γριά ανατρίχιασε.
- Ποιος είσαι χριστιανέ μου, τον ξαναρώτησε πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό του για να τον δει καλύτερα στο χλωμό φως που άφηνε η λάμπα του σαλονιού. Ο Τερζής έχει μήνες που συγχωρέθηκε. Ποιος είσαι;
- Δεν με ξέρεις της είπε ο επισκέπτης της, συνεχίζοντας να ψάχνει με το βλέμμα του το δωμάτιο. Τον θέλω. Αφήσαμε κάτι λογαριασμούς ανοιχτούς.
Μιλούσε σαν να μην την άκουγε. Σαν να μην φτάνανε οι ερωτήσεις της στ’ αυτιά του. Η Άνκα που προς στιγμήν σκέφτηκε να τον μπάσει μέσα σαν συγχωριανό του πεθαμένου, στο άκουσμα των λογαριασμών, στένεψε περισσότερο το άνοιγμα της πόρτας.
- Πέθανε σου λέω, δεν το καταλαβαίνεις;
- Όχι, της είπε. Δεν πέθανε. Είχε χρέη, πολλά χρέη. Κι όσοι χρωστάνε δεν πεθαίνουνε έτσι εύκολα.
Έβγαλε την τραγιάσκα που φορούσε και με ένα βρώμικο μαντήλι σκούπισε το ξασπρισμένο του κούτελο.
- Όταν τον δεις να του πεις ότι τονε θέλω, της είπε βγάζοντας από την πλαϊνή τσέπη του αμπέχονού του ένα κομμάτι χαρτί με ποτισμένο από το μελάνι ένα όνομα και μια διεύθυνση. Της το έδωσε κι έπειτα, καληνύχτα, της είπε, θα τον περιμένω. Στα δύο βήματα κοντοστάθηκε, γύρισε και την πρόλαβε πριν κλείσει την πόρτα. Κι αν πέθανε όπως λες, δεν αλλάζει τίποτα. Τότε στα σίγουρα θα βρεθούμε.
Μαντάλωσε την πόρτα βιαστικά, άφησε το χαρτί στο τραπέζι της κουζίνας, το πρωί θα τα σκεφτότανε καθαρότερα και μπήκε βιαστικά στο κρεβάτι της τρέμοντας για να ξεχάσει τα όσα έγιναν. Τα μάτια του βραδινού επισκέπτη είχανε καρφωθεί βαθιά μέσα της και δεν έφευγαν με το να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της. Πίεζε τα βλέφαρά της για να κοιμηθεί με το ζόρι.
Πολύ πριν χαράξει σηκώθηκε και πλησίασε στο τραπέζι όπου είχε ακουμπήσει το χαρτί. Δεν βρήκε τίποτα όσο κι αν έψαξε γεμάτη ταραχή κι ένοιωσε την τρίχα της να σηκώνεται όρθια κι άρχισε πάλι με ψαλμούς να ξορκίζει τα όσα από βραδύς έγιναν ή δεν έγιναν και ήτανε στο μεθυσμένο της μυαλό, καταλήγοντας πως όσο καταπιάνεται κανείς με τους πεθαμένους τόσο πιο πολύ τα χάνει και τον παίρνουνε φαλάγγι τα φαντάσματα.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 69 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Παντού όπου σε κρατούσα πληγές.
Αστείο βέβαια από μια μεριά για την ηλικία μου,
αλλά φαίνεται ο χρόνος είναι πουλί
που κάνει κύκλους συνέχεια.
Έτσι και τώρα ακόμα κάθε βράδυ
η Ψαμμάθη του Γιώργου Καφταντζή κι ο ύπνος μου
κατάντησαν μια τέλεια διαφάνεια.
Ειδικά στη περίπτωσή μου,
ο Σεπτέμβρης κι εγώ, ταχθήκαμε
να ζούμε στο ίδιο στεγανό κιβώτιο.


ΙΟΥΛΙΟΣ 70 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ένα μεσημέρι
από εκείνα που δεν ξέρεις αν φταις ή ελπίζεις
κι αν τα δέντρα ριζώνουν ακόμα
με μιαν ωχρήν υπομονή,
άρχισαν να σηκώνουν το νεκρό στη γειτονιά της Βεατρίκης.
(Την ίδια ώρα όπου αυτή διαφέντευε
από το παράθυρό της το απόγευμα - καραβοκύρης,
ωραία - με τον ήχο του σπαραγμού).
Ίσως έλεγες, οι παρούσες συνθήκες
να μεγαλύνουν κάθε ανάστημα
και ν'αφήνουν τον έντονο αναστεναγμό
να γλιστρά ήσυχα κι οδυνηρά
από την άκρη της επιστασίας της.
Τρεις μέρες αργότερα,
έπεσα με πολύ πυρετό ανήμπορος
στο τελευταίο τραπεζάκι του καφενείου,
να χρωστώ της μνήμης μου
γεγονότα παλιά και παρωχημένα.
Ελπίδα μου Βεατρίκη...
Πολύ αργότερα έμαθα πως καθότανε στο Βαρδάρι.

ΣΕΠΤΕΒΡΗΣ 71 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Για τη κοπέλα που σου έλεγα πως θα παντρευόμουνα,
δεν την ξανάδα από ένα μεσημέρι
που πήγαμε στη θάλασσα.
Ετσι χωρίς τίποτα, γύρισε, με κοίταξε παράξενα κι έφυγε.
Τότε κατάλαβα πως μου έμενε
λίγος καιρός ακόμη για έρωτες.
Ύστερα μένουν κάτι ξερά φιλιά
κι ένας πόνος στα δάχτυλα από βιολέτες που έσβησαν.
Ίσως να έφταιξα εκείνο το μεσημέρι.
Το βλέπω ολοένα και περισσότερο,
στα γλυκά μάτια των γυναικών που παντρεύτηκαν.
Στο φθινόπωρο που ήρθε φέτο μ'ένα χρώμα σταχτί.
Στις κλειστές πόρτες των σπιτιών. Στη μνήμη...
Σίγουρα έφταιξα.
Γιατί εκτός από τη καρδιά μου και τα μάτια μου,
τίποτ'άλλο δεν είχα δώσει σ'εκείνο το κορίτσι.


ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 71 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Θα μου γράψεις πάλι για τη μισοτέλειωτη οικοδομή.
Για τους εργάτες
που αργούν στη σκάλα ή στο χαρμάνι.
Για ακακίες που έσπειρες.
Κι ούτε λόγος για ταξίδια. Ρίζωσες φίλε μου.
Αν τώρα βρισκόσουν εδώ,
θα σ'έφερνα βόλτα στο δωμάτιό μου
να κοιτάξεις τις φωτογραφίες στους τοίχους.
Πίνακες καλλιτεχνών που κάποτε είχαν ελπίδες.
Τα χαρτιά μου. Τελικά όλα όσα νοιώθω
να γυροφέρνουν μέσα μου
Σε μένα δεν μπορεί πια κανείς να ξεχωρίσει
τη νευρικότητα από τη θλίψη.
Μόνο ζω με κείνο το ακαθόριστο αίσθημα
που με πλακώνει σα πιστή γυναίκα.
(Λυγμός νομίζω ή κάτι τέτοιο).


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 72 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Λέω ν'αφήσω ένα μουστάκι θεόρατο
από εκείνα που έγινα της μόδας
κι ανακατώνονται
με τα όνειρα των κοριτσιών
που βασανίζονται τώρα στα κουτουκάκια.
Τελικά όλο κι αλλάζω γνώμη
κι επιμελώς ξυρίζομαι σχεδόν κάθε πρωί.


