Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ



Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ

Απόσπασμα


Η Άνκα ζύγιζε και ξαναζύγιζε το αλεύρι στη μικρή τσιγκελωτή ζυγαριά, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νούμερα για να πετύχει η πίττα που ετοίμαζε στην εγγονή της. Δεν τα κατάφερνε κι άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό της, που τώρα τελευταία δυό νούμερα μαζί δεν μπορούσε να συγκρατήσει και μπέρδευε γραμμάρια και δόσεις, όταν τις μπαίνανε στο νου άλλα πράματα σοβαρότερα από το πλάσιμο μιάς ζύμης, όπως τα κακά όνειρα της νύχτας που πέρασε.
Διότι δεν είναι μικρό πράγμα να σε κυνηγάει ο Χάρος, φορώντας ριγωτή πιτζάμα παρακαλώ και βαδίζοντας μάλιστα στους τοίχους - κι όχι στο πάτωμα όπως είναι το σωστό, με το δικαίωμα που δίνουνε τα όνειρα φαίνεται - και να σου φωνάζει από μακριά κρατώντας το μπλάστρι της κουζίνας, αυτό που σε λίγο είχε σκοπό να πλάσει την πίττα της, ομοιοπαθητικά φερόμενη στα όνειρά της, το κακό με το κακό να πολεμάει, και το μπλάστρι του Χάρου με το μπλάστρι το δικό της, προκειμένου να ξορκίσει τα πράματα και να της φωνάζει από μακριά,
- Τι θα γίνει με σας. Αυτόν που μας κουβαλήσατε, ο Τερζής ντε, όλο φασαρίες και μουγκρητά είναι στον ύπνο του και δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί με την ησυχία του, όλο γιατί και γιατί είναι και θέλει λέει να γυρίσει απαξάπαντος, γιατί δεν απόσωσε να κάνει κάτι το σημαντικό, λες και οι άλλοι βολεύονται εκεί που τους έχουμε.
Άκου να δεις τώρα πώς μας βγαίνουνε τα όνειρα, μουρμούρισε θυμωμένη ανακατώνοντας το αλεύρι στη μικρή ξύλινη σκάφη και προσθέτοντας με το μαστραπά νερό, όποτε ξαναθυμότανε τα αλλόκοτα της νύχτας. Σούπα θα το κάνω, γρύλισε τελικά προσθέτοντας κι άλλο αλεύρι στο μείγμα, που σαν το μυαλό της κι αυτό νερούλιαζε ή έσφιγγε κατά το δοκούν κι ανάλογα με το πώς μας πασπάλιζε με τα αλεύρια του ο Ύψιστος από ψηλά, κάνοντας κι αυτός τα δικά του κουρκούτια, που από τότε που τα πρωτοέπλασε, ψυλλιάστηκε πως τα έπλασε λάθος, δεν δικαιολογούνται δα αλλιώς τόσα στραβά στην οικουμένη.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά προσπαθούσε η άμοιρη να κρατήσει μακριά τις κακές μαντείες, που της δίνανε τα όνειρα εκεί που δεν το περίμενε. Να μην τολμάς να κοιμηθείς δηλαδή και να καταπιάνεσαι με τον Θεό κάνοντάς τον γείτονά δικό της, συγκάτοικό και μπατζανάκη της εν ανάγκη, προκειμένου να ξεχάσει τα όσα την πονούσανε και τα όσα ντε και καλά από μικρή ήθελε να ερμηνεύει όταν έβλεπε ανάλογους με τον χτεσινό εφιάλτες.
