Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 69 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Παντού όπου σε κρατούσα πληγές.
Αστείο βέβαια από μια μεριά για την ηλικία μου,
αλλά φαίνεται ο χρόνος είναι πουλί
που κάνει κύκλους συνέχεια.
Έτσι και τώρα ακόμα κάθε βράδυ
η Ψαμμάθη του Γιώργου Καφταντζή κι ο ύπνος μου
κατάντησαν μια τέλεια διαφάνεια.
Ειδικά στη περίπτωσή μου,
ο Σεπτέμβρης κι εγώ, ταχθήκαμε
να ζούμε στο ίδιο στεγανό κιβώτιο.


ΙΟΥΛΙΟΣ 70 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ένα μεσημέρι
από εκείνα που δεν ξέρεις αν φταις ή ελπίζεις
κι αν τα δέντρα ριζώνουν ακόμα
με μιαν ωχρήν υπομονή,
άρχισαν να σηκώνουν το νεκρό στη γειτονιά της Βεατρίκης.
(Την ίδια ώρα όπου αυτή διαφέντευε
από το παράθυρό της το απόγευμα - καραβοκύρης,
ωραία - με τον ήχο του σπαραγμού).
Ίσως έλεγες, οι παρούσες συνθήκες
να μεγαλύνουν κάθε ανάστημα
και ν'αφήνουν τον έντονο αναστεναγμό
να γλιστρά ήσυχα κι οδυνηρά
από την άκρη της επιστασίας της.
Τρεις μέρες αργότερα,
έπεσα με πολύ πυρετό ανήμπορος
στο τελευταίο τραπεζάκι του καφενείου,
να χρωστώ της μνήμης μου
γεγονότα παλιά και παρωχημένα.
Ελπίδα μου Βεατρίκη...
Πολύ αργότερα έμαθα πως καθότανε στο Βαρδάρι.

ΣΕΠΤΕΒΡΗΣ 71 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Για τη κοπέλα που σου έλεγα πως θα παντρευόμουνα,
δεν την ξανάδα από ένα μεσημέρι
που πήγαμε στη θάλασσα.
Ετσι χωρίς τίποτα, γύρισε, με κοίταξε παράξενα κι έφυγε.
Τότε κατάλαβα πως μου έμενε
λίγος καιρός ακόμη για έρωτες.
Ύστερα μένουν κάτι ξερά φιλιά
κι ένας πόνος στα δάχτυλα από βιολέτες που έσβησαν.
Ίσως να έφταιξα εκείνο το μεσημέρι.
Το βλέπω ολοένα και περισσότερο,
στα γλυκά μάτια των γυναικών που παντρεύτηκαν.
Στο φθινόπωρο που ήρθε φέτο μ'ένα χρώμα σταχτί.
Στις κλειστές πόρτες των σπιτιών. Στη μνήμη...
Σίγουρα έφταιξα.
Γιατί εκτός από τη καρδιά μου και τα μάτια μου,
τίποτ'άλλο δεν είχα δώσει σ'εκείνο το κορίτσι.


ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 71 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Θα μου γράψεις πάλι για τη μισοτέλειωτη οικοδομή.
Για τους εργάτες
που αργούν στη σκάλα ή στο χαρμάνι.
Για ακακίες που έσπειρες.
Κι ούτε λόγος για ταξίδια. Ρίζωσες φίλε μου.
Αν τώρα βρισκόσουν εδώ,
θα σ'έφερνα βόλτα στο δωμάτιό μου
να κοιτάξεις τις φωτογραφίες στους τοίχους.
Πίνακες καλλιτεχνών που κάποτε είχαν ελπίδες.
Τα χαρτιά μου. Τελικά όλα όσα νοιώθω
να γυροφέρνουν μέσα μου
Σε μένα δεν μπορεί πια κανείς να ξεχωρίσει
τη νευρικότητα από τη θλίψη.
Μόνο ζω με κείνο το ακαθόριστο αίσθημα
που με πλακώνει σα πιστή γυναίκα.
(Λυγμός νομίζω ή κάτι τέτοιο).