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 73 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Λογοδοτώ χρόνια τώρα για βιασμούς
κι ούτε τάχθηκα ποτά για άλλα ψηλότερα έργα
παρά μένω σ'ενα σπίτι παλιό
με γυναίκες από γατίσια αισθήματα
κι ανάλογες ερωτικές επιθυμίες.
Ολοι τελικά παίζουν το παιχνίδι σωστότερα από μένα.
Ολοένα όλοι απομακρύνονται παίζοντας
με νου αλώβητο απέναντι σ'εναν τετιμημένο
για τα νυν υπάρχοντα βάσανα.


ΧΕΙΜΩΝΑΣ 75 ΣΕΡΡΕΣ
Αργά κάθε απόγευμα το καλοκαίρι που μας πέρασε
Οι σεμνά προσερχόμενοι ηδονοθήρες των καημών
Μιλούσαν για εικονίσματα
Που αναρτήθηκαν πλέον
Σε θέση περισπούδαστη στην καρδιά μου.
Αύριο πάλι. Κι έπειτα
Ολη νύχτα με το τρικάταρτο ΑΓΙΑ ΕΡΑΤΩ
Σε λίγο θα τραγουδώ ακουμπισμένος
Στις τοξωτές πρύμνες των μικρών καφενείων
που περιδιαβαίναμε ανήξεροι.
Καιρός πια
αργά και με περίσκεψη
ν'αρχίσω να συνάζομαι.


ΧΕΙΜΩΝΑΣ 82 ΣΕΡΡΕΣ
Ολονύκτια ταξίδια με τα βαριά φορτηγά
Να βουλιάζεις μισός στον οδηγό
που μπλέκεται με καψαλισμένους καημούς
Και μισός στη χρόνια δοκιμασία.
Προ πολλού χάσαμε την ίσαλο γραμμή
Και το πρωινό
Με τους λέοντες της εθνικής οδού μαδημένους
από ένα προορισμό που δεν τον πιστεύουν
να κορνάρουν αλάνικα
φτάνοντας στη ρίζα της Αχαρνών.
Κι εσύ
αφού σ'αφήσανε στη στάση
για να πάρεις το πρώτο υπηρεσιακό
το μυαλό σου και πάλι
στη χαίνουσα πληγή της ήττας
και το ίδιο βιολί φυγή, με δόλωμα
την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων.


ΧΕΙΜΩΝΑΣ 86 ΣΕΡΡΕΣ
Χαράματα έπεσα μαλακά στη κοιλιά σου
φορώντας ένα μακρύ κασκόλ σαραντάπηχο
από ανοιχτόχρωμο παλιό μαλί
και είδα στα πόδια σου γάτες και πανίσχυρα τρωκτικά*
Τα πρωινά γαλατώνανε με τις μυρωδιές της νύχτας
και η Λέσβος ξεμάκραινε
για τα παράλια της Αφρικής
όπου περίμεναν
γυάλινα μπαράκια με νυσταγμένους ροκάδες
και ΝΙΚΟΝ γιαπωνέζους ολόγυρα.
Υστερα, όταν πληρώσαμε όλους τους λογαριασμούς
έφυγα με μια κλινάμαξα δυστυχώς στην ώρα της
και Χαλκιδικιώτικο κρασί.
Ολα ξαναγυρνούν στο τόπο τους
αφελώς φορτισμένα με ανεμόμυλους.
*Βλέπε ιδιαίτερα στο λήμα: Σαράκι.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Το ρεμπέτικο τραγούδι



ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (Η Γέννηση και ο θάνατός του)
Εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ της 3.3.1973
(Αναδημοσίευση στο βιβλίο της Γκαίηλ Χόλστ «ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ» Εκδόσεις Ντενίζ Χάρβεϋ, Λίμνη Ευβοίας, 1977)

Πιάνοντας κανείς να μιλήσει για ένα θέμα όπου η ιστορία της μουσικής του τόπου μας ακόμα δεν αποφάσισε να το καταχώριση στα αρχεία της, έχει οπωσδήποτε μια ιδιαίτερη ευθύνη, αφού κι η βιβλιογραφία σπανίζει κι η πληγή είναι ακόμα ανοιχτή. Παράλληλα όμως, έχει και το πλεονέκτημα πώς όσο σωστότερο μιλά, δεν αποδίδει τιμές αλλά λύνει μια παρεξήγηση. Τα ρεμπέτικα τραγούδια πρέπει να βοηθήσουμε να πάρουν τη θέση τους.
Στα χρόνια του, εκείνα που του στερούσαν την επαφή μ' ένα ευρύτερο κοινό, όπως η λογοκρισία, oι ανεπίσημοι μικροδιωγμοί και ο υποτιθέμενος ανήθικος χαρακτήρας των εκτελεστών του, μετασχηματίσθηκαν μετά το 1950, χαρακτηρίζοντας πια το ίδιο το ρεμπέτικο τραγούδι σαν κοινωνικά ανήθικο μουσικό υποπροϊόν.Εδώ και λίγα χρόνια μόνο, κι όταν ένας-ένας οι δημιουργοί του πεθαίνουν, το πλατύτερο κοινό κατάλαβε πώς άφησε να πέρασει ένα ποτάμι ανάμεσα από τα χέρια του χωρίς να δροσιστεί.
Σιγά και με περίσκεψη πρέπει ν' αρχίσει η αποκατάσταση.
Στις αρχές του αιώνα, το δημοτικό μας τραγούδι φαινόταν ακόμα πώς ήταν οργανικά δεμένο με τον λαό, όχι τόσο στην ύπαιθρο όπου κυριαρχούσε αδιαφιλονίκητα, όσο και μέσα στις πόλεις αφού κράτησε σε συνοχή το έθνος στο χρόνια της τουρκοκρατίας όπου και γεννιότανε, μετά την απελευθέρωση και για πολλά χρόνια ακόμα, φαινόταν να δρέπει τους καρπούς των δύσκολων χρόνων.
Όμως κάθε τέχνη κι επόμενα η μουσική σαν πιο ευαίσθητος δέκτης, αντρώνεται φυσιολογικά μόνο σαν υπάρχουν γενεσιουργά αίτια και μια βαθύτερη ανάγκη υποδοχής.
Ο αιώνας μας, στις αρχές του, έκλεινε μια ηρωική εποχή έχοντας μέσα του το σπέρμα πλούσιο για την ανακατανομή των αξιών. Οι μεγάλες πόλεις πολλαπλασιάζοντας καθημερινά την εργατική τάξη, νιώθουν την ανάγκη νέων μέσων έκφρασης αφού καθιέρωσαν νέες συνθήκες. Μέρα με τη μέρα ο άνθρωπος αρχίζει να μαντρώνεται και να ζει σιωπηλά. Δεν γίνεται πια λόγος για ρωμαίικα γλέντια και η σκληρή ανάγκη των πραγμάτων, λίγο ασυνείδητα λίγο ηθελημένα, αρχίζει να γεννά τους κοινωνικούς καημούς.
Όπως, όμως, η ύπαιθρος λίγο εφάπτεται αυτών των ουσιωδών αλλαγών, δουλεύοντας και ξαναδουλεύοντας το δημοτικό τραγούδι, η καλή κοινωνία των πόλεων νιώθει την αντικατάσταση κάτω από εντελώς διαφορετικές τάσεις, που προσιδιάζουν περισσότερο στην βελτίωση των καθημερινών καταπραϋντικών ανέσεων. Όσον αφορά στη μουσική, λέγονται καντάδα, ευρωπαϊκά ευρείας καταναλώσεως και ελαφράς επιθεωρήσεως.