Πρέπει να της τηλεφωνήσω, μουρμούρισε ξύνοντας τις ζύμες με ένα μαχαίρι από τις παλάμες της. Τώρα κιόλας. Δεν είναι δυνατόν να μου’ ρχεται ο Χάρος αυτοπροσώπως στα όνειρά μου κι εγώ να πλάθω πίττες. Ήτανε νωρίς και η μικρή θα αργούσε ακόμα να γυρίσει από το σχολείο. Σκέπασε τη ζύμη με μια πετσέτα, πήρε το πορτοφόλι της από το μικρό εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας, θέση που νόμιζε ότι κανείς δεν θα τολμούσε να πλησιάσει, κοίταξε ύποπτα την επιστολή μήπως για όλα έφταιγε αυτή, έριξε μια άγρια ματιά στους άγιους που συνωστιζότανε στο μικρό για την αξία τους χώρο, για το τι της φορτώσανε πάλι μεσημεριάτικα και πήρε το δρόμο για το τηλεγραφείο. Όλα ήτανε απαράλλακτα όπως τα είχε αφήσει την προηγούμενη φορά. Τριάντα δύο μέρες. Μάλιστα. Ακριβώς τριάντα δύο. Πόσες έχω να μετρώ ακόμη, μουρμούρισε.
Έδωσε το νούμερο στην υπάλληλο κι έκατσε να περιμένει με το νου της στην Ραλούκα και στη χώρα της. Χώρα χρονίως επιθυμητή πλην όμως απαγορευμένη, όχι τόσο από τις οικονομικές της δυνατότητες - πάντα πίστευε ότι μπορούσε να τα βολέψει κανείς με τα χρήματα - όσο από δικούς της εσώτερους λόγους, που είχανε να κάνουνε με τη μανία της να μη θέλει να μετακινείται τίποτα στη ζωή της, αφού την είχε αναγάγει στην ακρίβεια μόνιμων και καθημερινών απαράλλακτων κινήσεων, που η μαθηματική τους συμμετρία την έκανε να αισθάνεται ευτυχής.
Από τα ανέξοδα και ξεκούραστα ταξίδια της την έβγαλε το μεγάφωνο που φώναξε τον διπλανό της να μπει στον πρώτο θάλαμο. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου κι άρχισε να δαιμονίζεται από την καθυστέρηση. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα της έλεγε. Αν έμενε στα καθημερινά ρωτώντας και παίρνοντας λίγο πολύ τις ίδιες απαντήσεις όπως όλος ο κόσμος ή αν θα της εξιστορούσε τα σημάδια της προηγούμενης νύχτας. Πού να την στεναχωρώ τώρα, σκέφτηκε. Τι σκατά μ’ έπιασε και ήρθα μέχρι εδώ. Τι φταίει το κορίτσι αν εγώ έχω παλαβώσει. Λες και είμαι η μόνη που βλέπει τέτοια όνειρα. Η αναμονή παραδόξως άρχισε να την καλμάρει κάπως. Μόνο αν είναι καλά θα τη ρωτήσω, επανέλαβε σχεδόν φωναχτά πολλές φορές, για να πείσει τον εαυτό της περισσότερο, αφού ξέροντας τα χούγια της, δεν απέκλειε ξαφνικά ξεσπάσματα ειλικρίνειας.
Ξαναγύρισε στην καθυστέρηση του τηλεφωνήματος κι άρχισε να θυμώνει με τον τρόπο που δουλεύανε οι υπηρεσίες. Λίγο πριν αγανακτήσει και βάλει τις φωνές - ο Ύψιστος από πάνω ξέρει να παίζει με τα νεύρα μας - φωνάξανε το όνομά της. Πετάχτηκε να μπει στον θάλαμο που θα της λέγανε.
- Δεν το σηκώνουνε, της είπε η υπάλληλος.. Δεν απαντά κανείς. Να την ακυρώσω;
Έφυγε με ένα αίσθημα ανακούφισης που τρίτοι της απέκλειαν έστω και την μικρή πιθανότητα να αγχώσει στα καλά καθούμενα την Ραλούκα από τη συχνή ακράτεια του λόγου της.