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 72 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Λέω ν'αφήσω ένα μουστάκι θεόρατο
από εκείνα που έγινα της μόδας
κι ανακατώνονται
με τα όνειρα των κοριτσιών
που βασανίζονται τώρα στα κουτουκάκια.
Τελικά όλο κι αλλάζω γνώμη
κι επιμελώς ξυρίζομαι σχεδόν κάθε πρωί.


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 73 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Λογοδοτώ χρόνια τώρα για βιασμούς
κι ούτε τάχθηκα ποτά για άλλα ψηλότερα έργα
παρά μένω σ'ενα σπίτι παλιό
με γυναίκες από γατίσια αισθήματα
κι ανάλογες ερωτικές επιθυμίες.
Ολοι τελικά παίζουν το παιχνίδι σωστότερα από μένα.
Ολοένα όλοι απομακρύνονται παίζοντας
με νου αλώβητο απέναντι σ'εναν τετιμημένο
για τα νυν υπάρχοντα βάσανα.


ΧΕΙΜΩΝΑΣ 75 ΣΕΡΡΕΣ
Αργά κάθε απόγευμα το καλοκαίρι που μας πέρασε
Οι σεμνά προσερχόμενοι ηδονοθήρες των καημών
Μιλούσαν για εικονίσματα
Που αναρτήθηκαν πλέον
Σε θέση περισπούδαστη στην καρδιά μου.
Αύριο πάλι. Κι έπειτα
Ολη νύχτα με το τρικάταρτο ΑΓΙΑ ΕΡΑΤΩ
Σε λίγο θα τραγουδώ ακουμπισμένος
Στις τοξωτές πρύμνες των μικρών καφενείων
που περιδιαβαίναμε ανήξεροι.
Καιρός πια
αργά και με περίσκεψη
ν'αρχίσω να συνάζομαι.


ΧΕΙΜΩΝΑΣ 82 ΣΕΡΡΕΣ
Ολονύκτια ταξίδια με τα βαριά φορτηγά
Να βουλιάζεις μισός στον οδηγό
που μπλέκεται με καψαλισμένους καημούς
Και μισός στη χρόνια δοκιμασία.
Προ πολλού χάσαμε την ίσαλο γραμμή
Και το πρωινό
Με τους λέοντες της εθνικής οδού μαδημένους
από ένα προορισμό που δεν τον πιστεύουν
να κορνάρουν αλάνικα
φτάνοντας στη ρίζα της Αχαρνών.
Κι εσύ
αφού σ'αφήσανε στη στάση
για να πάρεις το πρώτο υπηρεσιακό
το μυαλό σου και πάλι
στη χαίνουσα πληγή της ήττας
και το ίδιο βιολί φυγή, με δόλωμα
την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων.


ΧΕΙΜΩΝΑΣ 86 ΣΕΡΡΕΣ
Χαράματα έπεσα μαλακά στη κοιλιά σου
φορώντας ένα μακρύ κασκόλ σαραντάπηχο
από ανοιχτόχρωμο παλιό μαλί
και είδα στα πόδια σου γάτες και πανίσχυρα τρωκτικά*
Τα πρωινά γαλατώνανε με τις μυρωδιές της νύχτας
και η Λέσβος ξεμάκραινε
για τα παράλια της Αφρικής
όπου περίμεναν
γυάλινα μπαράκια με νυσταγμένους ροκάδες
και ΝΙΚΟΝ γιαπωνέζους ολόγυρα.
Υστερα, όταν πληρώσαμε όλους τους λογαριασμούς
έφυγα με μια κλινάμαξα δυστυχώς στην ώρα της
και Χαλκιδικιώτικο κρασί.
Ολα ξαναγυρνούν στο τόπο τους
αφελώς φορτισμένα με ανεμόμυλους.
*Βλέπε ιδιαίτερα στο λήμα: Σαράκι.