Συνήθως οι αλλαγές δεν πιστοποιούνται στο χρόνο της υπάρξεως του (όπου απλώς επισημαίνονται), αλλά μετά από την οριστική απώλεια των προϋπαρχόντων.Ενώ λοιπόν η φύση των πραγμάτων οδηγούσε στον ουσιαστικό Θάνατο το δημοτικό άσμα στις πόλεις, από την άλλη μεριά ύποπτα νομοθετήματα αρχίζουν τους διωγμούς απέναντι στο νέο είδος μουσικής, ικανοποιώντας έτσι την καλοστεκούμενη τάξη που εκείνα τα χρόνια είχε πάντα μέσα της πρόχειρη μια δόση αηδίας για την παράνομη μουσική φιλολογία των μαχαλάδων.
Ίσως ασυναίσθητα να υπήρχε ο φόβος πώς αφού οι μουσικές της τρυφερότητες δεν μπορούσαν να ενταχθούν οργανικά σε μια εποχή που ξεπερνούσε γρήγορα τις δυνατότητες της, ζητώντας ογκωδέστερους στόχους, να πεθαίνει ξαφνικά ένα πρωί χωρίς κανένα σοβαρό κι ενηλικιωμένο διάδοχο. Τότε το ρεμπέτικο φαινόταν ακόμη νόθο στην ελληνική μουσική παιδεία.
ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
Τόποι που γεννήθηκε ήταν οι μεγάλες ελληνικές πόλεις, η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και η Αλεξάνδρεια. Αλλά εκείνο που βαραίνει περισσότερο, δεν είναι ο τόπος που γεννήθηκε αλλά ο τόπος που ολοκληρώθηκε. Έτσι, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Ναύπλιο και λίγο αργότερα οι υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, δουλεύανε κάθε βράδυ αυτό το τραχύ είδος μουσικής ώσπου το παρουσίασαν ώριμο πια και στη φόρμα και στο περιεχόμενο. Αν τώρα ζητήσουμε τίτλους καταγωγής, πρέπει να γυρίσουμε στις αρχές ακόμη του αιώνα. Εδώ, πέρα από τις ελληνικές πόλεις υπάρχουν και η Σμύρνη, η Πόλη, η Αλεξάνδρεια και το Αϊβαλί.
Ο,τι ξεκινά από δω, σπερματικό περιέχει βέβαια τη φόρμα της ωραίας τριακονταετίας του ρεμπέτικου (ιδιαίτερα κάτω από μια σκοπιά εξελίξεως και αυτών των τραγουδιών χρονικά), αλλά υπάρχει ανεξάρτητα και δεμένο με δημοτικά μουσικά στοιχεία του τόπου χωρίς να είναι δημοτικό.
Ιδιαίτερα για τη σύνθεση τους, το δημοτικό δανείζει περισσότερα μουσικά στοιχεία απ ο,τι ποιητικά, όπου τα δεύτερα αντιπροσωπεύουν όλο και σπανιότερα σύγχρονες ανάγκες και συχνότερα ένα στατικό θέμα σε σχέση με το χρόνο: τον έρωτα. Έτσι, πέρα από τις μουσικές επιδράσεις, που βρίσκονται διάχυτες σ' όλο τον πρώτο κύκλο, υπάρχουν ρεμπέτικα, που η κυριαρχούσα τους διάθεση έχει σαν αφορμή ένα στίχο κάποιου σμυρνιώτικου δημοτικού ή και αντίστροφα, η κυριαρχούσα διάθεση του σμυρνιώτικου μεταφυτεύεται στις εμπνεύσεις του λαϊκού σύνθετη. Το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που έρχεται από ξένο τόπο και μακρινό, στο ρεμπέτικο γίνεται δωδεκάχρονο και παιδεύει με τον ίδιο τρόπο τον ερωτευμένο. Αλλά αυτό το μπόλιασμα σποραδικό υπάρχει σε ορισμένα μόνο τραγούδια, ενώ αντίθετα η σμυρνιώτικη δημοτική μελωδία διαμορφώνει τη πρώτη ρεμπέτικη περίοδο.
Καθώς όμως ο Ελληνισμός της Μικρά Ασίας δίνει τις μήτρες του για το ρεμπέτικο, η Κωνσταντινούπολη δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο με τους Ταταυλιανούς ρυθμούς, οι οποίοι, ενώ στην αρχή φανήκανε να ενσωματώνονται, λίγο αργότερα κι από τις πρώτες μέρες του ρεμπέτικου ακόμα, μείνανε ξέχωρα και προχώρησαν όσο μπόρεσαν να προχωρήσουν. Το 1935 ο Περιστερη και ο Τρίμης τα θυμούνται χωρίς επιτυχία.
Πολλά βέβαια οφείλονται στην Σμύρνη, αλλά θα ήτανε λάθος να πούμε πώς ο,τι πήρε στην αφετηρία του, το πήρε αποκλειστικά αποκεί. Γιατί στην ολοκλήρωσή του, παράλληλα συντέλεσαν κάτι μισοδιαμορφωμένα κουτσαβάκικα τραγούδια, αυτοσχέδια άσματα της φυλακής και πονηρά σιγοψιθυρίσματα από το μεράκι των χασικλήδων. Η Σμύρνη κατά κάποιο τρόπο ήταν η μουσική αφορμή μάλλον, κι όλοι οι άλλοι διαπλαστικοί παράγοντες οι βαθύτερες αιτίες. Αργότερα και στα χρόνια της ακμής του, αυτά που συντελούν είναι η πίκρα από την κοινωνική αδικία, η φτώχεια, ο ερωτάς και η φυλακή.
Από το 1938 περίπου και μετά, το ρεμπέτικο υπάρχει αυτοτελές και παίρνοντας πια ο,τι ήταν να πάρει, ξεκινά μόνο του. Λέμε 1938 όπως μπορούσαμε να πούμε και 1936 ή 1939. Δεν υπάρχουν σαφή όρια. Δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσει ένα ρεμπέτικο τραγούδι από τη σημερινή πληθωρική παραγωγή, όμως, όταν ρωτήσει κανείς μέσα του ποια είναι αυτά που το ξεχωρίζουν, εκεί υπάρχουν οι δυσκολίες και η αδυναμία προσδιορισμών.
Ασυναίσθητα η αισθητική του καθενός αφομοιώνει πολλά περισσότερα απ ο,τι νομίζει. Οι δυσκολίες τίθενται λίγο εκούσια, γιατί ο,τι κι αν πούμε πρέπει να 'χει όσο το δυνατόν λιγότερη σχέση με τη καθαρή μουσική σπουδή, αφού σήμερα αυτοί που σπουδάζουν μουσική είναι ελάχιστοι. Ουσιαστικό χαρακτηριστικό (χωρίς όμως να βοήθα τόσο στη ταξινόμηση και στο στεγανό διαχωρισμό των εποχών), είναι το γεγονός πώς, ενώ στους δυο πρώτους στίχους έχουμε μία και μόνο φωνή, στον τρίτο και τέταρτο υπάρχουν δυο ή και περισσότερες, όπου η μία συνήθως είναι γυναικεία. Σχεδόν πάντα όταν μπαίνουν κι άλλες φωνές, ακούμε και νέα μουσική φράση. Τέτοια τραγούδια βρίσκονται από το τέλος ακόμα της δεύτερης περιόδου και σ' όλη τη διάρκεια της τρίτης, κι όλοι σχεδόν οι σύνθετες, Τούντας, Μπαγιαντέρας, Χατζηχρήστος, Τσιτσανης, Παπαϊωάννου, ακολουθούν αυτό το δρόμο. Για παράδειγμα:Μια φωνή:
Καθαρίσαμε μου λες και θες να φύγεις
με βαρέθηκες και τώρα πια μ αφήνεις
Τρεις φωνές:
που θα πας που θα τα βρεις αλλού στρωμένα
και μου λες τα περασμένα ξεχασμένα.