Στον γυρισμό πήγαινε κι έφερνε στο νου της την ψυχοκόρη της να τρέχει σε μνημόσυνα, σε μακεδονίτικα χωριά να τα λέει με τη θειά της και σε νησιά του Αιγαίου που τα γνώριζε μόνο από κάτι βιβλία που κουβαλούσε ο Μιχάλης. Κι όταν τα χειρότερα σκουντιόντουσαν στο μυαλό της, τη φανταζότανε ολημερίς να ψάχνει για δουλειά στους δρόμους κι ακόμα, χτύπα ξύλο, να έχει πάθει τίποτα, πολύ θέλει να γίνει το κακό; Μουρμούριζε σταυροκοπούμενη και βρίζοντας τον εαυτό της που όπως η μύγα κυνηγά τα μέλια έτσι κι εγώ, πανάθεμα με, ο νους μου όλο στο κακό.
Στην αυλή την περίμενε η εγγονή της αφού είχε ήδη πέσει έξω στους υπολογισμούς της με τις καθυστερήσεις του τηλεγραφείου.
- Αντε ρε γιαγιά, της είπε. Δόσμου τέλος πάντων ένα κλειδί να μη σε περιμένω με τις ώρες.
Η Άνκα έκανε πως δεν άκουσε τα παράπονα της εγγονής της, αφού δεν είχε πειστικούς λόγους να της αρνείται ένα κλειδί δέκα έξι χρονώ γαϊδούρα πιά, αλλά έλα που της καρφώθηκε, ή μάλλον δεν της είχε ξεκαρφωθεί ποτέ, ότι ένα κλειδί σημαίνει ανεξαρτησία αλλά και περισσότερο, την παραδοχή της γι’ αυτή την ανεξαρτησία που για την Άνκα σήμαινε από το έρχομαι και φεύγω ό,τι ώρα θέλω, μέχρι Σόδομα και Γόμορα, όταν αυτή θα απουσίαζε, που βεβαίως ποτέ της δεν είχε απουσιάσει εκτός από τη μέρα που εκτελέσανε τον Τσαουσέσκου και την γυναίκα του και μαζί σχεδόν με όλο το χωριό, βλέπανε και ξαναβλέπανε στις λιγοστές τηλεοράσεις των καφενείων με άγρια χαρά τα τεκταινόμενα εκείνης της ημέρας. Άσε που η πρόφαση της απαγόρευσης υπήρχε και ήταν μάλιστα αδιαπραγμάτευτη για την Άνκα.
- Εγώ τέτοια ευθύνη δεν την αναλαμβάνω, της έλεγε. Ας έρθουνε οι γονείς σου κι ας σου δώσουνε χίλια κλειδιά. Κλειδί στα δεκαοχτώ, της είπε. Για να μυρίσω τα δάχτυλα, της είπε πιάνοντας ξαφνικά το δεξί της χέρι και μυρίζοντάς το σαν σκυλί φέρμας να βρει ίχνη καπνού αφού τόσα και τόσα γινότανε πια σ’ όλο τον κόσμο, τα βλέπανε στη τηλεόραση που καθημερινά τους βομβάρδιζε από παντού. Όσο περνούσανε οι μήνες τόσο και πιο πολλά νοικοκυριά την αποκτούσανε. Τους είχε φτάσει πια σε απόσταση αναπνοής. Μέχρι κι ο πεταλωτής Γιόν Μπάντεα αγόρασε κι αρχίσανε όλοι σιγά σιγά να παλαβώνουνε από την πληροφόρηση. Να σταυροκοπιούνται για τα τόσα που γινότανε στον κόσμο εν αγνοία τους. Να γουρλώνουνε τα μάτια τους από τα όσα απίστευτα βλέπανε και να κάνουνε συνέχεια τσκ τσκ τσκ, μήστητί μου Κύριε. Και οι πιο ψυλλιασμένοι από αυτούς ήδη να διαβλέπουνε δεινά και να αποκαλούνε χαζοκούτι το ωραιότερο πράμα που μπήκε στη ζωή τους εδώ και λίγα χρόνια.
Η μικρή πιάστηκε τραγουδώντας - μανία αυτό το παιδί με τα τραγούδια - να ετοιμάζει τα μαθήματα της επόμενης μέρας μέχρι να στρώσουνε να φάνε. Αφού τελειώσανε το φαγητό ξαναπιάστηκε και πάλι με τα βιβλία της και η Άνκα πήρε να αποτελειώσει την πίτα. Την έβαλε στο φούρνο, πήρε βελόνα και κλωστές κι άρχισε να μπαλώνει καλτσάκια της εγγονής. Τι διάολο, πως τα καταφέρνουνε και λιώνουνε τόσο γρήγορα. Λες και σκοπός τους είναι αυτός, να τρέχουνε ολημερίς για να χαλάνε κάλτσες και παπούτσια. Κατά τις εφτά η μικρή την ξάφνιασε.
- Γιαγιάκα μου, της είπε. Πάω στο τηλεγραφείο. Έχω κλήση από τον πατέρα μου.
- Α, ναι; Της είπε κάνοντας τη χαρούμενη ενώ αναρωτιότανε πως και ήτανε αυτό. Πώς και τους θυμήθηκαν αφού πάνω από μήνα είχανε να δώσουνε σημάδια ζωής. Και καλά γι’ αυτήν. Ποιος νοιάζεται γι’ αυτήν. Αλλά διάολε, έχουνε κι ένα παιδί. Θύμωσε κι άρχισε πάλι να τα βάζει με τη Μάρσα τη νύφη της, που μόνο στα λεφτά είχε το νου της. Να γυρίσουμε, λέει, πλούσιοι. Οικονομημένοι. Με κανέναν πούστη πάνω από το κεφάλι τους. Λες και η κόρη τους ήτανε μηχάνημα σαν εκείνα που έχουνε στα καζίνα. Να την ταϊζουνε κατοστάρικα για να τους αγαπάει. Εκεί θα καταντήσουν, κατέληξε αποχαιρετώντας την με τη γνωστή επωδό.
- Μην αργήσεις γιατί σ’ έφαγα.
Έτσι πως την είδε να φεύγει ανάλαφρη και χαρούμενη κι επειδή ως γνωστόν η καχυποψία δίνει μια αίσθηση ατέλειωτης γνώσης και εμπειρίας σ’αυτούς που τη διαθέτουνε σε ισχυρότατη δόση, άρχισε και πάλι να αναρωτιέται όπως και κάθε φορά που την έβλεπε να φεύγει, αν της έλεγε αλήθεια ή πήγαινε να συναντήσει μορφονιούς, που σχεδόν στην αρρωστημένη από την αγαμία φαντασία της, τους φανταζότανε μεγάλους στην ηλικία, κακούς κι έτοιμους για τα όσα πάντοτε απευχότανε. Αϊ στο διάολο, σκέφτηκε. Γιατί να μη μου λέει την αλήθεια. Ηρέμησε σκατόγρια, είπε μέσα της. Στον πατέρα της πάει. Αϊ σιχτίρ, είπε θα το κόψω. Δεν πρόκειται να ξανασκεφτώ τίποτα. Κατέβασε ένα μπουκάλι ρακί από το πάνω ντουλάπι της κουζίνας, εντριβές ήτανε η επίσημη ονομασία της ύπαρξής του, το ακούμπησε θυμωμένη στο τραπέζι, έκοψε ένα κομμάτι από τη ζεστή ακόμα πίτα της κι άρχισε αμίλητη να διασταυρώνει γουλιές και μπουκιές.