(Σύνθεση του Τσιτσανη «Που θα πας, που θα τα βρεις αλλού στρωμένα» με την Νίνου, τον Τσαουσάκη και τον ίδιο τον σύνθετη, γραμμένο το 1948.)Ενίοτε η μονοφωνία περιορίζεται στον πρώτο, συνήθως δεκαπεντασύλλαβο στίχο:
Μια φωνή:
Το παράθυρο κλεισμένο, σφαλιγμένο, σκοτεινό
Δυο φωνές:
για ποιο λόγο δεν τ' ανοίγεις πεισματάρα να σε δω.
(Σύνθεση του Παπαϊωάννου «Άνοιξε γιατί δεν αντέχω» με την Μπέλλου και τον Στελάκη, γραμμένο το '48.)
Αργότερα, κι όσο περνούν τα χρόνια, κυριαρχεί η μονοφωνία στο κουλέ και μόνο στο ρεφρέν ακούγονται περισσότερες φωνές. Σημειώνεται εδώ πώς το ρεφρέν δεν υπήρχε στην πρώτη μορφή του ρεμπέτικου και φαίνεται πια μετά το 1940, πιθανότατα απ τον Τσιτσανη.
Με την κυριαρχία της μονοφωνίας, το ρεμπέτικο αρχίζει να αισθάνεται τη μοναξιά του σε μια εποχή όπου πια η κοστολόγηση του τραγουδιστή αρχίζει να υπολογίζεται, αφού οι πρώτες όμορφες μέρες όπου οι εκτελεστές γλεντούσανε περισσότερο το τραγούδι από τα αναλογούμενα ποσοστά, πέρασαν. Στις λίγο πολύ τελειοποιημένες πια ταβέρνες κυριαρχούν τάσεις μοναξιάς και ανεξαρτησίας σε σχέση ευθέως ανάλογη των λαϊκών τραγουδιστών με το κοινό τους. Τούτο τον γυμνό δρόμο έμελλε να τον διαβούν ο Τσαουσάκης και λίγο αργότερα ο Καζαντζίδης.Είπαμε παραπάνω πως τίποτα δεν βοήθα στην ουσιαστική και στεγανή διάκριση των εποχών, αφού αρκετές αισθητικές λεπτομέρειες και διακριτικά, δεν περιορίζονται σε ορισμένα χρονικά σημεία, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν σε χρόνια επεκτεινόμενα εκατέρωθεν, δένοντας έτσι περισσότερο τον ρεμπέτικο κύκλο. Αμανέδες που υποτίθεται πώς ανήκουν στο ξεκίνημα γράφτηκαν και το 1948, όπως κι ένα τέλεια ολοκληρωμένο σκληρό ρεμπέτικο με τίτλο «Τουτ' οι μπάτσοι που 'ρθαν τώρα» είναι γραμμένο 20 ολόκληρα χρόνια πριν την εποχή του. Κι ακόμα, τον καιρό που μεσουρανούσε το σχήμα:
μονοφωνία στον πρώτο και δεύτερο στίχο
δυο και τρεις φωνές στον τρίτο και τέταρτο
Ο Κερομήτης ερμήνευε ένα από τα ομορφότερα ρεμπέτικα που υπήρχαν «Την άγκυρα μου έριξα», μόνος απ' αρχής μέχρι τέλους. Αλλά, αν το τέλος έρχεται σιγά-σιγά με μια φωνή, και στη σμυρναίικη περίοδο πολλά τραγούδια έμειναν έχοντας έναν και μόνο εκτελεστή. τον Μπερνιδάκη, τον Ασίκη, την Εσκενάζυ ή τον Μοσχονά. Το ρεμπέτικο ξεκίνησε μ' έναν εκτελεστή και πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο, ίσως από σύμπτωση, ίσως από ηθική ακεραιότητα.
Άλλο στοιχείο διαφοροποίησης με την επιφύλαξη των προηγούμενων κανόνων στο θέμα της στεγανότητας, είναι πώς στην καθαυτό πάλι ρεμπέτικη περίοδο, μουσικός φθόγγος και λεκτική συλλαβή είναι συνήθως δεμένη. Αλλά ενώ ένας μουσικός φθόγγος μπορεί να περιλάβει και περισσότερες από μια συλλαβές (ακόμα και ημιστίχιο), το αντίστροφο αποφεύγεται υπακούοντας στους αισθητικούς κανόνες της εποχής. Υπάρχει δηλαδή η παρακάτω αντιστοιχία:
(Σύνθεση του Τσιτσανη «Να γιατί γυρνώ», με τη Σοφία Καρίβαλη και τον Μ. Βαμβακάρη, γραμμένο το 48.)
Αντίθετα τα Σμυρνιώτικα όσες φορές τουλάχιστον, ερμηνεύτηκαν μένα τραγουδιστή, χρησιμοποίησαν τρεις και τέσσερις μουσικούς φθόγγους σε μια συλλαβή ή δορυφορούσαν τη φωνή τους σ' έναν και μόνο φθόγγο:
(Σύνθεση του Παπάζογλου, προφανώς επηρεασμένη από τη Σμυρναίικη δημοτική με τίτλο «Βαλε με στην αγκαλιά σου» και με ερμηνεύτρια την αξέχαστη Ρόζα Εσκεναζυ.)
Ο Σμυρνιός, καλός γείτονας των Ελληνικών νησιών και της απώτερης Ανατολής, μεσοδρομούσε ψιλοκεντώντας το τραγούδι του με μεράκι.Πολύ αργότερα, στα δύσκολα χρόνια της πτώσης, ο ερμηνευτής τραγουδώντας περισσότερο το πάθος του, αφήνεται σε μια συλλαβή βαρυφορτωνοντας την με φθογγικούς μαιάνδρους. Ο Μπίνης συνήθιζε τη μικρή σχετικά φθογγική διάρκεια μεταξύ παραφωνίας και ψαλμού, Αλλά αυτοί που έκλεισαν οριστικά τις πύλες ξεχνιόντουσαν τραγουδώντας πάνω σε μια λέξη.
Είναι ακόμα χαρακτηριστικό πώς το ρεμπέτικο τραγούδι, δεναπλώνεται σ' όλες τις περιοχές του μουσικού πενταγράμμου, προτιμώντας μέσους φθόγγους και μικρής έντασης ηχητική αυξομείωση:
(Σύνθεση τον Χατζηχρήστου το 47.)
Κι αυτός όμως ο κανόνας ίσως λιγότερο απ όλους τους άλλους, αρχίζει να σπάει μετά το 1955.
Υπάρχουν, βέβαια, κανόνες που ξεχωρίζουν το ρεμπέτικο όμως o Βαμβακάρης σχεδόν μόνος απ' όλους τους άλλους δεν μπορεί να ενταχθεί κάπου οριστικά, και πολλές φορές φαίνεται να μετασχηματίζει το ύφος του, για χάρη της ρεμπέτικης αξιοπρέπειας. Τούτο μ' αφορμή μια συγκριτική αντιπαράθεση των πρώτων με τα τελευταία του τραγούδια, όπου τα πρώτα βρίσκονται στη μουσική διερεύνηση και τα τελευταία προσπαθούν να κλείσουν τα ρήγματα του τέλους της τρίτης περιόδου.Δεν μπορεί να δώσει κανείς οριστικές διαφορές και συμπεράσματα. Ο,τι είπαμε, το 'παμε με την επιφύλαξη των αλληλεπιδράσεων στις τρεις εποχές. Τη Σμυρναίικη (1922-1932), την κυρίως ρεμπέτικη (1932-1940) και την κλασσική (1940-1952), όπως τις διακρίνει o Ηλίας Πετρόπουλος.