Ήτανε θυμωμένη χωρίς να ξέρει το γιατί. Κι ούτε ήθελε να παραδεχθεί ότι η αόριστη ανησυχία για την τύχη της Ραλούκας ή τα καμώματα της εγγονής φταίγανε για τα νεύρα της. Την κύκλωνε ένα αίσθημα εγκατάλειψης. Και μη μπορώντας να το συνειδητοποιήσει τα έβαζε με τα καθημερινά μικροπράγματα που της συνέβαιναν και που σαν αποτέλεσμα είχανε να ξεσπά στην τύχη της ή στην εγγονή της. Πιανότανε από μια λέξη ή κάτι που της τύχαινε, το φούσκωνε, το χτυπούσε αλύπητα από δω κι από κει, τρύπωνε στα λογικά και στα παράλογα, έπιανε τα χειρότερα που κι αυτά με τη σειρά τους την οδηγούσανε σε άλλα χειρότερα. Κοντολογίς έφτανε να δηλητηριάζει τη ζωή της με πράγματα που δεν έγιναν ενώ μπορούσανε να γίνουν και με πράγματα που έγιναν ενώ μπορούσανε να μη γίνουν. Με το νου της μόνιμα στην κακιά μοίρα και που σίγουρα υπόλογος γι’ αυτό ήτανε τα πιο κοντινά της πρόσωπα, συναπαντούσανε σ’αυτό τον απύθμενο δρόμο του νου, συμφορές και λάθος γεγονότα για να τα ξορκίσει αλλά και για να θυμώσει περισσότερο. Πράγμα που το είχε φαίνεται ανάγκη να ξεπερνά τη θλιβερή της πραγματικότητα. Όμως και μη θέλοντας να ξεκόψει από αυτή, αφού και ο Μιχάλης όταν αποφάσισε με την κόρη του να φύγει στην Ελλάδα, αλλά κι ο γιός της – άφηνε απ έξω τη νύφη της - όταν φύγανε για τη Γερμανία, την παρακαλούσανε να πάει μαζί τους.
- Να πάτε στην ευχή του Θεού, τους είπε. Για μένα ότι δεν είναι η πατρίδα μου, είναι ζούγκλα. Κι έπειτα, μετανάστης στα γεράματα δεν γίνομαι.
Η εγγονή της γύρισε πιο γρήγορα απ’ότι την περίμενε, ή είχε αυτήν την εντύπωση κάτω από την επίδραση της ρακής που ξεχειλώνει ή μαζεύει το χρόνο ανάλογα με τα αισθήματα που ποτίζει. Της έφερε χαιρετίσματα. Της είπε πως θα ερχότανε αρχές Οκτώβρη για δέκα μέρες, τόση μόνο άδεια τους δίνανε. Πάλι καλά, σκέφτηκε η Άνκα. Και πως θα την παίρνανε μαζί τους στην Στουτγάρδη να συνεχίσει εκεί το σχολείο της, σε ένα ελληνικό σχολείο, μια που ήξερε καλά τη γλώσσα από τον Μιχάλη που της την έμαθε, επιμένοντας για το ότι ήταν η πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου. Και ότι τώρα πια θα την παίρνανε κι αυτή μαζί τους, ήθελε δεν ήθελε. Μη μου πεις ότι μ’ αγάπησε ξαφνικά η νύφη μου, ξανασκέφτηκε η Άνκα κι ότι τέλος η Στουτγάρδη είχε περισσότερους Ρουμάνους από ότι όλη η Ρουμανία και είχανε και συλλόγους και κάνανε και γιορτές, ζωή χαρισάμενη την περίμενε λέει. Έκοψε τη φόρα της εγγονής της.
- Ούτε κουβέντα. Εγώ θα μείνω εδώ, της είπε κι άιντε τώρα στο κρεβάτι σου γιατί άργησες. Που δεν άργησε, αντίθετα ήρθε και πολύ νωρίτερα, αλλά που έπρεπε η Άνκα να κρατά τα γκέμια γιατί έτσι κι αυτή μικρή ένοιωθε τους δικούς της στο πετσί της κι έτσι έπρεπε να κάνει και η ίδια και κάθε άλλος τρόπος της φαινότανε αφύσικος.
Η μικρή πεισμωμένη από τον τρόπο της γριάς πήρε δυό τρία βιβλία και κλείστηκε στο δωμάτιο, φορτώνοντάς την τύψεις για τα όσα απότομα της πέταξε κόβοντας κάθε γέφυρα. Τι μου φταίνε γαμώ τη φύτρα μου οι άλλοι, μουρμούρισε τρώγοντας τα νύχια της και προσπαθώντας να βρει τρόπο να μαλακώσει τη μικρή.