Η μουσική δεν έχει να κάνει με νομοθετήματα ή με εκ τωνπρότερων αποφάσεις, αλλά αφήνεται ν' ακολουθή την εκάστοτε λαϊκή ψυχοσύνθεση.Τώρα για το στίχο. Πριν μερικούς μήνες ο Θεοδωράκης μίλησε για κακό στίχο στο ρεμπέτικο. Φοβάμαι πώς υπάρχουν δυο διαφορετικές βάσεις εκκινήσεως για συζήτηση και συμπεράσματα. Η μια ξεκινά με την προϋπόθεση να βελτιώσει την υπάρχουσα λαϊκή μελωδία και στίχο, κάνοντας τα περισσότερα άξια να συνεχίσουν το δρόμο που άνοιξε το ρεμπέτικο. Θέλοντας να οδηγήσει το λαό στην αισθητική του άνοδο μέσω ευσυνείδητων ποιητών, προσδιορίζει τις διαφορές και προτείνει λύσεις. Η άλλη αξιολογεί ο,τι έχει να αξιολόγηση από τα ήδη υπάρχοντα και περιορίζεται στη διάγνωση, αφού προϋποτίθεται πώς η ρεμπέτικη μελωδία συνυπάρχει με τις ιδιαίτερες συνθήκες που τη γέννησαν. Νομίζω, πώς ο στίχος στο ρεμπέτικο είναι αυτός που είναι. Καλός ή κακός. Εκείνο που εκτιμά κανείς, είναι πώς γράφτηκε έξω από κανόνες και ρεύματα και δεν προσπαθούσε να προβληματίσει ή να 'χει μια καλλιτεχνική καταδίωξη στην ιστορία του λόγου. Άλλωστε το ίδιο νομίζω πώς συμβαίνει και στη μουσική του, με τη διάφορα πώς ενώ ο στίχος προσφέρεται περισσότερο για κριτική, μια και υπάρχουν χειροπιαστά πράγματα, οι λέξεις με το λογικό τους νόημα, απ' όπου κρίνεται η τέχνη τους ή όχι, στη μουσική το αφηρημένο των ήχων αποσιωπά τα ενδελεχή ψιλοκοσκινίσματα. Αυτά, με την προϋπόθεση πάντα, πώς η ποιότητα μουσικής και λόγου έχει αποδέκτες όχι απόφοιτους ωδείων, αλλά μια ευρύτερη μάζα. Οι ρεμπέτες ποτέ δεν σκέφτηκαν να δικαιωθούν αισθητικά. Κοινωνιολογικά, λογικό επακόλουθο είναι πώς αφού δημιουργοί και στο στίχο και στη μελωδία είναι οι ίδιοι ποιοτικά χαρακτήρες, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία να δεχόμαστε τη μουσική και μάλιστα να την εκτιμάμε, αποκλείοντας το στίχο. Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει πώς ο στίχος στο ρεμπέτικο έχει απαράμιλλες αισθητικές αξίες, ενώ υπάρχουν στη μουσική. Είπαμε παραπάνω, η μουσική είναι σύνολο ήχων και ο στίχος λέξεων. Λογαριάζοντας περισσότερο στη λογική, καταλαβαίνουμε οπωσδήποτε μια διάφορα ποιοτική στα δυο μέρη. Τα πράγματα αλλού χωλαίνουν. Η σχέση σύγχρονης λαϊκής μουσικής με το ρεμπέτικο είναι περισσότερο απομακρυσμένη απ ο,τι η σχέση ρεμπέτικου με Σμυρναίικη δημοτική. Γιατί τουλάχιστον, εκείνο που το διαμόρφωσε, οι εντελώς ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής του, δεν υπάρχουν πια, κι έπειτα ρεμπέτικο σημαίνει πρώτα ένα τρόπο ζωής και ύστερα ορισμένα τραγούδια. Πανταχόθεν ελλοχεύουν οι κίνδυνοι από την φαινομενικά λογική τούτη συζυγία και τέλος θα 'χουμε ένα τραγούδι που θα προβληματίζει μ' όλο το αισθητικό του απόβαρο, αλλά το πιο σίγουρο απ όλα είναι πώς δεν θ' ακουστεί ποτέ στα μεράκια της εργατικής τάξης και δεν είναι καθόλου λαϊκό παρά μόνο στις συνεντεύξεις των ειδικών. Όλα θα ξεκινήσουν στην αρχή με τις καλύτερες διαθέσεις για να φτάσουν στο σημείο, όπου οι επώνυμοι σύνθετες και στιχουργοί από τη μια μεριά και οι λαϊκές ανάγκες από την άλλη, θ' απομονωθούν έτσι, ώστε οι πρώτοι ν' ανεβαίνουν ποιοτικά σ' ένα πολύ κλειστό κύκλωμα κι οι δεύτερες να κατεβαίνουν όλο και περισσότερο με κατάλληλη εκπόρνευση από αφελείς συνθέτες και πανούργους επιχειρηματίες. Αλλά πάλι, δεν πρέπει να διαμορφώνεται και να παρουσιάζεται το λαϊκό αίσθημα από τις φωνογραφικές εταιρίες ανάλογα με τις στατιστικές των πωλήσεων. Γιατί ως ένα σημείο, η ζήτηση προσδιορίζει την προσφορά, και το κακό βρίσκεται από τη στιγμή που η προσφορά ισχυροποιείται και προσδιορίζει τη ζήτηση. Το ρεμπέτικο είναι πιο κοντά στο δημοτικό όσον αφορά στους κανόνες λειτουργίας για τη δημιουργία του, απ ο,τι η σύγχρονη τεχνική λαϊκή με το ρεμπέτικο. Γιατί η μη μουσική παιδεία των εκτελεστών του, ίσως τους είχε ανώνυμους, αν δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα ενημερώσεως και το πρόσφατο σχετικά παρελθόν.Εκείνο που έχει περισσότερη βαρύτητα είναι ο λαϊκός καθαρά χαρακτήρας μ' όλες του τις συνέπειες, παρά οι ποιοτικές ομοιότητες. Οι νεκραναστάσεις δεν έχουν πέραση στην τέχνη και ο,τι φαίνεται να αντιγράφει μια παλιά εποχή, έχει καινούριους χρωστήρες και μια εσωτερική εξελικτική πορεία προς τα εμπρός.
Αξιολογώντας το στίχο, τα τελικά συμπεράσματα δεν τον αποκλείουν εντελώς. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία από την κρητική ποίηση, και πιθανώς συμπτωματική χρησιμοποίηση ποιοτικών σχημάτων και ιδεών. Ιδιαίτερα στα ερωτικά τραγούδια η γνησιότητα προσδιορίζει τα ευγενικά αισθήματα των λαϊκών στιχουργών. Αλλά και τούτος δεν στάθηκε άμοιρος σ' όλη του τη πορεία. Παρουσιάζεται διαφορετικός σε σχέση με τις τρεις εποχές. Ο στίχος των σκληρών ρεμπέτικων που ξεκινούν από το 1920 ακόμα, έχει αρκετή αφαίρεση και μικρές εικόνες. Π.χ. (από τραγούδι αγνώστου συνθέτη, πιθανώς του 1935):
Γύρω γύρω τα ντερβίσια
και στη μέση τα χασίσια
Μπάρμπα Γιάννη, Μπάρμπα Πέτρο
δεν θα παντρευτούμε και φέτο
Μπαρμπα Γιάννη σαν πεθάνεις
το λουλά τι θα τον κάνεις.
ή στο «Από κάτω απ τις ντομάτες» με τον Γιάννη Ιωαννίδη και με μπουζούκι του Καραπιπέρη σε δίσκο γραμμοφωνημένο πιθανώς το 1925:
Από κάτω απ τις ντομάτες
φίλησα δυο μαυρομάτες
Από κάτω από τ' αμπέλι
φίλησα μια παντρεμένη
Μια ελιά και μια ντομάτα
είναι φέτο η σαλάτα
Στο μαντήλι σου τρεις κλώνοι
και θαρρώ πως με μαλώνει.
Τούτες οι μικρές εικόνες Υπάρχουν περισσότερο στα τραγούδια της φυλακής και στα χασικλίδικα. Η φωνή πειθαρχεί με μικρούς κοφτούς ήχους στο όργανο.Χρόνο με το χρόνο η κουβέντα ημερώνει κι έτσι στη δεύτερηπερίοδο υπάρχει συνεχής εξέλιξη στην ιστορία, νοηματική πληρότητα και σχεδόν δράση.
Σε σχέση με τις παραλλαγές πάνω στο ίδιο τραγούδι, σ' όλη την ύπαρξη του ρεμπέτικου, υπάρχουν σχεδόν οι ίδιοι κανόνες και νόμοι που λειτουργούν και στο δημοτικό άσμα. Βρίσκουμε στροφές περίπου όμοιες σε δυο και τρία τραγούδια διάφορων σύνθετων σε διάφορη ή και ίδια χρονική περίοδο. Αυτές οι παραλλαγές, όπως και στο δημοτικό, συναντιόνται τακτικότερα στα τραγούδια του Χάρου.Για παράδειγμα:
Τον Χάρο τον αντάμωσαν πεντ έξι χασικλήδες
Να τον ρωτήσουν πως περνούν στον Άδη οι μερακλήδες
(αδέσποτο) Δυο τρεις μπεκρήδες βρήκανε το Χάρο σ ένα δρόμο
και τον ρωτούσαν πως περνούν στον άλλονε τον κόσμο
(σύνθεση του Τούντα πριν το 1930)
Η μουσική δεν αποκλείεται ν' αλλάζει ριζικά, αφού ο συνθέτης της διασκευής κατά πάσα πιθανότητα γνωρίζει τον προηγούμενο κι αγνοεί τον στιχουργό του οποίου και τα δικαιώματα ελαστικότερα κατοχυρώνονται από τα δικαιώματα του σύνθετη. Παραλλαγές υπάρχουν ακόμα και στα χασικλίδικα και στα σκωπτικά, όπου δηλαδή το θέμα δεν θίγει τίποτα σοβαρότερο κι απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά στα τραγούδια μ' ερωτικό περιεχόμενο και συγκεκριμένα σ' αυτά που αναφέρονται στο χωρισμό. Υπάρχει μια σειρά τραγουδιών (τα περισσότερα αδέσποτα) που τραγουδιόνταν πάνω στο ίδιο μουσικό μοτίβο, αρκετά παλιό και χωρίς συγκεκριμένο συνθέτη. Σ' αυτά, χρησιμοποιούσαν τη μελωδία από το «Τούτοι οι μπάτσοι που 'ρθαν τώρα» (αδέσποτο) και είναι το «Κάτω απ τα ραδίκια» (υπάρχει όμως και σε διαφορετική μελωδία) ένα ζεϊμπέκικο της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας, οι διάφορες παραλλαγές της αρχικής μελωδίας των Μπάτσων, το «Άναψε το» (αδέσποτο) που πρόσφατα παρουσίασε ο Μουφλουζέλης, «Ο λουλάς και το καλάμι» (επίσης αδέσποτο) σε παρουσίαση πάλι του Μουφλουζέλη και οι εκάστοτε αυτοσχεδιασμοί, όταν δεν υπήρχε και πολύ κέφι να σταματήσει το τραγούδι. Στα πρώτα βήματα του ρεμπέτικου συνήθως δεν υπάρχουν δυσκολίες στην αγάπη. Ο στίχος περιορίζεται στις ομορφιές και στις νυχτερινές συναντήσεις, σπανιότερα δε αναφέρεται στο ανεκπλήρωτο ερωτικό πάθος. Αργότερα ο έρωτας τις περισσότερες φορές θα σηκώνει κι όλες τις κοινωνικές αδικίες. Σ ένα τραγούδι του 1943 o ρεμπέτης κατορθώνει να βρει την απώτερη ερωτική ουσία ζητώντας την ποιοτική του πληρότητα στην άρνηση της αγαπημένης: και μη μου δώσεις πρόσεξε
ο,τι κι αν σου γυρεύω
κλείσε την πόρτα σου καλά
κι εγώ ας ζητιανεύω.
Στη «Συνοικία», ένα τραγούδι του Τσιτσανη γραμμένο το 59, o συνθέτης κοινωνιολογεί. Στα εντελώς ιδιόρρυθμα σχετικά με το στίχο τραγούδια του ο Μουφλουζέλης το ίδιο. Τούτος ο δεύτερος αγνοεί σχεδόν εντελώς τον ερωτά ή την κοινωνική αδικία κι ενδιαφέρεται για τις καθημερινές λεπτομέρειες και σκηνές του δρόμου.
Αν μαζί με τις ιδιαίτερες συνθήκες, έχουμε υπ' όψη μας και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ρεμπέτικου, τότε ο αμανές φαίνεται περισσότερο ψυχοπαίδι του, παρά αισθητική απόκλιση. Ο ελληνικός αμανές έχει κάτι από το Βυζάντιο. Συνήθως στον αμανέ υπάρχει μια στροφή (αργότερα δυο) που επιμηκύνεται μ' αναστεναγμούς, γυρίσματα και παλμικές κινήσεις πάνω σε μια νότα, που έπειτα επαναλαμβάνονται από βιολί ή κανονάκι και που φαίνεται σαν να επιβεβαιώνει την καλή εκτέλεση ή να παρηγορεί τον εκτελεστή.
Ο Ασίκης, περιεκτικότερος στους αμανέδες του, προσπαθεί να παρουσίαση περισσότερο δράση. Οι αμανέδες είχαν απλή σύνθεση οργάνων. Συνήθως σαντούρι, κλαρίνο και βιολί. Τις περισσότερες φορές στη μέση έχουν ταξίμι με σαντούρι ή κλαρίνο και πιθανώς χαιρετισμούς. Στην κυρίως ρεμπέτικη περίοδο σπανίζουν οι χαιρετισμοί. Στους χαιρετισμούς συνήθως ο εκτελεστής από σεμνότητα δεν απαντά ή εάν απαντήσει, το κάνει μετά την πρώτη στροφή.