Οι πληροφορίες της εγγονής την τυλίξανε σαν δίχτυ που δεν ήξερε αν έπρεπε να το εκλάβει ως προστασία ή βρόχο. Η αδιαπραγμάτευτη θέση του γιού της αλλά και της νύφης της, αφού η εγγονή τής μετέφερε έναν σαφέστατο πληθυντικό, έκανε να ξυπνήσουν - όχι πως είχανε κοιμηθεί - αισθήματα που από τότε που φύγανε στη Γερμανία, θαμπώνανε συνεχώς, βοηθούσης εδώ που τα λέμε και της στάσης τους, που ούτε γράμμα ούτε γραφή, παρά μόνο αριά και που τηλέφωνα. Γράφουνε παιδάκι μου οι άνθρωποι. Γράφουνε. Όχι μ’αυτά τα μαύρα κόκαλα που σου τρυπάνε το αυτί και κατεβάζουν με αν κλικ τα κεπέγκια τους όποτε αυτά θέλουν.
Ξαναγέμισε το ποτήρι της. Δεν ήθελε να αφήνει αναπάντητα ερωτήματα κι ούτε το είχε συνήθιο να αργεί στις αποφάσεις της. Αντίθετα με τους υπόλοιπους πίστευε ότι δεν έπρεπε να σκέφτεται αρκετά πριν αποφασίσει. Όσο αργούσε να πάρει μιαν απόφαση τόσο περισσότερο νερουλή θα ήτανε αυτή και έξω από τον χαρακτήρα της. Δεν ήθελε ποτέ της να βλέπει ψύχραιμα τα πράματα και πίστευε πάντα στις φουρτούνες της με ό,τι καλό ή κακό κατέβαζαν αυτές.
Παράλληλα όμως με το ευχάριστο συναίσθημα της επιβεβαίωσης για την αγάπη που της τρέφανε, υπήρχε όγκος δυσθεόρατος, ο φόβος της για το άγνωστο που θα είχε ως επακόλουθο τον ξεριζωμό της από την πατρώα γη. Εδώ αισθανότανε τα πράματα γύρω της όχι τόσο με την όραση ή την ακοή, όσο με την αόρατη αύρα που βρισκότανε ανάμεσα σ’ αυτήν και τον κόσμο της. Το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτά από την πρώτη ώρα που γεννήθηκε, την γεμίζανε σιγουριά. Ήθελε τις φωνές και τους τριγμούς του δάσους σαν απαραίτητους θορύβους που θα συνοδεύανε το τάισμα των ζωντανών και τη λάτρα του σπιτιού. Το συναπάντημα ξανά και ξανά των ίδιων ανθρώπων στο χωριό, της έδινε τη σιγουριά πως θέλανε δεν θέλανε, θα ήτανε φύλακες και συμπαραστάτες σε ό,τι κακό θα της τύχαινε. Και οι ίδιοι δρόμοι με τους ίδιους ανθρώπους στις ίδιες σχεδόν κάθε μέρα κινήσεις τους, την κάνανε να νιώθει απαραίτητη σ’αυτό το καθημερινό κούρντισμα του ρολογιού που το λέγανε ρουτίνα και εξόρκιζε τα απρόοπτα. Άδειασε το ποτήρι της με μια γρήγορη γουλιά, έβαλε σε ένα πιάτο τρία κομμάτια πίττα και μπήκε στο δωμάτιο της εγγονής να της ανακοινώσει τις αποφάσεις της. Η μικρή έδειχνε ακόμα θυμωμένη.
- Έλα της είπε, μην ακούς τι λέω. Μην κοιμάσαι νηστική. Στάθηκε στο παράθυρο κοιτώντας έξω τη νύχτα. Δεν μπορώ Σιμόνα μου, της είπε. Δεν είμαι για ταξίδια κι αλλαγές. Εσύ να πας και καλά θα κάνεις. Κι άμα είναι να βρω εκεί Ρουμάνους, να μου λείπει. Τους έχω κι εδώ. Άλλωστε η θέση σου είναι με τους γονείς σου. Όλα τα σκέφτεται ο Θεός. Αν οι γέροι μπορούσανε να μεγαλώσουνε παιδιά τότε θα τα γεννούσανε κιόλας.