Πέρα από τις ειδικές συνθήκες και τους διαπλαστικούς παράγοντες που αποτελούν έξωθεν επιδράσεις, σημαντικό ρόλο για τη διαμόρφωση του ρεμπέτικου έπαιξε κι ο χαρακτήρας των ανθρώπων που το δούλευαν. Ίσως να μην ύπαρχει κι εδώ στεγανότητα, γιατί o χαρακτήρας έχει άμεση σχέση με τους διαπλαστικούς παράγοντες, μάλιστα σε σημείο ταύτισης, κι έμμεση με τις ειδικές συνθήκες, όπου αυτές χτίζουν μάντρες γύρω μας κι η αδράνεια διαφαίνεται σαν η ηθική των απατημένων.Το ρεμπέτικο χωρίς δράση μηρυκάζει ένα μόνιμο παράπονο για τις αδικίες στη ζωή και στον έρωτα, έχοντας σαν αξίες όχι την ανδραγαθία, αλλά την αποκλήρωση από την κρατούσα τάξη, όχι την ψυχική δύναμη, αλλά τις πληγές και τις αδυναμίες του ερωτευμένου, όχι το κλέος, αλλά την προδοσία. Είναι τα τραγούδια των προδομένων και του σκληρού χωρισμού που συνήθως οφείλεται σε ύπαρξη τρυφερώς αγαπηθείσα κι αιτιολογείται από την αναγκαιότητα του ρεμπέτη να υπάρχει σαν τραγικός ήρωας σε κάθε χωρισμό.
Μιλήσαμε πιο πάνω για την απώτερη ερωτική ουσία. Στα ρεμπέτικα τραγούδια ο Πετροπουλος τόνισε πώς στον άντρα σημασία έχει το ζέον αίσθημα παρά το όνομα της αγαπημένης. Η γυναίκα δεν υπάρχει σαν ολοκληρωμένη ύπαρξη, όταν βέβαια δεν τραγουδά.
Γίνεται αερικό, βωμός κι επιτακτική ανάγκη για ουσία. Δεν θ' ακούσει ποτέ παράπονα και πίκρες από έναν άντρα. Υπάρχουν οι φίλοι γι αυτό. Είναι και πρέπει να είναι αμέτοχη στην εσώτερη κοσμογονία του ρεμπέτη. Η ποιότητα του ερωτά του δεν επιδέχεται υλοποίηση στο εκάστοτε πρόσωπο της αγαπημένης.
Άλλοτε πάλι η γυναίκα αποτελεί μόνιμη δικαιολογία για τον κατήφορο, κι ο ρεμπέτης ευάλωτος στο παράπονο, όντας εκτός τόπου και χρόνου, οδεύει τον δρόμο της απώλειας, επειδή βρίσκει πώς μετά τον χωρισμό δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Έχοντας σαν αξίωμα αυταπόδεικτο τη συμπαράσταση των φίλων, η συνήθως υπαίτια του σκληρού χωρισμού, γίνεται μοίρα και μαχαίρι να συνοδεύει την απόλυτη μοναξιά του εγκαταλειμμένου.
Αντίθετα η γυναίκα στα τραγούδια της θέλει έναν άντρα μαζί της λεβέντη, δουλευτάρη, ταχτικό θαμώνα της ταβέρνας και σκληρό μαζί της, προθυμοποιούμενη, σχεδόν ηδονικά, να του συγχωρεί τις απιστίες. Όσες φορές είναι αυτή που πληγώνεται, μιλά σκληρά.
Όταν ο χωρισμός οφείλεται σε γεγονότα έξω από τη θέληση των ερωτευμένων, τότε φταίχτης θα 'ναι οπωσδήποτε η κοινωνία. O στίχος συνήθως δεν περιορίζεται στην άπονη συμπεριφορά του αστικού καθεστώτος, αλλά συμπληρώνεται με την παθητική στάση του ρεμπέτη.
Πολλά τραγούδια γράφτηκαν για συγκεκριμένα πρόσωπα. O Antonio Barca Heredia μεταγλωττισμένος σε Αντώνη Βαρκάρη Σερέτη πεθαίνει στην αγκαλιά της Καρμεν. Η Σοραγια εμπνέει το λαϊκό βάρδο με την άπονη αποπομπή. Η κακούργα πεθερά κινεί δόλια τα δίχτυα για το στυγερό φόνο του Αθανασόπουλου. Η Μαρία Μανταλενα το 1937 γίνεται Μαριγουλα Μανταλενα σε σύνθεση του Περιστερη και τραγουδιέται από τον Βαμβακάρη. Ο ρεμπέτης, αρκετά αλαφροΐσκιωτος, έχει δικά του μάτια και μυθολογία.
Πέρα, τώρα, από κάθε ανάλυση ή ιστορία, ας δούμε εάν υπάρχει καμιά σχέση και ποια με το σύγχρονο λαϊκό άσμα, μια και χωρίς καθόλου βάσανο αρκετοί μπερδεύοντας μέσα τους πολλά πράγματα, θεωρούν σα φυσικό διάδοχο του πρώτου, το δεύτερο. Οι ίδιοι δημιουργοί του, σεβάσμια απομονώνοντας εκείνη την εποχή, τη θεωρούν οριστικά απολεσθείσα, ηρωοποιώντας έτσι τα παρωχημένα ωραία γεγονότα που τη συνέθεσαν. Παράλληλα όσοι ζουν, εξακολουθούν να κάνουν τραγούδια.Υπάρχει μια αντίφαση που ίσως να οφείλεται στο δικαίωμα αποκλειστικότητας που αισθάνονται πώς έχουν, ίσως στο πώς δε έχουν ξεκαθαρίσει ορισμένα πράγματα. Γιατί λέγοντας ρεμπέτικα τραγούδια εννοούνται σαν τέτοια αυτά που υπήρχαν δεμένα άρρηκτα με μια ορισμένη εποχή, κι ότι αυτά που σήμερα περνάμε για διάδοχους, έχουν την δικιά τους εποχή και το δικό τους τρόπο έκφρασης μέσα στα δεδομένα τους. Κάνοντας, λοιπόν, oι παλιοί συνθέτες τραγούδι, ξέρουν πολύ καλά πώς δεν κάνουν ρεμπέτικο, αλλά λαϊκό που ανταποκρίνεται και εκπληρώνει σημερινές ανάγκες.Έτσι δικαιολογείται ο λόγος που ακόμα αγωνίζονται έντιμα. Στη σύγκριση όμως που γίνεται ενδιαφέρουν αυτοί που πέρασαν το λαϊκό για τη κότα με το χρυσό αυγό και παράγουν κάτω από την ανοργάνωτη ανέχεια του κοινού.
Και τώρα το πρόβλημα: Υπάρχοντα όργανα στο ρεμπέτικο όταν αυτό μεσουρανούσε, ήταν δυο ή τρία μπουζούκια, ένα μπαγλαμαδάκι, όχι πάντα απαραίτητο (ανεπανάληπτο όμως όταν του δινόταν οι ευκαιρίες ν' ακουστεί), ένα κανονάκι, λίγο αργότερα μια κιθάρα και παλιότερα ένα βιολί που χρόνο με το χρόνο παραχωρούσε τη θέση του στο ακορντεόν. Η απλή τούτη σύνθεση είχε το πλεονέκτημα να μπορεί να μιλά πληρέστερα, ολοκληρώνοντας τα νοήματα της.
Σήμερα διατηρείται μια σύνθεση που, αν λέμε πώς έχει ομοιότητα, τούτο οφείλεται στο πώς υπάρχει ΚΑΙ μπουζούκι. Το ακορντεόν αφού αρκετά διέφθειρε παραχωρεί τη θέση του στο ηλεκτρικό όργανο. Στα μπουζούκια έχουν μπήξει εδώ και χρόνια μια πρίζα, αφού πια τώρα δεν περιορίζονται σε μικρό χώρο, έχοντας έτσι και την ευχέρεια να αποκρύψουν μικροσφάλματα δεξιοτεχνίας. Εγκαθίσταται ολόκληρο σύστημα κρουστών αφαιρώντας όλη τη σεμνότητα των παλιών χρόνων.Έπειτα ο χορός. Οι υπάρχοντες χοροί στο ρεμπέτικο, όσο αφορά τουλάxιστό στη μετρική σύνθεση της μελωδίας, παραμένουν οι ίδιοι. Η καθ' αυτό όμως χορευτική κίνηση κατ' επανάληψη εβιάσθη. Τα καλοθρεμμένα λαϊκοφανή παλικαράκια κατάντησαν την πίστα τσιφλίκι τους και πασαρέλα αλλά οι γνήσιοι ρεμπέτες χορεύουν σεμνά μ' όλη τους την ψυχική περηφάνια, κι ως ένα σημείο απόκτα ουσιαστική σημασία ο λόγος του Τσιτσάνη, όταν έλεγε πώς ο χορός ηρωοποιεί το τραγούδι.Όσο για το στίχο, παλιότερα υπήρχε μια ιδιόρρυθμη οικονομία, σωστός λυρισμός κι αιτιολογίες για τις πράξεις τους τις βασικά ανυπόστατες. Σήμερα ο λαϊκός ήρωας γίνεται στα τραγούδια του προκλητικός, μιλά για κυρίες και υπερασπίζεται συνεχώς τις πράξεις του.
Άλλες διαφορές είναι αυτές που υπάρχουν στη σχέση προσφοράς και ζήτησης. Τώρα έχουμε μια ανελέητη μηχανή όπου η εταιρεία βάσει στατιστικών προσφέρει αποκοιμίζοντας τα αρεστά αιτούμενα έξω από κάθε εσώτερη ανάγκη του κοινού. Από τη στιγμή που το ρεμπέτικο νομιμοποιείται αλλάζοντας όνομα, αρχίζει να παίρνει τα ελαττώματα που έμμεσα ή άμεσα δίνουν συμφεροντολογικά καλόψυχοι πατριοί. Οι φιλικοί χαιρετισμοί στην αρχή του τραγουδιού μεταξύ των εκτελεστών έγιναν διάλογος πατέρα και γιου σπαραξικάρδιος σχετικός με τη Γερμανία και φιλονικία εραστών όπου ο ένας μετανιώνει συνήθως έξω από την κλειστή πόρτα. Το είδος του πατριδολαϊκου με την κατοπινή πληθώρα κατέληξε στο πώς δεν υπάρχει κανείς ουσιαστικός λόγος να ξαναπάρουμε την Πόλη.
Συνοπτικά λοιπόν διαπιστώνονται μερικές ομοιότητες που πριν λίγο καιρό ο Τσιτσάνης προσδιόρισε λέγοντας πώς η διαφορά των λαϊκών συνθέτων με τους έντεχνους, είναι εκείνη που υπάρχει στους αυτόπτες μάρτυρες ενός εγκλήματος, με άλλους που ακούσανε για το έγκλημα.
Η ουσιαστικότερη διαφορά βρίσκεται στο ότι σήμερα δεν υπάρχουν οι τότε ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας του. Τα χρόνια 1920-1950 ήταν, όσον αφορά στο κοινωνιολογικό περιεχόμενο του χαρακτήρα στον Έλληνα, σημαντικά. Οι πρώτες ενσυνείδητες επαφές με την βιομηχανία, ο αποχαιρετισμός του παλιού τρόπου ζωής, η ερήμωση που έφεραν οι πόλεμοι, όλα τούτα σημαίνουν λίγο πολύ την άμυνα μιας γενιάς απέναντι στις δύσκολες συνθήκες ενός κόσμου που αισθάνεται κι αρχίζει να συνειδητοποιεί την ταχύτητα. Τα εθνικά αισθήματα στερούμενα υποβάθρου παραχώρησαν τη θέση τους στις αστικές μίζερες ανάγκες κι έγιναν και τούτες με τη σειρά τους αστικά αισθήματα. Μεγαλώνοντας οι πόλεις αφαιρούν από τον ουρανό κι απογυμνώνουν τα όνειρα. Σήμερα οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες δεν υπάρχουν. Συνεχίζεται όμως αυτού του είδους η μελωδία ονομασμένη ελαφρολαϊκή ή αρχοντολαϊκή. Εφόσον οι συνθήκες εκείνης της εποχής δημιούργησαν το ρεμπέτικο, έτσι και oι σημερινές ανάγκες, συνένοχες αρκετά με την χύδην παραγωγή στο λαϊκό πεντάγραμμο, γέννησαν τον σημερινό μουσικό τρόπο έκφρασης που υποτίθεται πώς ανήκει στη λαϊκή μας ψυχή.
Ο Χιώτης γυρνώντας από την Αμερική διασκευάζει την κιθάρα και το μπουζούκι προσαρμόζοντας τα στα τραγούδια του που έχουν ένα δικό τους καθαρά ύφος. Έπειτα περνά στο μπουζούκι ηλεκτρισμό επιταχύνοντας την οριστική απώλεια. Αλλά αν θέλει νάνε κανείς δίκαιος απέναντι σ αυτές τις μεταρρυθμίσεις, δεν πρέπει να καταδικάζει την πράξη της λάθρα αυτής εισαγωγής χωρίς να λάβει υπ όψη του τις συνθήκες που σαν αποτέλεσμα είχαν αυτές τις καινοτομίες. Η ένταξη του ηλεκτρισμού ήταν μοιραίο επακόλουθο του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Ακολουθούν ανεύθυνα εντελώς χρόνια για το ρεμπέτικο τραγούδι κι από το 1955 τα τελειωτικά χτυπήματα τα δίνει η περίοδος των κλοπών όπως την ονόμασε ο Τσιτσανης, όπου συνθέτες χωρίς καμία ευθύνη παράγουν χοντρικά.Το παλιό ρεμπέτικο τραγούδι αρχίζει σιγά-σιγά να θάβεται και στα χρόνια που ακολουθούν ελάχιστοι το θυμούνται. Η προσπάθεια του Χατζηδάκη με μια διάλεξη το '48 όπως κι οι άλλες κατά καιρούς από ανθρώπους που δεν τους ήταν μπορετό να ησυχάσουν, δυστυχώς περιορίστηκαν σ' ελάχιστο κύκλο ανθρώπων. Η επιστροφή έμελλε να γίνει όχι με το να οδηγηθούν από άλλους σ' αυτό, αλλά να φτάσουν εκεί οι ίδιοι χορτασμένοι από κακοφορμισμένα τραγούδια.
Τριάντα χρόνια μετά τη κλασσική περίοδο, ακούγονται πάλι τα τραγούδια που έκαναν μια εποχή, κι οι επιζήσαντες ξαναπιάνουν το μπουζούκι για να τραγουδήσουν τα παλιά τους κομμάτια. Έτσι τουλάχιστον δίνουμε κάτι που αρνηθήκαμε χρόνια ολόκληρα, γιατί η ηθική και ο καθωσπρεπισμός εκείνων των καιρών αναπαυμένα σ' ανώδυνα άσματα αρνιότανε τις μουσικές μας πηγές. Αλλά πέρα απ' αυτά όλα, το ρεμπέτικο αποτελεί ένα μουσικό κύκλωμα αφ εαυτού προοριζόμενο να κλίσει μετά τον κορεσμό, αφού αναφέρεται στο παρελθόν. Τώρα δεν απομένει παρά μια σωστότερη παιδεία για την εξακρίβωση της ποιότητας, αφού σ' οποιοδήποτε μουσικό ρεύμα υπάρχουν μαζί και καλή και κακή μουσική.