Ανακοίνωσε την απόφασή της με ένα δάκρυ να της θολώνει τα μάτια, μη ξέροντας αν οφειλότανε στο αλκοόλ ή στην σοβαρότητα της στιγμής. Βγήκε με βαριά βήματα αφήνοντας την εγγονή της να συνεχίσει τα όνειρα που ξαφνικά σταμάτησε με την είσοδο της και που είχανε να κάνουνε με ό,τι καλύτερο μπορούσε να σκεφτεί. Γερμανία λέει, για φαντάσου.. Άρχισε να την καταλαμβάνει ευχάριστα εκείνο το αίσθημα που γλυκαίνει το σώμα από τον οισοφάγο μέχρι βαθιά στο στομάχι και κάνει να γουργουρίζουμε από ευτυχία.
Συμμάζεψε λίγο την κουζίνα, τοποθέτησε την πίτα στον κρύο πια θάλαμο της μασίνας και πήρε να βάλει στη θέση του το θυμιατό.
- Θεέ και Κύριε, μουρμούρισε, τόσες ώρες κι ακόμα ζεστό. Ποια ψυχή να τυραννιέται. Κι αφού γι’ αυτόν που το άναψε, τον κουβαλούσε χρόνια μέσα της ζωντανό κι έπειτα πεθαμένο, άρχισε να ψιθυρίζει προσευχές. Έβαλε μια πρέζα θυμίαμα στη ζωντανή ακόμα κάφτρα και πήρε ξανά βόλτα όλα τα δωμάτια να ξορκίσει και πάλι το κακό που, όπως και νάχουνε τα πράματα, δεν είναι κανείς να τα βάζει μαζί του κι ούτε να του αντιστέκεται παρά να το μπουκώνει με προσφορές. Γιατί ο θάνατος του δίνει μια δύναμη ανελέητη έξω από τα μυαλά ή και τη φαντασία ακόμα των ζωντανών, άκριτη και παράλογη που ούτε καν το ακουμπούσανε οι θλιβερές για τη ζωή τους επικλήσεις των ανθρώπων.
Το σώμα της δεν έλεγε να χαλαρώσει από την ώρα που είχε ξαναπάρει στα χέρια της το ζεστό θυμιατό. Το άφησε μέσα στον νεροχύτη, μακριά από κάθε επικίνδυνη εστία που θα μπορούσε να το ξαναζωντανέψει, ούτε λόγος να το σβήσει με βία ή με νερό - δεν παίζουνε με τις ψυχές των πεθαμένων - ξαναγέμισε το ποτήρι της, στην υγειά σας, πήγε να πει αυθόρμητα και καλό κατευόδιο, αποτέλειωσε την ευχή μαζί με το ποτήρι. Ύπνο Άνκα πρόσταξε στον εαυτό της. Τα ζωντανά δεν ξέρουνε από μνημόσυνα κι ευτυχώς δεν έχουνε κι αναμνήσεις και πήγε στο καμαράκι της να ξαπλώσει για να της φύγουνε τα όσα κουβαλούσε καλώς ή κακώς, δεν ήξερε κι αυτή τι να αποφασίσει. Και τα κοκόρια από νωρίς πιάνανε δουλειά και χαλούσανε τον κόσμο κάθε μέρα.

Τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα την ξυπνήσανε τρομαγμένη. Αφουγκράστηκε για λίγο κι ένιωσε την καρδιά της να κλωτσά όταν τα χτυπήματα ξανακούστηκαν δυνατότερα. Σηκώθηκε βιαστικά, έριξε κάτι στην πλάτη της και,
- Ποιος είναι τέτοια ώρα, είπε θυμωμένα ξεμανταλώνοντας την πόρτα κι ανοίγοντάς τη λίγο, ποιος ήταν αυτός που τέτοια ώρα ζητούσε την ανάγκη της.
Ένας ψηλός ξερακιανός με μάτια σκούρα στο χρώμα της νύχτας σαν από χρόνια αόμματος, την κοίταζε κοιτώντας πίσω κι απ’ αυτήν, λες κι έψαχνε πράγματα θολά και μέσα από στάχτες.
- Τι θέλεις χριστιανέ μου τέτοια ώρα. Ποιόν ζητάς. Του είπε η Άνκα σιάχνοντας το πανωφόρι της να κρύψει τη ζεστή από τον ύπνο νερουλιασμένη λευκή σάρκα.
- Τον Μιχάλη Τερζή, της είπε στα ελληνικά, σηκώνοντας το κεφάλι του με τις κινήσεις της οχιάς, εξερευνώντας πίσω από τους ώμους της Άνκας. Μου είπανε πως μένει εδώ. Η γριά ανατρίχιασε.
- Ποιος είσαι χριστιανέ μου, τον ξαναρώτησε πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό του για να τον δει καλύτερα στο χλωμό φως που άφηνε η λάμπα του σαλονιού. Ο Τερζής έχει μήνες που συγχωρέθηκε. Ποιος είσαι;
- Δεν με ξέρεις της είπε ο επισκέπτης της, συνεχίζοντας να ψάχνει με το βλέμμα του το δωμάτιο. Τον θέλω. Αφήσαμε κάτι λογαριασμούς ανοιχτούς.
Μιλούσε σαν να μην την άκουγε. Σαν να μην φτάνανε οι ερωτήσεις της στ’ αυτιά του. Η Άνκα που προς στιγμήν σκέφτηκε να τον μπάσει μέσα σαν συγχωριανό του πεθαμένου, στο άκουσμα των λογαριασμών, στένεψε περισσότερο το άνοιγμα της πόρτας.
- Πέθανε σου λέω, δεν το καταλαβαίνεις;
- Όχι, της είπε. Δεν πέθανε. Είχε χρέη, πολλά χρέη. Κι όσοι χρωστάνε δεν πεθαίνουνε έτσι εύκολα.
Έβγαλε την τραγιάσκα που φορούσε και με ένα βρώμικο μαντήλι σκούπισε το ξασπρισμένο του κούτελο.
- Όταν τον δεις να του πεις ότι τονε θέλω, της είπε βγάζοντας από την πλαϊνή τσέπη του αμπέχονού του ένα κομμάτι χαρτί με ποτισμένο από το μελάνι ένα όνομα και μια διεύθυνση. Της το έδωσε κι έπειτα, καληνύχτα, της είπε, θα τον περιμένω. Στα δύο βήματα κοντοστάθηκε, γύρισε και την πρόλαβε πριν κλείσει την πόρτα. Κι αν πέθανε όπως λες, δεν αλλάζει τίποτα. Τότε στα σίγουρα θα βρεθούμε.
Μαντάλωσε την πόρτα βιαστικά, άφησε το χαρτί στο τραπέζι της κουζίνας, το πρωί θα τα σκεφτότανε καθαρότερα και μπήκε βιαστικά στο κρεβάτι της τρέμοντας για να ξεχάσει τα όσα έγιναν. Τα μάτια του βραδινού επισκέπτη είχανε καρφωθεί βαθιά μέσα της και δεν έφευγαν με το να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της. Πίεζε τα βλέφαρά της για να κοιμηθεί με το ζόρι.
Πολύ πριν χαράξει σηκώθηκε και πλησίασε στο τραπέζι όπου είχε ακουμπήσει το χαρτί. Δεν βρήκε τίποτα όσο κι αν έψαξε γεμάτη ταραχή κι ένοιωσε την τρίχα της να σηκώνεται όρθια κι άρχισε πάλι με ψαλμούς να ξορκίζει τα όσα από βραδύς έγιναν ή δεν έγιναν και ήτανε στο μεθυσμένο της μυαλό, καταλήγοντας πως όσο καταπιάνεται κανείς με τους πεθαμένους τόσο πιο πολύ τα χάνει και τον παίρνουνε φαλάγγι τα φαντάσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: